Ο ελληνικός τουρισμός διανύει το 2025 με θετικές προσδοκίες, αλλά και με νέες απαιτήσεις. Ύστερα από μια δεκαετία συνεχούς ανόδου, κατά την οποία οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 63% και διαδοχικά ρεκόρ καταγράφηκαν σε επίπεδο επισκεψιμότητας και εσόδων, το ερώτημα πλέον δεν είναι αν ο τουρισμός θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά πώς μπορεί να το κάνει με τρόπο βιώσιμο και στρατηγικά στοχευμένο.
Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι η ποσοτική επέκταση, αλλά η μετάβαση σε ένα μοντέλο που θα στηρίζεται στην ποιότητα, την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, τη γεωγραφική διασπορά της ζήτησης και τη διαφοροποίηση του προσφερόμενου προϊόντος.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η νέα μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, στο πλαίσιο της σειράς «Τάσεις του επιχειρείν», αναδεικνύει δύο βασικούς άξονες πάνω στους οποίους θα πρέπει να στηριχτεί η τουριστική στρατηγική της χώρας, δηλαδή, την ενίσχυση των αγορών μακρινών αποστάσεων (long-haul) και την ενεργή αξιοποίηση εναλλακτικών προορισμών. Οι δύο αυτοί πυλώνες, εφόσον ενσωματωθούν στον σχεδιασμό μεθοδικά, μπορούν να οδηγήσουν την ελληνική τουριστική οικονομία σε ένα πιο ανθεκτικό και πολυδιάστατο μοντέλο ανάπτυξης.
Οι προβλέψεις για το 2025 παραμένουν αισιόδοξες, με εκτιμώμενη αύξηση αφίξεων κατά 3% έως 5%, ακολουθώντας τη γενική παγκόσμια τάση. Την τάση αυτή ενισχύουν τόσο τα επίσημα στοιχεία αεροπορικής κίνησης, με τις αφίξεις να αυξάνονται κατά 10% το πρώτο τετράμηνο του έτους και τις προγραμματισμένες θέσεις για το διάστημα Μαΐου-Οκτωβρίου να εμφανίζουν αύξηση 4% όσο και οι προσδοκίες των ίδιων των επιχειρηματιών του τουρισμού. Έρευνα της Εθνικής σε μικρομεσαίες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις δείχνει ότι οι περισσότεροι προβλέπουν άνοδο στις αφίξεις κατά περίπου 5%. Ωστόσο, αυτή η θετική προοπτική συνοδεύεται και από έντονη αβεβαιότητα, κυρίως λόγω των συνεχιζόμενων γεωπολιτικών εντάσεων και της εύθραυστης οικονομικής εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις βασικές ευρωπαϊκές αγορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις κύριες χώρες προέλευσης παραμένει 5 μονάδες κάτω από τον ιστορικό μέσο όρο.
Ένα από τα πιο κρίσιμα στρατηγικά στοιχήματα για την επόμενη δεκαετία είναι η ενίσχυση των αφίξεων από μακρινές αγορές. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτές οι αγορές αναμένεται να συνεισφέρουν σχεδόν το 50% της παγκόσμιας αύξησης του τουρισμού ως το 2035. Για την Ελλάδα, η προσέλκυση long-haul τουριστών δεν αποτελεί μόνο πηγή νέων εσόδων, αλλά και εργαλείο για την αντιμετώπιση της εποχικότητας και την αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν δαπάνης. Ήδη, η αγορά των ΗΠΑ δείχνει να ενισχύεται σημαντικά. Το ποσοστό των Αμερικανών επισκεπτών αυξήθηκε στο 7% το 2025, από 6% την προηγούμενη χρονιά, ενώ παρουσιάζει δύο στρατηγικά πλεονεκτήματα. Πρώτον, σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί ταξιδεύουν εκτός της θερινής περιόδου Ιουλίου-Σεπτεμβρίου (σε αντίθεση με μόλις το 1/3 των Ευρωπαίων), και δεύτερον, η μέση δαπάνη τους ανά επίσκεψη είναι υπερδιπλάσια από εκείνη των υπόλοιπων τουριστών, σημειώνοντας αύξηση 19% τον φετινό χειμώνα σε πραγματικούς όρους.
Η θετική αυτή δυναμική υποστηρίζεται και από την ενίσχυση των απευθείας αεροπορικών συνδέσεων. Οι πτήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την Ελλάδα το καλοκαίρι του 2025 φτάνουν τις 100 εβδομαδιαίως, σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο. Αντίστοιχα, οι συνδέσεις με την Κίνα αυξήθηκαν σημαντικά, φτάνοντας τις 12 πτήσεις την εβδομάδα, έναντι μόλις λίγων πριν από μερικά χρόνια.
Στον εσωτερικό τουριστικό χάρτη, η ανταπόκριση των ελληνικών προορισμών διαφέρει σημαντικά. Οι ώριμοι προορισμοί, όπως η Κρήτη, οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα και η Χαλκιδική, έχουν υιοθετήσει πιο δομημένες στρατηγικές. Πάνω από τα δύο τρίτα των ξενοδοχείων στις περιοχές αυτές έχουν επενδύσει την τελευταία τριετία, με έμφαση στην επέκταση –είτε μεμονωμένα είτε μέσω συνεργειών– και στην αναβάθμιση των υποδομών τους. Παράλληλα, περίπου οι μισές επιχειρήσεις έχουν προχωρήσει σε κινήσεις όπως η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών, η ενεργειακή αναβάθμιση και η ενσωμάτωση τοπικών εμπειριών στην τουριστική πρόταση.
Αντίθετα, οι λιγότερο τουριστικά ανεπτυγμένες περιοχές παρουσιάζουν σημαντική υστέρηση, τόσο στην αναπτυξιακή τους κινητικότητα όσο και στην προσαρμογή τους στα νέα πρότυπα ζήτησης. Συγκεκριμένα, η δυναμικότητά τους σε ό,τι αφορά στρατηγικές επέκτασης περιορίζεται περίπου στο ένα τρίτο εκείνης των ώριμων περιοχών, ενώ μόλις το ήμισυ των ξενοδοχείων προχωρά σε πρωτοβουλίες προσαρμογής στις σύγχρονες ταξιδιωτικές τάσεις.
Παρότι αυτή η υστέρηση αποτελεί πρόκληση, προσφέρει, όμως, και μια ευκαιρία. Οι περιοχές αυτές έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πιο αυθεντικές, εναλλακτικές και βιωματικές εμπειρίες, που ταιριάζουν απόλυτα με τις νέες ανάγκες των ταξιδιωτών διεθνώς. Εφόσον ακολουθήσουν το παράδειγμα των ώριμων προορισμών και ενισχύσουν τις υποδομές τους με στοχευμένες επενδύσεις και σύγχρονη στρατηγική, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη νέα δύναμη του ελληνικού τουρισμού.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.