Οι διακοπές χωρίς Wi-Fi, χωρίς email, χωρίς ειδοποιήσεις, μετατρέπονται, σταδιακά, από εναλλακτική, ή και εκκεντρική επιλογή, σε οργανωμένη τάση που κερδίζει έδαφος.
Μπορεί για κάποιους από μας, να μοιάζει με σκηνή από ταινία που δε συμβαίνει στο πραγματικό κόσμο, όμως, πράγματι οι επιχειρήσεις, από ξενοδοχειακούς ομίλους, μέχρι τεχνολογικούς κολοσσούς αντιλαμβάνονται την αξία της ψυχικής υγείας και της ψηφιακής αποτοξίνωσης και την ευνοούν για τους εργαζόμενους τους.
Digital detox tourism
Το 2024, η παγκόσμια αγορά ψηφιακής αποτοξίνωσης ή digital detox tourism, αποτιμήθηκε στα 982 εκατομμύρια δολάρια. Η εκτίμηση για τα επόμενα χρόνια είναι εξίσου εντυπωσιακή, αφού έως το 2027 αναμένεται να ξεπεράσει τα 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, που αγγίζει ή και ξεπερνά το 12%. Πίσω από αυτούς τους αριθμούς δεν κρύβεται απλώς ένα νέο τουριστικό προϊόν, αλλά η βαθιά επιθυμία μιας παγκόσμιας, εξαντλημένης κοινωνίας να πατήσει το pause. Αναδυόμενες εταιρείες και concept-platforms, όπως η Unplugged στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Getaway στις Ηνωμένες Πολιτείες και η Slow Cabins στο Βέλγιο, έχουν ήδη κερδίσει την προσοχή ενός νέου, πολυσυλλεκτικού κοινού. Πρόκειται για άτομα, που δεν αναζητούν απλώς χαλάρωση, αλλά ενεργά επιδιώκουν την αποσύνδεση, μένοντας χωρίς Wi-Fi, χωρίς τηλεόραση, σε απομακρυσμένα ξύλινα σπίτια, μέσα στη φύση, με περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση σε ηλεκτρονικές συσκευές. Δεν είναι σπάνιο τα καταλύματα αυτά να προσφέρουν κουτιά ψηφιακής κατάθεσης ή digital lockboxes, μέσα στα οποία οι επισκέπτες τοποθετούν τα κινητά τους με την υπόσχεση πως θα ξεκλειδωθούν μόνο στο τέλος της διαμονής. Η μεταστροφή αυτή ενισχύεται από τα στατιστικά της American Psychological Association , τα οποία αποτυπώνουν με ακρίβεια την πίεση του σύγχρονου επαγγελματικού βίου. Σύμφωνα με σχετική έρευνα, το 82% των εργαζομένων στις ΗΠΑ δηλώνουν ότι αισθάνονται έντονη την ανάγκη να αποσυνδεθούν πλήρως κατά τη διάρκεια των διακοπών τους —να μην έχουν καμία επαφή με email, Slack, Zoom ή οποιαδήποτε ειδοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, μόνο το 27% καταφέρνει πραγματικά να το πράξει. Η πλειονότητα αναφέρει ότι υποκύπτει στον πειρασμό να ελέγχει μηνύματα, να απαντά σε κλήσεις ή να κάνει scrolling στα social media, ακυρώνοντας την ανακουφιστική δύναμη της ανάπαυσης.
