Η Ζάκυνθος, το πανέμορφο νησί του Ιονίου με τις διάσημες παραλίες και την μοναδική και ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά, σύμφωνα με μελέτη του βρετανικού οργανισμού Which? Travel, κατέχει την πρώτη θέση των πιο κορεσμένων ευρωπαϊκών προορισμών, όπου αναλογούν 150 τουρίστες για… κάθε κάτοικο!
Ο όρος «υπερτουρισμός» χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των επισκεπτών σε έναν προορισμό υπερβαίνει τις δυνατότητες φιλοξενίας του τόπου, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων, την εμπειρία των τουριστών και τη βιωσιμότητα του περιβάλλοντος. Όπως σχολιάζει ο Ρόρι Μπόλαντ, επιμελητής της έκθεσης του Which? Travel, «είναι φανερό πως για ορισμένους προορισμούς έχει φτάσει το σημείο καμπής και η τουριστική ανάπτυξη πλέον επιβαρύνει περισσότερο απ’ όσο ωφελεί». Η Ζάκυνθος, σύμφωνα με το δημοσίευμα της Gurdian, που ασχολήθηκε με το μεγάλο θέμα, παρά τα φυσικά και πολιτιστικά της χαρίσματα, φαίνεται πως γίνεται παράδειγμα προς αποφυγή όσον αφορά την απουσία στρατηγικής διαχείρισης του τουριστικού της φορτίου.
Τα πλέον κορεσμένα τουριστικά μέρη της Ευρώπης
Πίσω από τη Ζάκυνθο στη λίστα των περιοχών με τη μεγαλύτερη αναλογία τουριστών ανά κάτοικο ακολουθεί η Ίστρια στην Κροατία, όπου 133.467 διανυκτερεύσεις σημειώνονται ανά 1.000 κατοίκους, και η Φουερτεβεντούρα στα Κανάρια Νησιά, με 118.720 διανυκτερεύσεις ανά 1.000 κατοίκους. Μιλάμε για ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο λοιπόν, που καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα, η βιομηχανία του τουρισμού σε μια ήπειρο όπου τα ταξίδια είναι εύκολα, φθηνά και συνεχώς αυξανόμενα. Μα ούτε οι Ευρωπαϊκές πόλεις αντέχουν πια, με την έκθεση να καταγράφει και τις πιο πυκνοκατοικημένες, τουριστικά, περιοχές στην Ευρώπη με βάση τον αριθμό διανυκτερεύσεων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, όπου στη κορυφή βρίσκεται το Παρίσι με 418.280 διανυκτερεύσεις ανά τ.χλμ. Ακολουθει το κέντρο της Αθήνας με 88.535 διανυκτερεύσεις ανά τ.χλμ και έπεται η Κοπεγχάγη με 63.944 διανυκτερεύσεις στο τ.χλμ. Η Αθήνα συγκαταλέγεται πλέον στους πιο πυκνούς τουριστικούς κόμβους της Ευρώπης, κάτι που επιβεβαιώνει την ανοδική τροχιά της πρωτεύουσας ως city break προορισμός, αλλά και τους κινδύνους, που αυτό φέρει, από την απουσία υποδομών σε περιοχές με, ήδη, επιβαρυμένο πολεοδομικό ιστό.
Από την πολυσύχναστη Μαγιόρκα στο ερημικό Γιαν Μάγεν
Η μελέτη του Which? Travel αναδεικνύει με σαφήνεια τις μεγάλες αντιθέσεις στην τουριστική κίνηση ανά την Ευρώπη — από τους εξαιρετικά πολυσύχναστους κόμβους μαζικού τουρισμού έως τους σχεδόν άγνωστους και ανέγγιχτους προορισμούς, που παραμένουν στο περιθώριο της τουριστικής βιομηχανίας. Στην κορυφή της λίστας των προορισμών με τις περισσότερες συνολικές διανυκτερεύσεις βρίσκεται η Μαγιόρκα, το ισπανικό νησί που καταγράφει 51,1 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις ετησίως. Ακολουθεί το Παρίσι, με 43,9 εκατομμύρια, και η Ρώμη με 41,1 εκατομμύρια. Πρόκειται για τουριστικούς γίγαντες της ηπείρου, που προσελκύουν εκατομμύρια ταξιδιώτες από κάθε γωνιά του κόσμου, δημιουργώντας μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση κορεσμού, ειδικά τους θερινούς μήνες. Στον αντίποδα, απολύτως χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γιαν Μάγεν — ενός