«Ο άνθρωπος που πεθαίνει πλούσιος, πεθαίνει ατιμασμένος» έλεγε και τελικά απόδειξε πόσο πολύ το πίστευε ο Άντριου Καρνέγκι.
Συνήθως οι εξωπραγματικά έξυπνοι άνθρωποι, που αυτοδημιούργητα κάνουν τόσοι μεγάλες περιουσίες, ικανές να αρκούν για εκατοντάδες ζωές, θέλουν να ιδρύσουν δυναστείες, να αυξήσουν κι άλλο, κι ακόμα περισσότερο τα χρήματα τους, που γίνονται πλέον αυτοσκοπός, κυριαρχία, αχόρταγη αμετροέπεια, ξετσίπωτη απληστία. Μα υπάρχουν και εκείνες, οι λιγοστές εξαιρέσεις, που δεν κρατούν σχεδόν τίποτα και επιστρέφουν όσα δε μπορούν να φαγωθούν σ εκείνους που το χουν ανάγκη και η ζωή δεν στάθηκε απλόχερη μαζί τους. Μετριούνται στα δάχτυλα, βέβαια, αλλά ευτυχώς υπάρχουν:
Άντριου Καρνέγκι: ο αυτοκράτορας της χαλυβουργίας που έφτιαχνε βιβλιοθήκες
Ο Άντριου Καρνέγκι γεννήθηκε το 1835 στη Σκωτία και μετανάστευσε με την πάμφτωχη οικογένειά του στην Αμερική, για να επιβιώσουν μετά βίας, μέσα στη πείνα και την ανέχεια. Από αγγελιοφόρος τηλεγραφείων, αναρριχήθηκε με σκληρή, απίστευτης επιμονής και αντοχής δουλειά σε έναν από τους ισχυρότερους βιομηχάνους της εποχής του, δημιουργώντας μια αυτοκρατορία στον χάλυβα. Όμως, αυτό που ξεχωρίζει στη ζωή του είναι η βαθιά προσωπική του μεταστροφή από τη συσσώρευση πλούτου στη συνειδητή του διάθεση να τον επιστρέψει στην κοινωνία και στους αδύναμους, τους πληγωμένους, τους περιθωριακούς του κόσμου, που μοιάζουν σ αυτό που υπήρξε ο ίδιος κάποτε. Ο Καρνέγκι πίστευε ακράδαντα, πως οι πλούσιοι έχουν ηθική υποχρέωση να αφιερώσουν την περιουσία τους για την ανύψωση του ανθρώπου. Το 1889 έγραψε το “Gospel of Wealth”, ένα κείμενο-σταθμό, στο οποίο υποστήριζε πως ο πλούσιος δεν πρέπει να κληροδοτεί απλώς τα χρήματά του μετά θάνατον, αλλά να τα χρησιμοποιεί ενεργά εν ζωή, για τη δημιουργία θεσμών παιδείας και αυτογνωσίας. Μέσα από αυτή τη φιλοσοφία, ο Καρνέγκι έχτισε περισσότερες από 2.500 βιβλιοθήκες παγκοσμίως, υποστήριξε ιδρύματα επιστημών, πανεπιστήμια, μουσικά ωδεία και ειρηνευτικές προσπάθειες. Δεν ήταν απλώς δωρητής, αλλά ένας επιδραστικός φάρος πολιτισμού. Δεν έλειψαν ποτέ, εκείνοι που κατάγγειλαν την εκμεταλλευτική πλευρά της βιομηχανικής του επιτυχίας και ειδικά τις φρικτές συνθήκες εργασίας στα εργοστάσιά του, αλλά η μεταγενέστερη στάση ζωής του έμεινε ως υπόδειγμα
Τζον Ροκφέλερ: Από την σφαγή των εργατών του, στη ενορχηστρωμένη φιλανθρωπία
Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ, γεννημένος το 1839, υπήρξε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου στη διάρκεια της ζωής του, ιδρυτής της Standard Oil και δημιουργός μιας ολόκληρης εποχής μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι εκείνος που ευθύνεται για τη «Σφαγή του Λάντλοου», ένα από τα πιο φρικιαστικά παραδείγματα καταστολής της εργατικής τάξης στην αμερικανική ιστορία. Το 1914 στο Κολοράντο των Ηνωμένων Πολιτειών, εργάτες στα ανθρακωρυχεία του Ροκφέλερ κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, αξιοπρεπείς μισθούς και το δικαίωμα στον συνδικαλισμό. Εκείνος έστειλε ιδιωτικές δυνάμεις ασφαλείας, διέκοψε την παροχή τροφής και νερού στους απεργούς, που είχαν κατασκηνώσει με τις οικογένειές τους. Τελικά, στις 20 Απριλίου 1914, η Εθνοφρουρά, υπό την ανοχή και κάλυψη των εργοδοτών, επιτέθηκε στον καταυλισμό του Λάντλοου. Η επίθεση άφησε πίσω της 25 νεκρούς και, ανάμεσά τους, γυναίκες και παιδιά που κάηκαν ζωντανοί. Παρά τη γενική κατακραυγή, ο Τζον Ροκφέλερ δεν