Τα τελευταία χρόνια, σε μια εποχή όπου η καινοτομία διαμορφώνει όχι μόνο τους όρους της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και της γεωπολιτικής ισχύος, η Ευρώπη εμφανίζεται να μένει πίσω. Η αδυναμία της να υποστηρίξει ουσιαστικά τις καινοτόμες επιχειρήσεις δεν οφείλεται στην έλλειψη ταλέντου ή εκπαιδευτικών υποδομών, σε αυτούς τους τομείς εξακολουθεί να διατηρεί συγκριτικό πλεονέκτημα.
Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε ένα περίπλοκο και ξεπερασμένο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο αντί να ενισχύει την επιχειρηματικότητα, συχνά την εμποδίζει. Ένα πυκνό πλέγμα αυστηρών κανονισμών, γραφειοκρατικών διαδικασιών, δύσκαμπτων κανόνων στην αγορά εργασίας και περιορισμένης πρόσβασης σε χρηματοδοτικά εργαλεία έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον όπου η καινοτομία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, αλλά ασφυκτιά.
Το αποτέλεσμα είναι εμφανές, από την στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει καταφέρει να «γεννήσει» τεχνολογικούς γίγαντες αντίστοιχους της Google ή της Amazon. Η σύγκριση γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η χρηματιστηριακή αξία μόνο της Apple ξεπερνά το σύνολο της γερμανικής κεφαλαιαγοράς. Η απουσία ευρωπαϊκών κολοσσών στον κλάδο της τεχνολογίας δεν είναι απλά σύμπτωμα καθυστερήσεων, αλλά είναι σύμπτωμα αδυναμίας προσαρμογής. Και αυτή η αδυναμία έχει κόστος. Συνδέεται άμεσα με τη χαμηλή αναπτυξιακή δυναμική πολλών κρατών-μελών και με την αυξανόμενη αίσθηση ότι η Ευρώπη παραμένει θεατής στη μεγάλη τεχνολογική επανάσταση του 21ου αιώνα.
Αναλυτές και επενδυτές συμφωνούν ότι τα εμπόδια είναι δομικά. Το ρυθμιστικό πλαίσιο είναι συχνά ασαφές και χρονοβόρο, η αγορά εργασίας δυσκίνητη, τα επενδυτικά κεφάλαια περιορισμένα και η δημογραφική κόπωση προσθέτει έναν επιπλέον περιορισμό στο επιχειρηματικό δυναμικό. Αυτά τα συσσωρευμένα προβλήματα έχουν ως αποτέλεσμα οι περισσότερες ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις να παραμένουν μικρής κλίμακας και τολμηρές μόνο στα σχέδια.
Η εμπειρία του Γερμανού επιχειρηματία Τόμας Οντενβαλντ είναι αποκαλυπτική. Έπειτα από δεκαετίες στη Σίλικον Βάλεϊ, επέστρεψε στην Ευρώπη για να συνδράμει μια γερμανική startup που φιλοδοξούσε να ανταγωνιστεί την OpenAI. Αντί όμως για ένα δυναμικό οικοσύστημα, συνάντησε ανεπαρκείς δεξιότητες, αργές διαδικασίες, ελλιπή κίνητρα για τους εργαζομένους και ένα γενικό κλίμα στασιμότητας. Μέσα σε μόλις δύο μήνες, απογοητευμένος, παραιτήθηκε και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Η ιστορία του καταδεικνύει το βαθύτερο πρόβλημα. Η Ευρώπη, παρότι διαθέτει τη γνώση και το ταλέντο, δεν έχει ακόμα τις δομές που απαιτούνται για να μετατρέψει τη γνώση σε παγκόσμια τεχνολογική ισχύ.
Τα αριθμητικά δεδομένα ενισχύουν αυτή την εικόνα. Οι ευρωπαϊκές επενδύσεις επιχειρηματικών κεφαλαίων στον τομέα της τεχνολογίας φτάνουν μόλις στο ένα πέμπτο αυτών των ΗΠΑ. Από τις 50 κορυφαίες τεχνολογικές εταιρείες στον κόσμο, μόνο τέσσερις είναι ευρωπαϊκές. Καμία από τις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες που επενδύουν στην κβαντική υπολογιστική δεν έχει έδρα στην Ευρώπη. Μέσα σε πέντε δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν από το μηδέν 241 μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες με αποτίμηση άνω των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η Ευρώπη, μόλις 14.
Ακόμα κι αν διαθέτει μερικά από τα καλύτερα πανεπιστήμια και ένα ευρύ δίκτυο επιστημόνων και μηχανικών, η ευρωπαϊκή οικονομία αναπτύσσεται με σαφώς μικρότερη ταχύτητα σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η οικονομία της Ε.Ε. είναι κατά περίπου ένα τρίτο μικρότερη από την αμερικανική και μεγαλώνει με το ένα τρίτο του ρυθμού της. Μοναδικές εξαιρέσεις, όπως το Spotify, η Revolut και η Klarna, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί την τελευταία δεκαετία στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, η Ευρώπη συνεχίζει να υστερεί σε ταχύτητα, ευελιξία και αποφασιστικότητα.
Οι επιχειρηματίες γνωρίζουν καλά ότι στην Ευρώπη, όλα αργούν περισσότερο, από τη χρηματοδότηση, μέχρι την πρόσληψη ή την απόλυση προσωπικού. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Amazon, το 40% του προϋπολογισμού για πληροφορική στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ξοδεύεται για συμμόρφωση με κανονισμούς. Τα δύο τρίτα των εταιρειών δηλώνουν ότι δεν κατανοούν πλήρως τις απαιτήσεις του νέου κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη. Η Meta, για παράδειγμα, καθυστέρησε σχεδόν έναν χρόνο την κυκλοφορία του τελευταίου μοντέλου AI στην Ευρώπη, λόγω των κανονισμών της Ε.Ε. Αντίστοιχα, η ολλανδική startup Bird ανακοίνωσε πως σκοπεύει να μεταφέρει τις βασικές δραστηριότητές της εκτός Ευρώπης, σε αγορές με λιγότερους περιορισμούς. Ο ιδρυτής της, Ρόμπερτ Βις, το έθεσε απερίφραστα: «Μπορεί να είμαστε οι πρώτοι που φεύγουμε, αλλά δεν θα είμαστε οι τελευταίοι».
Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, είναι σαφές ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Αν θέλει να παίξει ενεργό ρόλο στην τεχνολογική εξέλιξη και να διατηρήσει τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, πρέπει να επανεξετάσει το μοντέλο της. Η καινοτομία δεν μπορεί να ανθίσει σε περιβάλλον ανασφάλειας, βραδύτητας και υπερρύθμισης. Χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις, λιγότερη γραφειοκρατία, σταθερότητα, πρόσβαση σε κεφάλαια και κουλτούρα αποδοχής του ρίσκου. Χωρίς αυτά, το ρίσκο που διατρέχει η ίδια η Ευρώπη είναι να μείνει πίσω οριστικά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.