Η εικόνα της Γερμανίας ως έθνους πειθαρχημένων, εργατικών και σχεδόν ρομποτικά παραγωγικών πολιτών έχει τις ρίζες της στην πολιτισμική μυθολογία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Όμως η πραγματικότητα του 2025, όπως την αποτυπώνουν οι αριθμοί, οι πολιτικές δηλώσεις και οι οικονομικές εκθέσεις, είναι εντελώς διαφορετική.
Η δημοσίευση των Financial Times άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με την ερώτηση, που μας έρχεται, να είναι αναπόφευκτη: είναι τελικά η Γερμανία μια χώρα τεμπέληδων; Ή, πιο σωστά, μια χώρα που επιλέγει να εργάζεται όσο λιγότερο γίνεται και μάλιστα χωρίς ενοχές; Ο νέος καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς καλείται να διαχειριστεί το Γερμανικό παράδοξο: η απασχόληση στη χώρα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, με το 80% του ενεργού πληθυσμού να έχει δουλειά, ποσοστό από τα υψηλότερα ποσοστά στον κόσμο και την ανεργία να παραμένει σταθερά χαμηλή. Και όμως, ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος εργάζεται λιγότερες ώρες, από ποτέ. Όχι συγκριτικά με το παρελθόν μόνο, αλλά και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ. Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Ιταλοί, ούτε καν οι Ισπανοί καθ’ όλα ενοχοποιημένοι επί δεκαετίες ως «τεμπέληδες του Νότου» δεν εργάζονται τόσο λίγο όσο οι Γερμανοί!
Η απάντηση, φυσικά, δεν βρίσκεται στην έλλειψη θέλησης για εργασία, αλλά σε ένα πλέγμα επιλογών πολιτικής, κοινωνικής νοοτροπίας και οικονομικής βολής που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την κατάσταση. Από τις επίσημες αργίες, που φτάνουν τις 13 ετησίως, μέχρι την έκρηξη της μερικής απασχόλησης, που αφορά πλέον στο 30% των εργαζομένων, η γερμανική οικονομία έχει διαμορφωθεί γύρω από την ιδέα ότι είναι καλύτερα να εργάζονται πολλοί, λίγο, παρά λίγοι, πολύ. Πρόκειται για ένα μοντέλο που λειτούργησε υποδειγματικά όσο η χώρα απολάμβανε δημογραφικά πλεονεκτήματα, μια δυνατή εξαγωγική μηχανή και μια σχετική κοινωνική συνοχή.
Όμως τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Μέχρι το 2035, σχεδόν 5 εκατομμύρια εργαζόμενοι, ή αλλιώς το 9% του συνολικού εργατικού δυναμικού, θα έχουν αποσυρθεί από την αγορά, καθώς η γενιά των baby boomers συνταξιοδοτείται μαζικά. Την ίδια ώρα, οι μεταρρυθμίσεις που επιδιώκει η κυβέρνηση Μερτς, όπως καθυστέρηση της συνταξιοδότησης, ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης και ιδιαίτερα της γυναικείας συμμετοχής και αύξηση των ωρών εργασίας, σκοντάφτουν σε πολιτικές και πολιτισμικές αντιστάσεις. Ο ίδιος ο καγκελάριος, στα 69 του, πιθανώς να προσπαθεί να δώσει το προσωπικό του παράδειγμα, αφού είναι σκληρά εργαζόμενος μέχρι τα γεράματα. Είναι όμως αυτό αρκετό για να μεταστραφεί μια εδραιωμένη νοοτροπία δεκαετιών; Ούτε το γερμανικό σχολείο, ούτε η γερμανική επιχείρηση, ούτε καν η γερμανική οικογένεια έχουν εκπαιδευτεί να λειτουργούν με βάση τη μέγιστη παραγωγικότητα. Αντιθέτως, η Γερμανία ανακάλυψε έναν δρόμο σχετικής ευημερίας που βασίστηκε περισσότερο στη σταθερότητα, την αυτοματοποίηση, τις εξαγωγές, και φυσικά στη δημογραφική της άνθηση. Το εργατικό της πρότυπο δεν ήταν ποτέ ο ακούραστος εργάτης, αλλά ο “προνομιούχος” μικρομεσαίος υπάλληλος με 30 μέρες άδεια, υψηλή ασφάλεια και δικαίωμα στην αποσύνδεση.
