27 Ιούλ 2024
READING

Ελλάδα: Μια χώρα με εταιρείες χωρίς κέρδη και φυσικά πρόσωπα χωρίς εισόδημα

4 MIN READ

Ελλάδα: Μια χώρα με εταιρείες χωρίς κέρδη και φυσικά πρόσωπα χωρίς εισόδημα

Ελλάδα: Μια χώρα με εταιρείες χωρίς κέρδη και φυσικά πρόσωπα χωρίς εισόδημα

Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά και – ενδεχομένως απογοητευτικά –  για το εισοδηματικό προφίλ των Ελλήνων, τόσο όσον αφορά τις επιχειρήσεις, όσο και τα φυσικά πρόσωπα, ήταν τα νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).

Δύο στις τρεις επιχειρήσεις είναι μη κερδοφόρες

Για τη χρήση του 2022 και σύμφωνα με τα στοιχεία που δήλωσαν το 2023, δύο στις τρεις επιχειρήσεις δήλωσαν στην εφορία ζημιές ή μηδενικά κέρδη. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των 333.588 νομικών προσώπων, 130.756 δήλωσαν ζημίες (ύψους 37 δισ. ευρώ), 78.822 μηδενικά αποτελέσματα, ενώ κέρδη παρουσίασαν 124.010 επιχειρήσεις. Ο αριθμός αυτός μεταφράζεται σε ένα ποσοστό μόλις 37,1% των νομικών προσώπων που κατέγραψε κέρδη. Έτσι, προκύπτει ότι περίπου μία στις τρεις επιχειρήσεις είναι κερδοφόρες, ενώ εντυπωσιακό είναι  το γεγονός ότι σχεδόν δύο στις τρεις είναι μη κερδοφόρες, και συγκεκριμένα ένα σημαντικό ποσοστό, της τάξης του 62,9%.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις με υψηλά φορολογητέα κέρδη (άνω των 900.000 ευρώ) που αντιστοιχούν περίπου στο 1% των επιχειρήσεων (3.330) πλήρωσαν φόρους 3,64 δις. ευρώ που αντιστοιχεί περίπου στο 66% του συνολικού φόρου. Αυτό σημαίνει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι αυτές που επωμίζονται το μεγαλύτερο μέρος (2/3) της φορολογίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα.

Για τα νομικά πρόσωπα γενικώς παρατηρήθηκε αύξηση 17% φόρων το 2023, σε σύγκριση με τους φόρους που κατέβαλαν το 2022, εξέλιξη θετική για τον φορολογικό μηχανισμό, αλλά ως έναν βαθμό και για τις επιχειρήσεις, δεδομένου ότι η φορολογική αύξηση έρχεται ως επακόλουθο της αύξησης των καθαρών κερδών.

Αναφορικά με τις προσωπικές εταιρίες, το 51% ήταν ζημιογόνες για τη χρήση 2022, ή είχαν μηδενικά κέρδη, ενώ το 49% σημείωσε κέρδη.

Από την άλλη, το 62% των κεφαλαιουχικών εταιριών είναι ζημιογόνες ή μη κερδοφόρες και το 38% είναι κερδοφόρες. Από αυτές, οι Ανώνυμες Εταιρίες που υπέβαλαν φορολογική δήλωση και ξεκινώντας από τις βιομηχανικές εταιρίες, πάνω από τις μισές (57%) καταγράφουν ζημιές ή μηδενικά κέρδη, επομένως μόνο το 43% ήταν κερδοφόρες. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινούνται και οι τραπεζικές εταιρίες, σύμφωνα με τα στοιχεία, καθώς το 73% δήλωσε ζημιές ή μηδενικά κέρδη, ενώ το 27% είναι κερδοφόρες. Στις ασφαλιστικές εταιρίες, το 53% καταγράφει ή ζημιές ή μηδενικά κέρδη, που σημαίνει ότι λίγο κάτω από το μισό είναι κερδοφόρο. Όσον αφορά στις εμπορικές και παροχής υπηρεσιών, περίπου το 57% αυτών των επιχειρήσεων δηλώνει μηδενικά κέρδη ή ζημιές και μόνο το 43% έχει κέρδος.

Εντύπωση προκαλεί βέβαια το γεγονός ότι συνολικά, οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις δηλώνουν ζημιές ή μηδενικά κέρδη, γεγονός το οποίο έχει ομολογουμένως θορυβήσει τον κρατικό μηχανισμό, που επιστρατεύει νέα εργαλεία για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.

Ένα στα τρία φυσικά πρόσωπα έχει δηλώσει για το 2022 εισόδημα από 0 έως 5.000 ευρώ, αριθμός που βρίσκεται γενικώς κάτω από το όριο της φτώχειας

Ένας στους τρεις ζει με κάτω από 5.000 ευρώ ετησίως, με βάση τα στοιχεία

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, με βάση τα στοιχεία, το 53% των φυσικών προσώπων, δηλώνουν χαμηλό εισόδημα, κάτω των 10.000. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ένα στα τρία φυσικά πρόσωπα έχει δηλώσει για το 2022 εισόδημα από 0 έως 5.000 ευρώ, αριθμός που βρίσκεται γενικώς κάτω από το όριο της φτώχειας και είναι εξαιρετικά χαμηλός για τη διαβίωση με τις παρούσες συνθήκες. Επιπλέον, το 20% των φορολογούμενων, δηλαδή ένας στους πέντε δηλώνει εισόδημα από 5.000 έως 10.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί επίσης χαμηλό ποσό. Οι αριθμοί αυτοί εγείρουν επίσης προβληματισμούς σχετικά με τα περιστατικά φοροδιαφυγής όσον αφορά και στα φυσικά πρόσωπα.

Πάνω από ένας στους τέσσερις βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας

Συμπληρωματικά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και συγκεκριμένα 26,1%του πληθυσμού έναντι 26,3% το 2022 και 28,3% το 2021.

Εν τω μεταξύ, τα δεδομένα δείχνουν ότι ενισχύθηκε και η κοινωνική ανισότητα το 2023, με το 25% του φτωχότερου πληθυσμού να κατέχει το 10,4% του συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ενώ το 25% του πιο πλούσιου πληθυσμού να κατέχει το 45,7% του συνόλου. Με βάση τα ίδια στοιχεία, οι ευάλωτες ομάδες είναι τα παιδιά ηλικίας κάτω των 17 ετών, όσοι ζουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας και οι γυναίκες.

Ακόμη περισσότερο, η ψαλίδα μεταξύ πλούσιων και φτωχών νοικοκυριών άνοιξε ελαφρώς με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2022, με αύξηση κατά 0,03 ποσοστιαίες μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2021). Πλέον, ανέρχεται σε 5,28, το οποίο σημαίνει πως το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,28 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.