Η ενεργειακή πραγματικότητα της Ελλάδας διαμορφώνεται εκ νέου, καθώς οι νέες υποδομές, οι επενδυτικές παρεμβάσεις και οι αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο επηρεάζουν πλέον αποφασιστικά τόσο την παραγωγή όσο και τη διακίνηση ενέργειας. Η πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης εμφανίζει μια εικόνα σταδιακής σταθεροποίησης μετά την περίοδο των ακραίων διακυμάνσεων που σημάδεψαν τις διεθνείς αγορές τα τελευταία χρόνια. Το 2025 αναδεικνύεται ως χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα επιχειρεί να βρει έναν πιο σταθερό και ρεαλιστικό βηματισμό, σε ένα περιβάλλον όπου το ενεργειακό κόστος εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για την Ευρώπη.
Οι διεθνείς τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου κινούνται πλέον σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα, χωρίς ωστόσο να έχουν επιστρέψει στους μέσους όρους της προηγούμενης δεκαετίας. Παρά την αποκλιμάκωση, η Ευρώπη εξακολουθεί να διατηρεί σημαντικά υψηλότερο ενεργειακό κόστος σε σχέση με άλλες αγορές, κάτι που επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας αλλά και τη δυνατότητα ουσιαστικής μείωσης των τιμών για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αξιοποιεί κρίσιμες ενεργειακές υποδομές που ενισχύουν τον ρόλο της στην περιοχή. Η λειτουργία του πλωτού σταθμού LNG στην Αλεξανδρούπολη ενισχύει σημαντικά τη ροή υγροποιημένου φυσικού αερίου προς τη χώρα και συμβάλλει στη στρατηγική απεξάρτησης από τις ρωσικές εισαγωγές. Ο σταθμός λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις εγκαταστάσεις στη Ρεβυθούσα και το δίκτυο του ΔΕΣΦΑ, δημιουργώντας μια νέα δυναμική στις περιφερειακές ενεργειακές ροές.
Η Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της νέας πραγματικότητας. Η Αλεξανδρούπολη εξελίσσεται σε σημείο διέλευσης ενέργειας προς τα Βαλκάνια, ενώ οι υποδομές στη Νέα Μεσημβρία και ο αγωγός TAP εξασφαλίζουν σταθερή ροή φυσικού αερίου προς τη χώρα και την ευρύτερη περιοχή. Την ίδια στιγμή, η προοπτική δημιουργίας υπόγειας αποθήκης στην Καβάλα ενισχύει ακόμη περισσότερο την ασφάλεια εφοδιασμού, λειτουργώντας ως «μαξιλάρι» για περιόδους αυξημένου φορτίου ή διεθνών πιέσεων.
Αντίθετα, η Δυτική Μακεδονία βιώνει μια πιο σύνθετη περίοδο. Η απολιγνιτοποίηση, που αποτέλεσε κεντρική πολιτική επιλογή, προχωρά, αλλά συνοδεύεται από ανησυχίες για τη διατήρηση της απασχόλησης και την επάρκεια ισχύος. Η σταδιακή απόσυρση λιγνιτικών μονάδων και ο σχεδιασμός αλλαγής χρήσης νεότερων εγκαταστάσεων δημιουργούν ανασφάλεια σε τοπικό επίπεδο. Οι περιοχές αυτές καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που στηρίζεται σε έργα ΑΠΕ, συστήματα αποθήκευσης, βιομηχανικές δραστηριότητες καθαρής ενέργειας και επενδύσεις που θα πρέπει να εξελίσσονται με σταθερό ρυθμό, ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη και βιώσιμη.
Στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η χώρα συνεχίζει να καταγράφει έντονη δυναμική. Τα φωτοβολταϊκά διατηρούν πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ η Μακεδονία και η Θράκη συγκεντρώνουν μεγάλο όγκο νέων έργων, τα οποία ενισχύουν την πράσινη παραγωγή, αλλά και επιβαρύνουν τα δίκτυα μεταφοράς. Οι περικοπές στην παραγωγή ΑΠΕ, δηλαδή η ενέργεια που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί λόγω περιορισμών του συστήματος, αναδεικνύονται σε βασικό ζήτημα που απαιτεί άμεσες λύσεις, τόσο μέσω αναβάθμισης των δικτύων όσο και μέσω ενίσχυσης της αποθηκευτικής ικανότητας.
Παράλληλα, η εικόνα του ηλεκτρικού ισοζυγίου της χώρας έχει μεταβληθεί θεαματικά. Κατά το πρώτο εννιάμηνο του 2025, οι εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας έφτασαν τις 5,4 TWh, καταγράφοντας άνοδο 7,5% έναντι του 2024, ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά περίπου 37%. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, οι καθαρές εισαγωγές μετατράπηκαν σε καθαρές εξαγωγές, εξέλιξη που αποδίδεται τόσο στη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ όσο και στη βελτίωση των διασυνδέσεων με τις γειτονικές χώρες. Αντίστοιχα, οι ροές φυσικού αερίου προς το εξωτερικό ξεπέρασαν τις 5 TWh, σημειώνοντας εντυπωσιακή άνοδο, ενώ οι εισαγωγές αυξήθηκαν με πιο ήπιο ρυθμό. Ο συνδυασμός LNG και αγωγών ενισχύει τον ρόλο της χώρας ως κόμβου διαμετακόμισης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με ιδιαίτερη σημασία για τη Θράκη και τα βόρεια σύνορα.
Παρά τα θετικά βήματα, η ενεργειακή μετάβαση εξακολουθεί να συνοδεύεται από σημαντικές προκλήσεις. Η αναβάθμιση των δικτύων, η ενίσχυση της αποθήκευσης, η στήριξη των λιγνιτικών περιοχών και η δημιουργία ενός αποκεντρωμένου ενεργειακού μοντέλου παραμένουν κομβικά ζητήματα που απαιτούν συνέπεια, πόρους και πολιτική σταθερότητα. Οι ενεργειακές κοινότητες και οι τοπικές πρωτοβουλίες προσφέρουν ενδείξεις προόδου, αλλά βρίσκονται ακόμη σε μεταβατικό στάδιο.
Συνολικά, η ενεργειακή εικόνα της χώρας για το 2025 παραπέμπει σε μια πορεία σταδιακής ωρίμανσης. Η Ελλάδα ενισχύει τον ρόλο της ως περιφερειακός κόμβος, διευρύνει το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και σημειώνει βελτίωση στη συνολική ευστάθεια του συστήματος. Την ίδια στιγμή, όμως, βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις που θα καθορίσουν αν η μετάβαση θα είναι δίκαιη, αποτελεσματική και βιώσιμη για το σύνολο της χώρας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.