τιμωρήθηκε. Οι ευθύνες του παρουσιάστηκαν ως «απουσία επίβλεψης» και όχι ως άμεση εντολή. Όμως, το γεγονός τραυμάτισε σοβαρά τη δημόσια εικόνα του και άφησε βαθιές ηθικές αμφιβολίες πάνω στην επιχειρηματική του ηγεμονία. Πολλοί ιστορικοί συμφωνούν πως εκείνη η τραγωδία υπήρξε ο καταλύτης για τη στροφή του Ροκφέλερ προς τη φιλανθρωπία. Με τη βοήθεια των ειδικών στη δημόσια εικόνα, όπως του πρωτοπόρου των δημοσίων σχέσεων Άιβι Λι, ο Ροκφέλερ προσπάθησε να επανορθώσει. Εμφανιζόταν πλέον ως «πατέρας του εργαζομένου», χαμογελαστός, να μοιράζει νομίσματα στα παιδιά και να επενδύει σε ιδρύματα εκπαίδευσης και υγείας. Είναι δε, αυτός, που όρισε την έννοια της οργανωμένης, θεσμοθετημένης φιλανθρωπίας. Δημιούργησε το Ίδρυμα Ροκφέλερ το 1913, το οποίο έκτοτε αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας φιλανθρωπίας. Στήριξε την ιατρική έρευνα, ενίσχυσε συστήματα δημόσιας υγείας, καταπολέμησε ασθένειες όπως η αγκυλοστομίαση και επένδυσε στην εκπαίδευση, ιδρύοντας μεταξύ άλλων το Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Ο Ροκφέλερ δεν προσέφερε απλώς χρήματα, αλλά δημιούργησε μοντέλα διαχείρισης της φιλανθρωπίας που επηρεάζουν μέχρι σήμερα τις πρακτικές δωρεών. Ωστόσο, η βαριά κληρονομιά της οικογένειας δεν έμεινε χωρίς προσωπικές απώλειες. Το 1961, ο εγγονός του, Μάικλ Ροκφέλερ, εξαφανίστηκε στη Νέα Γουινέα κατά τη διάρκεια ανθρωπολογικής αποστολής. Οι ντόπιοι πίστευαν πως φαγώθηκε από τις τελευταίες φυλές κανιβάλων, σε μια φρικτή πράξη εκδίκησης απέναντι στο λευκό σύμβολο της αποικιοκρατίας και της εξουσίας. Η οικογένεια ποτέ δεν μίλησε δημοσίως για «θεία δίκη», ούτε αναγνώρισε κάποια μεταφυσική σύνδεση. Πολλοί όμως, διέκριναν πίσω από αυτή την τραγωδία έναν σκοτεινό συμβολισμό. Σαν να επιστρέφει ο ιστορικός λογαριασμός για ανομίες που έμειναν ατιμώρητες…
Γουόρεν Μπάφετ: Ο σοφός της Ομάχα δεν πιστεύει στις δυναστείες
Ο Γουόρεν Μπάφετ, γνωστός και ως «ο σοφός της Ομάχα», είναι μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του σύγχρονου χρηματοπιστωτικού κόσμου. Πλούσιος με τρόπο σχεδόν παροιμιώδη και όχι από καινοτομία, αλλά από επιμονή, εγκράτεια και μαθηματική οξυδέρκεια, ο Μπάφετ μοιάζει πάντα να βαδίζει ενάντια στο στερεότυπο του δισεκατομμυριούχου. Ζει πάντα στο ίδιο σπίτι, τρώει στο ίδιο μικρό εστιατόριο, οδηγεί αυτοκίνητο της μεσαίας τάξης, δεν έχει λιαρ τζετ και δεν δείχνει ποτέ να σαγηνεύεται από την επίδειξη πλούτου. Η απόφαση του Μπάφετ, που συγκλόνισε τους δισεκατομμυριούχους σε όλο τον πλανήτη, ήταν η δέσμευση του να δωρίσει πάνω από το 99% της περιουσίας του. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου κατευθύνεται στο Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς, ενώ έχει ενθαρρύνει και άλλους δισεκατομμυριούχους να κάνουν το ίδιο μέσω του Giving Pledge, μια ιστορική συμφωνία φιλανθρωπικής δέσμευσης. Πολλοί, βέβαια, τον κατηγορούν πως η φιλανθρωπία του, όσο γενναιόδωρη κι αν είναι, πως λειτουργεί ως τρόπος αποφυγής φόρων και ενίσχυσης ιδιωτικής επιρροής στις δημόσιες πολιτικές. Ακόμη, η συμμαχία του με τον Μπιλ Γκέιτς έχει προκαλέσει επιφυλάξεις, καθώς ενώνει δύο πρόσωπα με τεράστια επιρροή στον τομέα της παγκόσμιας υγείας, χωρίς αντίστοιχη δημοκρατική λογοδοσία. Δεν δείχνει αν τον πολυνοιάζει η γνώμη των άλλων πάντως. «Οι τύχες μας καθορίζονται από το πού γεννηθήκαμε και ποιοι είμαστε» λέει, «δεν κερδίσαμε την κλήρωση της ζωής επειδή αξίζαμε περισσότερο»!