Η αποσύνδεση και ως εταιρική στρατηγική
Δεν πρόκειται απλώς για μια μόδα που ακολουθεί την κουλτούρα του wellness, αλλά για μια απάντηση σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο υπερκόπωσης. Η τουριστική βιομηχανία, αλλά και ευρύτερα οι κλάδοι φιλοξενίας και τεχνολογίας, αναγνωρίζουν πλέον ότι ο «ψηφιακός κορεσμός» είναι πραγματικός και επικίνδυνος. Και ακριβώς η ανάγκη γίνεται η αιτία για να σχεδιαστούν προϊόντα, εμπειρίες και υπηρεσίες που προσφέρουν όχι μόνο απόδραση, αλλά ψυχική ηρεμία. Το digital detox δεν απευθύνεται μόνο σε όσους επιθυμούν να χαλαρώσουν, αλλά και σε εκείνους που θέλουν να επανασυνδεθούν με τον εαυτό τους, την οικογένειά τους ή τη φύση, με έναν τρόπο ουσιαστικό, πέρα από οθόνες και pixels. Σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος ξεκούρασης τείνει να είναι τόσο ψηφιοποιημένος όσο και η εργασία, η απουσία σήματος γίνεται το νέο προνόμιο. Μεγάλες πολυεθνικές, όπως η Google και η Microsoft, επενδύουν πλέον σε retreat centers, όπου οι εργαζόμενοι ενθαρρύνονται να «καθαρίσουν» το μυαλό τους μέσω mindfulness, yoga και ημερών χωρίς συσκευές. Το 2023, η SAP αφιέρωσε 18 εκατομμύρια ευρώ για την επέκταση των προγραμμάτων employee wellness, δίνοντας έμφαση σε εβδομαδιαίες «ψηφιακές νηστείες», όπως αποκαλούν την αποχή από πάσης φύσεως δικτύωση. Η Airbnb έχει καταγράψει αύξηση 216% στις κρατήσεις για «off-grid» καταλύματα από το 2021 έως το 2024, ενώ πάνω από 3 εκατομμύρια χρήστες της πλατφόρμας φιλτράρουν πλέον τα αποτελέσματα με βάση την απουσία Wi-Fi. Παράλληλα, resort όπως το Eremito στην Ιταλία ή το Shou Sugi Ban House στη Νέα Υόρκη επιβάλλουν σιωπή, απαγόρευση κινητών και πλήρη αποσύνδεση ως μέρος της εμπειρίας — με κόστος που συχνά ξεπερνά τα 800 ευρώ ανά διανυκτέρευση.
Ψυχική υγεία και οικονομική λογική
Τα κόστη της επαγγελματικής εξουθένωσης ή burnout, στην παγκόσμια οικονομία ξεπερνούν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε απώλεια παραγωγικότητας, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η συσχέτιση ανάμεσα στην υπερβολική συνδεσιμότητα και τη μείωση της ψυχικής ανθεκτικότητας οδηγεί τις εταιρείες σε στρατηγικές επένδυσης σε πιο ήσυχες μορφές φιλοξενίας, καθώς και στην ενίσχυση της λεγόμενης «ψηφιακής αποτοξίνωσης» εντός της εταιρικής κουλτούρας. Η Deloitte αναφέρει πως οι εταιρείες που ενσωματώνουν πρακτικές αποσύνδεσης και wellbeing σημειώνουν 2,3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να κατατάσσονται ως «εταιρείες υψηλής απόδοσης» στον δείκτη εμπιστοσύνης εργαζομένων. Από τη στιγμή που η ψυχική ευεξία μετατρέπεται σε δείκτη ανταγωνιστικότητας, οι διακοπές χωρίς Wi-Fi παύουν να είναι απλώς επιλογή του ταξιδιώτη και γίνονται επενδυτικό εργαλείο.
Όχι τόσο πολυτέλεια, όσο αναγκαιότητα
Τα όρια ανάμεσα στον επαγγελματικό και προσωπικό χρόνο έχουν διαγραφεί και οι εργαζόμενοι ανά τον πλανήτη, το έχουν πάρει απόφαση. Η συνεχής συνδεσιμότητα, η εργασία απόσταση και η κουλτούρα της διαρκούς διαθεσιμότητας έχουν μετατρέψει την καθημερινότητα των εργαζομένων σε μια αγχώδη διαρκή προσπάθεια του να ανταπεξέλθουν σε υποχρεώσεις. Και πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, εξαντλούνται σωματικά και ψυχικά. Η ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της σχέσης με την τεχνολογία δεν αποτελεί πλέον ιδεολογική ή θεωρητική συζήτηση περί ψηφιακής ηθικής αλλά είναι μια επιτακτική, καθημερινή ανάγκη, βαθιά πρακτική, σχεδόν υπαρξιακή.
Οι διακοπές χωρίς Wi-Fi δεν είναι ένα εφήμερο lifestyle trend ή ένα ακόμη προϊόν για ευκατάστατους τυχερούς, αλλά μια επένδυση στην ανθρώπινη ανθεκτικότητα και στην ψυχική ισορροπία. Και όπως κάθε ουσιαστική επένδυση, δεν αφορά μόνο το άτομο αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις, που ανακαλύπτουν πως η πραγματική ευημερία άρα και η μακροπρόθεσμη απόδοση, ξεκινά από εκεί που σταματούν τα notifications.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.