Στην αγορά, ο κανόνας της προσφοράς και της ζήτησης είναι αυτός που καθορίζει την διαμόρφωση των τιμών και των επενδυτικών εξελίξεων, και σε καμία περίπτωση δεν θα αποτελούσε εξαίρεση η αγορά οικοπέδων. Μόνο που δεν περιορίζεται σε αυτόν τον κανόνα, αλλά προστίθενται κι επιμέρους τομείς, όπως είναι οι ανατιμήσεις των οικοδομικών υλικών και οι αλλαγές που γίνονται στο θεσμικό πλαίσιο δόμησης.
Το 2024, παρά τις εντεινόμενες προκλήσεις που επιβαρύνουν το κόστος ανάπτυξης νέων ακινήτων, η αγορά γης εμφανίζει σημαντική αντοχή, γεγονός που αποδίδεται, κυρίως, στη διαχρονική έλλειψη επαρκούς προσφοράς ποιοτικών οικοπέδων, ιδιαίτερα σε περιοχές υψηλής ζήτησης και τουριστικού ενδιαφέροντος.
Στην Αττική, που αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της ελληνικής αγοράς ακινήτων, οι τιμές οικοπέδων διατήρησαν την ανοδική τους τάση, αν και ο ρυθμός αύξησης εμφανίζει πλέον εμφανή επιβράδυνση. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Αξιών Οικοπέδων της Geoaxis, το 2024 καταγράφηκε μέση ετήσια αύξηση 5,6%, χαμηλότερη σε σχέση με το 2023, όπου η αντίστοιχη άνοδος είχε φτάσει στο 9%. Αυτή η επιβράδυνση ερμηνεύεται ως ένδειξη σταδιακής ωρίμανσης της αγοράς, με τους αγοραστές και τους επενδυτές να εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί και να στρέφονται πλέον σε περιοχές με αποδεδειγμένη ζήτηση και σταθερή εμπορικότητα.
Περιοχές όπως οι Αμπελόκηποι, ο Χολαργός, το Παλαιό Φάληρο και το Μαρούσι συνεχίζουν να συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τόσο για ιδιοκατοίκηση όσο και για επενδυτικούς σκοπούς, ωστόσο ακόμα και σε αυτές τις αγορές, οι συμφωνίες αντιπαροχής παρουσιάζουν σημάδια συγκράτησης, με εκτιμήσεις για πτώση έως και 5% στα προσφερόμενα ποσοστά αντιπαροχής, αν δεν επανέλθει κάποιο ευνοϊκότερο θεσμικό καθεστώς δόμησης. Επιπλέον, η κατάργηση των παλαιών «μπόνους» επιφάνειας έχει περιορίσει σημαντικά τη δομήσιμη επιφάνεια, επιτείνοντας τις πιέσεις στα ποσοστά αντιπαροχής και μειώνοντας περαιτέρω τις ανταλλαγές γης για κατοικίες.
Στη Θεσσαλονίκη, η αγορά οικοπέδων παρουσίασε αντίστοιχα αυξητικές τάσεις, με έμφαση σε περιοχές με ισχυρή και διαχρονική ζήτηση όπως η Καλαμαριά, η Πυλαία, η Τούμπα και το κέντρο. Η έλλειψη οικοδομήσιμων οικοπέδων σε αυτές τις περιοχές έχει ανεβάσει τις τιμές, ενώ η γενικότερη ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας και οι μεγάλες αναπλάσεις στον Θερμαϊκό και τη δυτική Θεσσαλονίκη έχουν ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα, η εικόνα διαφοροποιείται έντονα ανά περιοχή. Σε τουριστικές και παραθαλάσσιες περιοχές, όπως το Ναύπλιο, η Καλαμάτα, η Κέρκυρα, η Ρόδος και η Πάρος, η αγορά οικοπέδων παρουσιάζει ισχυρή ζήτηση και οι τιμές καταγράφουν υψηλές αποδόσεις, τροφοδοτούμενες κυρίως από τη ζήτηση για τουριστικές επενδύσεις, εξοχικές κατοικίες και σύνθετες τουριστικές υποδομές. Οι επενδύσεις σε βίλες, τουριστικές κατοικίες και ξενοδοχειακές μονάδες κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον για γη, με τις τιμές να κινούνται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Παράλληλα, αυξημένο ενδιαφέρον καταγράφεται και για τη μίσθωση αγροτεμαχίων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάρκων, με τις ετήσιες αποδόσεις να θεωρούνται ιδιαίτερα ελκυστικές για τους ιδιοκτήτες.
Αντίθετα, σε αγορές της ηπειρωτικής Ελλάδας που δεν διαθέτουν ισχυρό αστικό ή τουριστικό αποτύπωμα, όπως η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία και η Θράκη, οι τιμές των οικοπέδων παραμένουν πιο συγκρατημένες και, σε πολλές περιπτώσεις, υπολείπονται των αντίστοιχων προ κρίσης επιπέδων. Εντούτοις, ακόμα και σε αυτές τις περιοχές παρατηρείται αυξημένη ζήτηση για εκτάσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν για αγροτικές, ενεργειακές ή τουριστικές χρήσεις.
Οι εκτιμήσεις για το 2025 κάνουν λόγο για περαιτέρω συνέχιση της ανοδικής τάσης των τιμών οικοπέδων σε πανελλαδικό επίπεδο, ωστόσο με σαφώς ηπιότερους ρυθμούς από τα προηγούμενα χρόνια. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι η αγορά γης θα εισέλθει σε φάση σταθεροποίησης, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης της ζήτησης από Έλληνες αγοραστές και της αύξησης του κόστους δανεισμού, αλλά και εξαιτίας της συγκράτησης της οικοδομικής δραστηριότητας που προκαλεί το νέο θεσμικό περιβάλλον δόμησης. Σε αυτό το πλαίσιο, αναμένεται οι επενδυτές να επιδείξουν πιο «επιλεκτικές» συμπεριφορές, εστιάζοντας σε περιοχές με προστιθέμενη αξία, αναπτυξιακές προοπτικές και συγκριτικό πλεονέκτημα στην τουριστική ή επαγγελματική αγορά.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι συμφωνίες αντιπαροχής θα συνεχίσουν να ασκούνται υπό πίεση, με τα ποσοστά να παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα από εκείνα της περιόδου πριν το 2006, καθώς ο συνδυασμός υψηλού κόστους κατασκευής και περιορισμένης επιφάνειας δόμησης περιορίζει τις δυνατότητες προσφοράς ελκυστικών όρων από πλευράς κατασκευαστών. Ωστόσο, η βασική σταθερά της αγοράς παραμένει, με έντονη έλλειψη προσφοράς άρτιων και οικοδομήσιμων οικοπέδων, γεγονός που, σύμφωνα με τους περισσότερους αναλυτές, θα συνεχίσει να λειτουργεί ως «μαξιλάρι» προστασίας των αξιών, αποτρέποντας το ενδεχόμενο απότομων διορθώσεων, τουλάχιστον για το προσεχές έτος.
Ουσιαστικά, το 2025 αναμένεται να είναι μια χρονιά μετάβασης και εξισορρόπησης για την ελληνική αγορά οικοπέδων, με τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης να αναδιαμορφώνουν σταδιακά το τοπίο, οδηγώντας σε μια πιο ώριμη, στοχευμένη και ποιοτική φάση ανάπτυξης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.