Τζορτζ Σόρος: Μεταξύ οράματος και δαιμονοποίησης
Κανείς άλλος φιλάνθρωπος δεν έχει διχάσει την κοινή γνώμη όσο ο Τζορτζ Σόρος. Ο Ούγγρο – Αμερικανός χρηματομεσίτης, ο οποίος επέζησε της ναζιστικής κατοχής και μετέπειτα έγινε βασιλιάς των hedge funds, είναι γνωστός τόσο για τη χρηματοπιστωτική του τόλμη, όσο και για τη ριζοσπαστική φιλανθρωπική του δράση. Το Ίδρυμα Open Society που ίδρυσε λειτουργεί σε περισσότερες από 120 χώρες, προωθώντας ανθρώπινα δικαιώματα, ανοιχτή κοινωνία, ανεξάρτητα μέσα και διαφάνεια. Η συμβολή του Σόρος σε μετακομμουνιστικές δημοκρατίες, στην ενίσχυση της παιδείας, όπως το Central European University και στις μάχες κατά του αυταρχισμού, είναι αδιαμφισβήτητη. Και όμως, το όνομά του έγινε σύμβολο μιας άλλης εικόνας, αυτής του παγκόσμιου συνωμότη. Δεξιές και ακροδεξιές κυβερνήσεις τον παρουσίασαν ως «αρχιτέκτονα της αποσταθεροποίησης», ως σκιάχτρο μιας παγκόσμιας ελίτ που επιδιώκει να επιβάλει μια μετά – εθνική τάξη πραγμάτων. Οι θεωρίες συνωμοσίας που τον στοχοποιούν είναι συνήθως αβάσιμες, μα επιμένουν. Η μη εκλεγμένη εξουσία του είναι τεράστια. Κι αυτό για πολλούς είναι το πραγματικό πρόβλημα. Ο ίδιος ο Σόρος δεν απέφυγε την κυνικότητα. Είπε κάποτε: «Αν δεν το έκανα εγώ, θα το έκανε κάποιος άλλος», μιλώντας για χρηματοπιστωτικές κινήσεις με τεράστιες κοινωνικές συνέπειες.
Τσακ Φίνι: αθόρυβη, σιωπηλή προσφορά
Σε πλήρη αντίθεση με την επίδειξη ή τον δημόσιο διάλογο περί φιλανθρωπίας, ο Τσακ Φίνι είναι η ενσάρκωση της λιτής, αθόρυβης αρετής. Ιδρυτής των αφορολόγητων καταστημάτων Duty Free Shoppers, ο Φίνι συγκέντρωσε δισεκατομμύρια και σχεδόν όλα τα χάρισε όσο ζούσε. Είχε ως αρχή πως «ο πλούτος δεν έχει αξία αν δεν τον μοιράζεσαι», και έθεσε ως στόχο να πεθάνει χωρίς περιουσία. Το Atlantic Philanthropies, το ίδρυμά του, χρηματοδότησε ανώνυμα για χρόνια νοσοκομεία, πανεπιστήμια, προγράμματα για την ειρήνη στη Βόρεια Ιρλανδία, την υγεία στην Αφρική και την κοινωνική ισότητα σε όλο τον κόσμο. Το μεγαλύτερο προσόν του Φίνι δεν ήταν το μέγεθος της προσφοράς του, αλλά ο τρόπος του. Δεν ήθελε να μαθευτεί τι έκανε. Δεν επιθυμούσε αναγνώριση, αγάλματα, βραβεύσεις, αφιερώματα και τίτλους τιμής. Στο καιρό, που η φιλανθρωπία γίνεται brand, εκείνος υπήρξε η σπάνια περίπτωση ενός ανθρώπου που προσέφερε για να μην τον θυμούνται. Η μόνη «κριτική» που του ασκήθηκε ήταν… η σιωπή. Δεν έγινε ποτέ σύμβολο, και ίσως έτσι να το ήθελε. Η σπανιότητα του παραδείγματός του είναι η ίδια η απόδειξη της σημασίας του.