μικρού, απομονωμένου νησιού στον Αρκτικό Κύκλο, που ανήκει στη Νορβηγία. Το Γιαν Μάγεν καταγράφει μηδενικές τουριστικές διανυκτερεύσεις. Ο λόγος δεν είναι η έλλειψη φυσικής ομορφιάς, μιας και το τοπίο του χαρακτηρίζεται ως άγριο και μεγαλειώδες, αλλά το γεγονός ότι η πρόσβαση στο νησί είναι αυστηρά περιορισμένη και επιτρέπεται μόνο με ειδική άδεια από τις νορβηγικές αρχές. Δεν υπάρχουν τουριστικές υποδομές, ξενοδοχεία ή μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ οι μοναδικοί κάτοικοι είναι στρατιωτικοί και μετεωρολόγοι που εργάζονται στο πλαίσιο της εθνικής άμυνας και της επιστημονικής παρακολούθησης της περιοχής. Η αντίθεση ανάμεσα στη Μαγιόρκα και το Γιαν Μάγεν αποκαλύπτει τη διττή όψη της τουριστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη: από τη μία, περιοχές που έχουν μετατραπεί σε «τουριστικά εργοστάσια», με τεράστια οικονομική εξάρτηση από την επισκεψιμότητα και, πολλές φορές, με σοβαρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες και από την άλλη, τόποι που παραμένουν έξω από τον παγκόσμιο χάρτη του τουρισμού, είτε λόγω γεωγραφικής απομόνωσης, είτε χάρη σε πολιτικές διαχείρισης και διατήρησης της φυσικής και πολιτισμικής τους ιδιαιτερότητας. Ενδεικτικές είναι και άλλες περιοχές με εξαιρετικά χαμηλό τουριστικό αποτύπωμα, όπως η επαρχία Τελεορμάν στη Ρουμανία, που κατέγραψε μόλις 6.983 διανυκτερεύσεις, ή η Ζασάβσκα της Σλοβενίας με 22.990. Στη Νορβηγία, τα νησιά Σβάλμπαρντ παρουσιάζουν έναν εξίσου περιορισμένο αριθμό επισκεπτών, με μόλις 2,4 διανυκτερεύσεις ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Η καταγραφή αυτών των ακραίων διαφορών δεν έχει μόνο στατιστικό ενδιαφέρον. Θέτει επί τάπητος το ερώτημα της ισόρροπης τουριστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη για το πώς μπορούν οι υπερφορτωμένοι προορισμοί να αποσυμφορηθούν, και πώς μπορούν οι λιγότερο γνωστές περιοχές να αναδειχθούν, χωρίς να χάσουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητά τους. Διότι, όπως υπογραμμίζουν και οι ειδικοί, ο τουρισμός δεν είναι από μόνος του πρόβλημα, αλλά γίνεται πρόβλημα όταν αναπτύσσεται άναρχα και χωρίς σχέδιο.
Όταν ο τουρισμός γίνεται βάρος και γιατί κάποιοι προορισμοί «λυγίζουν» και άλλοι αντέχουν
Ο τουρισμός μπορεί να είναι μοχλός ανάπτυξης, πηγή εσόδων, προβολής και πολιτισμικής εξωστρέφειας για έναν τόπο, αλλά όταν ξεπερνά τα φυσικά, κοινωνικά και υποδομικά όρια μιας περιοχής, μετατρέπεται σε παράγοντα πίεσης, με συνέπειες που δεν είναι μόνο αισθητές αλλά και συχνά μη αναστρέψιμες. Το πρόβλημα, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ρίτσαρντ Μπάτλερ από το Πανεπιστήμιο Strathclyde στη Σκωτία, δεν είναι ο τουρισμός ο ίδιος αλλά η έλλειψη στρατηγικής διαχείρισής του. Δεν φταίει ο επισκέπτης αλλά η απουσία σχεδίου υποδοχής και όπως χαρακτηριστικά εξηγεί, πόλεις όπως η Βαρκελώνη και το Ντουμπρόβνικ αντιμετωπίζουν εντονότατες πιέσεις γιατί αφέθηκαν να εξαρτώνται αποκλειστικά από τον τουρισμό χωρίς να αναπτύξουν εναλλακτικά οικονομικά στηρίγματα, ούτε κάποιο μακροπρόθεσμο σχέδιο βιώσιμης διαχείρισης των επισκεπτών τους. Καμία πολιτική δεν μπήκε μπροστά για να ελέγξει την ανεξέλεγκτη τουριστική ροή, ούτε υπήρξε ένα όριο ή ένας σχεδιασμός που να προστατεύει τη φυσιογνωμία της πόλης, την ποιότητα ζωής των κατοίκων της ή την φέρουσα ικανότητα των