Τα στατιστικά στοιχεία είναι αμείλικτα και δείχνουν πως ενώ ο αριθμός των εργαζομένων έχει αυξηθεί, κυρίως λόγω μετανάστευσης, αφού οι ξένοι εργαζόμενοι έχουν σχεδόν διπλασιαστεί σε μια δεκαετία και ανέρχονται πλέον στα 6,3 εκατομμύρια, ο μέσος χρόνος εργασίας ανά άτομο πέφτει. Και όχι, δεν φταίει η τεμπελιά των μεταναστών. Αντιθέτως, είναι αυτοί που τείνουν να δουλεύουν περισσότερο, σε πιο απαιτητικές και χειρωνακτικές δουλειές, με λιγότερα δικαιώματα. Η «τεμπελιά» είναι εγχώρια, ενσωματωμένη και με σφραγίδα κοινωνικής αποδοχής. Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία δεν έχει έλλειψη ανθρώπων στην αγορά εργασίας, αλλά έλλειψη εργασιακής έντασης. Το πρόβλημα δεν είναι αριθμητικό, αλλά ποιοτικό. Η κουλτούρα της μερικής απασχόλησης, της πρώιμης συνταξιοδότησης και των χαμηλών ωρών εργασίας έχει διαποτίσει κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής. Οι γυναίκες, που αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων μερικής απασχόλησης, συχνά αποκλείονται από την πλήρη εργασία λόγω έλλειψης δομών για τη φροντίδα των παιδιών. Η παιδική μέριμνα δεν είναι πολυτέλεια, αλλά εργαλείο ανάπτυξης κάτι που οι υπερ-προγραμματισμένες βόρειες κοινωνίες ξεχνούν να ενσωματώσουν στις εξισώσεις τους.
Ο Μερτς, παρά τη φιλοδοξία του για ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους €1 τρισ. που θα χρηματοδοτηθεί με χρέος, ακούει, ήδη, τις προειδοποιήσεις των ειδικών, πως χωρίς αύξηση των εργαζομένων και της έντασης της εργασίας, κανένα σχέδιο δεν θα ευδοκιμήσει. Όπως εύστοχα σημείωσε ο Κλέμενς Φούεστ του ινστιτούτου Ifo «τα λεφτά από μόνα τους δεν χτίζουν δρόμους ή γέφυρες, αλλά χρειαζόμαστε περισσότερους εργαζόμενους». Το πρόβλημα όμως είναι πως αυτοί οι εργαζόμενοι υπάρχουν, απλώς δεν δουλεύουν όσο θα έπρεπε. Ή, πιο σωστά, δεν θέλουν να δουλεύουν όσο θα έπρεπε. Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν οι Γερμανοί είναι τεμπέληδες. Είναι γιατί επέλεξαν να μη χρειάζεται να είναι εργατικοί. Και αυτό το ερώτημα δεν έχει μόνο οικονομικές απαντήσεις. Έχει πολιτισμικές, κοινωνικές, ακόμη και φιλοσοφικές. Γιατί μια κοινωνία που έχει μάθει να επιδοτεί την ηρεμία και την ελεγχόμενη φθορά δεν αναζητά πια την υπέρβαση. Και όταν η υπέρβαση είναι απαραίτητη για να διατηρηθείς στην κορυφή, ο κίνδυνος είναι η πτώση να έρθει όχι από εχθρική εισβολή, αλλά από την ίδια σου τη βολή.
Ίσως τελικά ο Γερμανός να μη χρειάζεται να είναι εργατικός. Αρκεί να έχει μάθει να φαίνεται. Μέχρι να καταρρεύσει η πρόσοψη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.