Μπιλ Γκέιτς: ο αρχιτέκτονας της σύγχρονης παγκόσμιας φιλανθρωπίας
Ο Μπιλ Γκέιτς είναι ίσως η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του 21ου αιώνα στον τομέα της τεχνολογίας, της καινοτομίας και, πλέον, της φιλανθρωπίας. Ιδρυτής της Microsoft, ανέτρεψε την εικόνα του «αδίστακτου τεχνολογικού μεγιστάνα» της δεκαετίας του ’90, για να επανεμφανιστεί στον 21ο αιώνα ως υπερασπιστής της παγκόσμιας υγείας, της εκπαίδευσης και της καταπολέμησης της φτώχειας. Το Ίδρυμα Μπιλ και Μελίντα Γκέιτς έχει διαθέσει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε παγκόσμιες πρωτοβουλίες για την εξάλειψη της ελονοσίας, την ανάπτυξη εμβολίων, την ενίσχυση εκπαιδευτικών δομών, και την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων, όπως η πανδημία του COVID-19. Η δράση του ιδρύματος έχει συχνά μεγαλύτερη επιρροή από αυτή πολλών κρατών. Κι όμως, σε αυτό το μέγεθος φιλοδοξίας και ισχύος, οι σκιές δεν λείπουν. Ορισμένοι επιστήμονες και κοινωνιολόγοι αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο το ίδρυμα Γκέιτς καθορίζει τις προτεραιότητες της παγκόσμιας υγείας, ασκώντας επιρροή χωρίς δημοκρατική λογοδοσία. Άλλοι τον κατηγόρησαν ότι μέσω των επενδύσεων του ιδρύματος επωφελείται εμμέσως από τις ίδιες τις κρίσεις που υπόσχεται να θεραπεύσει. Ο Γκέιτς, πάντως, δεν επιχείρησε ποτέ να κρύψει το στρατηγικό σκέλος της φιλανθρωπίας του. Μιλούσε πάντα για “επένδυση στην κοινωνία”, με όρους σχεδόν τεχνοκρατικούς. Δεν επεδίωξε το αίσθημα της προσφοράς, αλλά την αποτελεσματικότητα, την απόδοση, τον πολλαπλασιασμό του θετικού αντίκτυπου. Το αν είναι αυτό αληθινή φιλανθρωπία ή μια νέα μορφή παγκόσμιας εξουσίας με ηθική επικάλυψη, είναι ερώτημα που παραμένει ανοιχτό.
Ανάμεσα στην ενοχή και τη λύτρωση
Η φιλανθρωπία, στο ύψιστο επίπεδο ισχύος, δεν είναι ποτέ μια απλή πράξη καλοσύνης. Είναι ένας καθρέφτης που επιστρέφει στον δότη το πρόσωπο της εξουσίας του. Είναι, όπως είπε κάποτε η φιλόσοφος Σιμόν Βέιγ «μια πράξη ταπείνωσης, μόνο όταν ξεκινά από τη συνείδηση του χρέους και όχι από την αυταρέσκεια της υπεροχής». Ο Καρνέγκι και ο Ροκφέλερ ίσως ένιωσαν ενοχή. Ο Μπάφετ, επίγνωση. Ο Σόρος, καθήκον. Ο Φίνι, ματαιότητα. Ο Γκέιτς, τεχνοκρατική επιταγή. Μα η ερώτηση δεν είναι αν η φιλανθρωπία είναι καλή. Είναι σχεδόν πάντα ωφέλιμη. Η ερώτηση είναι αν μπορεί να γίνει χωρίς να καταργεί την ισότητα. Αν μπορεί να υπάρξει χωρίς να δημιουργεί νέες εξαρτήσεις, νέες δομές ανισότητας και νέες μορφές επιρροής. Και ίσως, η πιο ανθρώπινη μορφή φιλανθρωπίας να είναι αυτή που δεν φαίνεται ποτέ. Που δεν δημιουργεί μνημεία, ούτε ιδρύματα. Που δεν ζητά χειροκρότημα. Που προσφέρει και έπειτα εξαφανίζεται, σαν να μην υπήρξε.
Γιατί ίσως τότε, η φιλανθρωπία γίνεται αυτό που πραγματικά πρέπει να είναι. Η σιωπηλή αποδοχή, ότι ο κόσμος δεν ανήκει σε κανέναν, όσα δισεκατομμύρια κι αν έχει.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.