Το “last mile” – το τελευταίο στάδιο στη διανομή ενός προϊόντος από το τοπικό κέντρο logistics στην πόρτα του καταναλωτή – έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε ένα από τα πιο καθοριστικά και ταυτόχρονα πιο περίπλοκα σημεία της εφοδιαστικής αλυσίδας. Στη μεταπανδημική εποχή, με την εκρηκτική ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και τις αυξημένες προσδοκίες των καταναλωτών για ταχύτητα, ακρίβεια και βιωσιμότητα, το “τελευταίο μίλι” δεν είναι απλώς το τέλος της διαδρομής. Είναι το σημείο όπου τεστάρονται η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, η καινοτομία και η ποιότητα εξυπηρέτησης κάθε εταιρείας.
Η παγκόσμια αγορά του last mile delivery αποτιμήθηκε το 2023 στα 179,5 δισεκατομμύρια δολάρια και προβλέπεται να ξεπεράσει τα 481 δισεκατομμύρια μέχρι το 2034, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία εταιρειών ερευνών. Ο ρυθμός ανάπτυξης ξεπερνά το 10% ετησίως, καθιστώντας τον τομέα έναν από τους πιο δυναμικούς και ανταγωνιστικούς στον χώρο των logistics. Μεγάλες εταιρείες, όπως η Amazon, η JD.com και η Alibaba, έχουν ήδη επενδύσει σε ρομποτικά συστήματα, αυτόνομα οχήματα, drones και υποδομές τεχνητής νοημοσύνης που επιτρέπουν την ευφυή διαχείριση παραδόσεων και τη βελτιστοποίηση διαδρομών. Η τεχνολογία, πλέον, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του last mile.
Ταυτόχρονα, πολλές νεότερες επιχειρήσεις και startups, που δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια δισεκατομμυρίων, αναζητούν πιο ευέλικτα και αποδοτικά μοντέλα. Μία τέτοια πρακτική είναι το microwarehousing, δηλαδή η λειτουργία μικρών, αποκεντρωμένων αποθηκών πιο κοντά στα κέντρα κατανάλωσης. Αντί για τεράστιες αποθήκες εκτός πόλης, οι εταιρείες διατηρούν αποθέματα μέσα σε αστικές περιοχές, μειώνοντας έτσι τις αποστάσεις και τους χρόνους παράδοσης. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται συχνά μοντέλα crowdsourced delivery, όπου η παράδοση γίνεται από εξωτερικούς συνεργάτες ή ανεξάρτητους διανομείς, όπως λειτουργούν οι πλατφόρμες τύπου Wolt ή Uber Eats. Αυτό δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσαρμόζονται πιο ευέλικτα στις εποχικές ή τοπικές απαιτήσεις, μειώνοντας το σταθερό λειτουργικό κόστος. Επιπλέον, αξιοποιούνται plug-and-play τεχνολογίες – έτοιμες λύσεις λογισμικού και διαχείρισης παραδόσεων που μπορούν να ενσωματωθούν εύκολα χωρίς μεγάλες επενδύσεις ή τεχνική υποστήριξη. Πρόκειται για εργαλεία που δίνουν τη δυνατότητα ακόμα και σε μικρές επιχειρήσεις να λειτουργήσουν σαν επαγγελματίες της διανομής.
Όμως, παρά την τεχνολογική πρόοδο και τη δημιουργικότητα των μοντέλων, το last mile παραμένει το πιο κοστοβόρο τμήμα της διανομής. Σύμφωνα με τη McKinsey, το κόστος του μπορεί να φτάσει ή και να ξεπεράσει το 50% του συνολικού κόστους των logistics, κυρίως λόγω της πολυπλοκότητας των παραδόσεων, του ανθρώπινου δυναμικού που απαιτείται, της κατανάλωσης καυσίμων, των συχνών αποτυχιών στις παραδόσεις και των αυστηρών χρονικών περιορισμών. Τα περιθώρια κέρδους είναι περιορισμένα και η σταθερή απόδοση απαιτεί ακριβή διαχείριση, προσαρμοστικότητα και μεγάλη επένδυση σε τεχνολογία.
