Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν σήμερα με κάποια διαταραχή ψυχικής υγείας, όπως προκύπτει από τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Η κλίμακα του προβλήματος είναι τεράστια, καθώς οι παθήσεις αυτές δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά επηρεάζουν ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου ή οικονομικής κατάστασης. Η κατάθλιψη και το άγχος συγκαταλέγονται στις πιο συχνές διαταραχές και έχουν πλέον αναγνωριστεί ως η δεύτερη σημαντικότερη αιτία μακροχρόνιας αναπηρίας. Αυτό σημαίνει ότι στερούν εκατομμύρια χρόνια υγιούς ζωής από τον παγκόσμιο πληθυσμό, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα βάρος που αντανακλάται και στα συστήματα υγείας, αλλά και στις ίδιες τις οικονομίες.
Το ανθρώπινο κόστος είναι ανυπολόγιστο, αλλά και οι οικονομικές απώλειες που προκύπτουν είναι εξίσου ανησυχητικές. Υπολογίζεται ότι μόνο η κατάθλιψη και το άγχος κοστίζουν στην παγκόσμια οικονομία περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως, κυρίως λόγω της χαμένης παραγωγικότητας. Σε αυτό προστίθεται το υψηλό κόστος περίθαλψης για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, γεγονός που επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα και διαιωνίζει έναν φαύλο κύκλο οικονομικής και ψυχολογικής πίεσης.
Τα στοιχεία για την αυτοκτονία αποτυπώνουν με δραματικό τρόπο τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μόνο το 2021 χάθηκαν περίπου 727.000 ζωές εξαιτίας της, με την αυτοκτονία να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες αιτίες θανάτου για τους νέους, ανεξαρτήτως χώρας ή κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου. Η διεθνής κοινότητα είχε θέσει ως στόχο, στο πλαίσιο των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, τη μείωση των ποσοστών αυτοκτονιών κατά ένα τρίτο έως το 2030. Ωστόσο, με βάση την τρέχουσα πορεία, είναι πιθανό να επιτευχθεί μόλις μείωση της τάξεως του 12%, γεγονός που αναδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στις δεσμεύσεις και στην πραγματικότητα.
Στο επίπεδο των πολιτικών, παρατηρείται μεν κινητικότητα, αλλά όχι με την ένταση που απαιτείται. Από το 2020 αρκετές χώρες προχώρησαν σε αναθεώρηση των πολιτικών ψυχικής υγείας και ενσωμάτωσαν πιο σύγχρονες, βασισμένες στα ανθρώπινα δικαιώματα, προσεγγίσεις. Επιπλέον, αναβαθμίστηκε η ετοιμότητα για την παροχή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, κάτι που έγινε ιδιαίτερα εμφανές κατά την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη θεσμική θωράκιση. Λιγότερες από τις μισές χώρες έχουν υιοθετήσει ή εφαρμόζουν νομοθεσία που συμμορφώνεται πλήρως με τα διεθνή πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ η χρηματοδότηση παραμένει απογοητευτικά χαμηλή.
Ο μέσος όρος δαπανών των κυβερνήσεων για την ψυχική υγεία αντιστοιχεί μόλις στο 2% των συνολικών προϋπολογισμών υγείας, ποσοστό που δεν έχει μεταβληθεί από το 2017. Η ανισότητα είναι ιδιαίτερα έντονη, καθώς στις χώρες υψηλού εισοδήματος η δαπάνη φτάνει τα 65 δολάρια ανά κάτοικο, ενώ στις φτωχότερες περιοχές μόλις τέσσερα σεντς, διαφορά που αποτυπώνει τη δυσκολία των πιο ευάλωτων κοινωνιών να ανταποκριθούν. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η μεγάλη έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Κατά μέσο όρο αντιστοιχούν μόλις 13 επαγγελματίες ψυχικής υγείας ανά 100.000 κατοίκους, με τις ελλείψεις να είναι μεγάλες σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των πολιτών σε βασικές υπηρεσίες.
Η μετάβαση σε πιο σύγχρονα μοντέλα φροντίδας παραμένει αργή. Λιγότερες από μία στις δέκα χώρες έχουν ολοκληρώσει τη μεταρρύθμιση προς την κοινοτική φροντίδα, με αποτέλεσμα η νοσηλεία να εξακολουθεί να βασίζεται κυρίως σε ψυχιατρικά νοσοκομεία. Σχεδόν οι μισές εισαγωγές πραγματοποιούνται χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, ενώ πάνω από το 20% διαρκεί περισσότερο από έναν χρόνο, πρακτικές που συχνά συνδέονται με παραβιάσεις δικαιωμάτων. Παράλληλα, ενώ η ενσωμάτωση της ψυχικής υγείας στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρουσιάζει πρόοδο, τα δεδομένα παραμένουν ελλιπή. Σε χώρες χαμηλού εισοδήματος λιγότερο από το 10% των ανθρώπων που πάσχουν λαμβάνει φροντίδα, όταν σε πλουσιότερες χώρες το ποσοστό υπερβαίνει το 50%.
Στον αντίποδα, θετικά σημάδια εντοπίζονται στην πρόληψη και την προαγωγή. Η πλειονότητα των χωρών εφαρμόζει πλέον προγράμματα που στοχεύουν στην ψυχική υγεία στην παιδική ηλικία, δράσεις εντός σχολείων ή πρωτοβουλίες πρόληψης της αυτοκτονίας. Επίσης, περισσότερες από οκτώ στις δέκα χώρες προσφέρουν σήμερα ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε συνθήκες εκτάκτων αναγκών, ποσοστό που έχει υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 2020. Η αύξηση της διαθεσιμότητας υπηρεσιών εξωτερικής παρακολούθησης και τηλεϊατρικής διευρύνει τις δυνατότητες υποστήριξης, αν και οι ανισότητες πρόσβασης παραμένουν έντονες.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προειδοποιεί ότι η πρόοδος, αν και υπαρκτή, δεν αρκεί. Ο κόσμος βρίσκεται μακριά από τους στόχους που έχουν τεθεί στο Σχέδιο Δράσης για την Ψυχική Υγεία, και χωρίς πιο φιλόδοξες και στοχευμένες παρεμβάσεις δεν πρόκειται να καλυφθεί το χάσμα. Η έκκληση του Οργανισμού προς τις κυβερνήσεις είναι σαφής: να αυξήσουν τη χρηματοδότηση, να υλοποιήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις με γνώμονα τα ανθρώπινα δικαιώματα, να επενδύσουν συστηματικά στο ανθρώπινο δυναμικό και να επιταχύνουν τη μετάβαση σε κοινοτικά μοντέλα φροντίδας που θέτουν τον άνθρωπο στο επίκεντρο.
Όπως υπογράμμισε ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Δρ. Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, η μεταρρύθμιση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας αποτελεί μία από τις πιο επείγουσες προκλήσεις δημόσιας υγείας. Η επένδυση σε αυτόν τον τομέα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά υποχρέωση, καθώς σημαίνει επένδυση στους ανθρώπους, στις κοινότητες και στις ίδιες τις οικονομίες. Κανένα κράτος δεν μπορεί να αντέξει το κόστος της αδράνειας και καμία κοινωνία δεν πρέπει να αντιμετωπίζει την ψυχική υγεία ως προνόμιο. Αντιθέτως, πρέπει να αναγνωριστεί ως θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο κάθε κυβέρνηση οφείλει να προστατεύει και να ενισχύει με όλες τις δυνάμεις της.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.