δημόσιων υποδομών. Η τουριστική πίεση έγινε τρόπος ζωής, με συνέπειες που φτάνουν από την εκτίναξη των ενοικίων έως την πολιτιστική ομογενοποίηση και την αλλοίωση του δημόσιου χώρου. Αντίθετα, προορισμοί όπως το Λας Βέγκας και το Ορλάντο στις Ηνωμένες Πολιτείες σχεδιάστηκαν εξαρχής με μοναδικό στόχο την υποδοχή και εξυπηρέτηση μεγάλου αριθμού επισκεπτών. Δεν «έτυχε» να γίνουν τουριστικά αλλά «γεννήθηκαν» ως τέτοια, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη υποδομών, πολιτικών και θεσμών προσαρμοσμένων στις ανάγκες μιας συνεχούς και εντατικής τουριστικής ροής. Οι πόλεις αυτές διαθέτουν οργανωμένα συστήματα μεταφορών, ελεγχόμενες ζώνες ανάπτυξης, υψηλή αυτοματοποίηση στη διαχείριση υπηρεσιών και κυρίως γνώση διαχείρισης τουριστικού πλήθους, που τους επιτρέπει να διατηρούν μια σταθερή λειτουργία, ακόμη και υπό πίεση. Στον ευρωπαϊκό χώρο, όμως, πολλές μικρές πόλεις ή παραδοσιακοί οικισμοί δεν διαθέτουν τα μέσα ή τις δομές για να ανταποκριθούν στον όγκο των επισκεπτών που προσελκύουν χάρη στη φυσική ομορφιά ή την ιστορική τους σημασία. Αυτή η ανισορροπία οδηγεί στην υπερφόρτωση. Γι’ αυτό και η συζήτηση για τον υπερτουρισμό δεν είναι απλώς θέμα αριθμών αλλά θέμα αντοχών και σχεδιασμού.
Στρέφοντας το βλέμμα εκεί που δεν έχει ακόμα κύματα τουριστών
Σε αυτό το πλαίσιο, η Which? Travel επιλέγει να στρέψει το βλέμμα και προς την άλλη πλευρά, εκεί όπου ο τουρισμός δεν έχει ακόμα ξεσπάσει, όπου η αυθεντικότητα δεν έχει παραδοθεί στην τουριστική βιομηχανία και οι κοινότητες διατηρούν ακόμη τον δικό τους ρυθμό ζωής. Ανάμεσα στους προορισμούς με τη χαμηλότερη αναλογία επισκεπτών ανά μόνιμο κάτοικο περιλαμβάνεται το Τάργκοβιστε της Βουλγαρίας, με μόλις 332 διανυκτερεύσεις για κάθε 1.000 κατοίκους. Η πόλη, κάποτε πρωτεύουσα της Βλαχίας και στενά συνδεδεμένη με την ιστορία του Βλαν Τσέπες, διατηρεί ένα πλούσιο ιστορικό αποτύπωμα αλλά παραμένει στο περιθώριο του ευρωπαϊκού τουριστικού χάρτη. Ακόμη πιο ήσυχο είναι το Ρίμπνικ, στη νότια Πολωνία, με 351 διανυκτερεύσεις ανά 1.000 κατοίκους. Ένας αστικός κόμβος με βιομηχανικό παρελθόν, που ωστόσο προσφέρει πράσινα πάρκα, πολιτιστικά φεστιβάλ και πρόσβαση σε περιοχές φυσικού κάλλους, χωρίς όμως να δέχεται το βάρος των μαζών. Στην Ιταλία, η μικρή πόλη Μπενεβέντο στην Καμπανία καταγράφει 398 διανυκτερεύσεις ανά 1.000 κατοίκους. Βυζαντινά τείχη, ρωμαϊκές αψίδες, μοναστήρια και γαστρονομική παράδοση που δεν έχει ακόμα μπει στο μικροσκόπιο των ταξιδιωτικών influencers κάνουν την πόλη αυτή έναν σπάνιο συνδυασμό αυθεντικότητας και ιστορίας. Αυτοί οι προορισμοί μπορεί να μην εμφανίζονται σε κορυφαίες ταξιδιωτικές λίστες ή φωτογραφίες με hashtags στο Instagram αλλά ακριβώς γι’ αυτό προσφέρουν μια διαφορετική εμπειρία — λιγότερο εμπορευματοποιημένη, πιο ανθρώπινη και δυνητικά πιο βιώσιμη. Η προώθηση τέτοιων περιοχών θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μιας νέας τουριστικής φιλοσοφίας, που σέβεται τα όρια κάθε τόπου και δημιουργεί ένα πιο ισορροπημένο ευρωπαϊκό τουριστικό οικοσύστημα.
Τελικά, η απάντηση στον υπερτουρισμό, ίσως να μην βρίσκεται στον περιορισμό των μετακινήσεων, αλλά στην καλύτερη κατανομή τους και μπορεί η συζήτηση για τον τουρισμό να μην αφορά πια μόνο τους αριθμούς, αλλά την ποιότητα και τις σωστές επιλογές.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.