Το μέλλον του last mile δεν θα καθοριστεί αποκλειστικά από το πόσο αποδοτικά μπορούν οι επιχειρήσεις να διαχειριστούν την παράδοση των προϊόντων τους. Στο προσκήνιο έρχεται ολοένα και πιο έντονα η περιβαλλοντική διάσταση, η οποία πλέον επηρεάζει στρατηγικές αποφάσεις και επιχειρηματικά μοντέλα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι αστικές περιοχές – ήδη επιβαρυμένες από την κυκλοφορία, τον θόρυβο και την ατμοσφαιρική ρύπανση – δέχονται καθημερινά έναν τεράστιο όγκο μετακινήσεων για παραδόσεις, ο οποίος συνεισφέρει σημαντικά στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και επιβαρύνει περαιτέρω την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η στροφή σε ηλεκτρικά οχήματα, η υιοθέτηση ποδηλάτων cargo και άλλων εναλλακτικών μέσων χαμηλών ρύπων, καθώς και η γενικότερη ενσωμάτωση βιώσιμων πρακτικών στη διαδικασία της διανομής, δεν αποτελούν πλέον περιθωριακές ή προαιρετικές επιλογές. Είναι επιτακτική ανάγκη. Η «πράσινη μετάβαση» στον τομέα του last mile θεωρείται πια προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα όχι μόνο των πόλεων, αλλά και των ίδιων των επιχειρήσεων, οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν υπεύθυνα μέσα σε ένα περιβαλλοντικά απαιτητικό και ρυθμιστικά πιο αυστηρό περιβάλλον.
Πόλεις πρωτοπόρες, όπως το Άμστερνταμ, το Παρίσι και η Κοπεγχάγη, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της αλλαγής, δημιουργώντας ειδικές ζώνες πράσινης διανομής, ενισχύοντας τις υποδομές για οχήματα μηδενικών ρύπων και επανασχεδιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα προϊόντα κυκλοφορούν μέσα στο αστικό τοπίο. Οι πρωτοβουλίες αυτές δεν μένουν απαρατήρητες από τον επιχειρηματικό κόσμο. Αντιθέτως, λειτουργούν ως παράδειγμα προς μίμηση και ως πίεση προς τις εταιρείες να ενσωματώσουν στη στρατηγική τους δείκτες βιωσιμότητας, οι οποίοι πλέον επηρεάζουν την πρόσβαση σε αγορές, χρηματοδοτήσεις και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Ωστόσο, το last mile δεν αφορά μόνο τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις high-tech παραδόσεις. Σε πολλά μέρη του κόσμου, η τελική παράδοση ενός προϊόντος είναι ζήτημα ζωής και όχι απλώς εξυπηρέτησης. Η δυνατότητα μεταφοράς φαρμάκων, τροφίμων ή εμβολίων σε απομακρυσμένες περιοχές της Αφρικής ή της Ασίας είναι βασισμένη σε λύσεις last mile logistics, όπως drones ή κινητές μονάδες διανομής. Η παγκόσμια κοινωνική και υγειονομική δικαιοσύνη περνάει μέσα από τη δυνατότητα πρόσβασης. Και η πρόσβαση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εφοδιαστική αλυσίδα, και κυρίως από την τελευταία της φάση.
Το “τελευταίο μίλι” είναι τελικά πολλά περισσότερα από μια απλή διαδρομή. Είναι η στιγμή της αλήθειας για κάθε επιχείρηση, είναι η τελική εντύπωση του πελάτη, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ψηφιακό κόσμο των αγορών και την πραγματική καθημερινότητα. Εκεί δοκιμάζεται η ικανότητα μιας επιχείρησης να σταθεί ανταγωνιστικά, να κινηθεί με ευελιξία και να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης.
Όποιος κατακτήσει πλήρως το last mile, δεν κερδίζει μόνο μια διανομή – κερδίζει τον πελάτη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.