30 Μάι 2025
READING

Η αγορά κρασιού και η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη

4 MIN READ

Η αγορά κρασιού και η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη

Η αγορά κρασιού και η θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο χάρτη

Το κρασί, ένα από τα αρχαιότερα αγαθά που συνδέθηκαν με τον πολιτισμό, την κοινωνικότητα και την οικονομία, εξακολουθεί να αποτελεί ισχυρό πυλώνα της παγκόσμιας αγροδιατροφικής βιομηχανίας.

Το 2024, η παγκόσμια αγορά κρασιού αποτιμήθηκε στα 508,1 δισεκατομμύρια δολάρια, επιβεβαιώνοντας τη δυναμική της, παρά τις γενικευμένες προκλήσεις. Αν και η κατανάλωση σημείωσε μείωση της τάξης του 3,3% και η παραγωγή έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 60 ετών, η αξία της αγοράς παραμένει υψηλή λόγω της στροφής των καταναλωτών σε ποιοτικότερα, επώνυμα και βιολογικά κρασιά.

Στο περιβάλλον αυτό, η Ελλάδα καλείται να κεφαλαιοποιήσει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα και να ενισχύσει τη διεθνή της θέση. Ήδη το 2024, η χώρα κατέλαβε την 23η θέση παγκοσμίως στις εξαγωγές κρασιού, με τις συνολικές εξαγωγές να ξεπερνούν τα 107 εκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 14% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ελληνικού κρασιού παραμένουν η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς, με τη γερμανική αγορά να απορροφά σχεδόν το ένα τρίτο του εξαγόμενου όγκου. Η δυναμική αυτή οφείλεται στην αυξημένη αναγνώριση της ποιότητας και της αυθεντικότητας των ελληνικών ετικετών.

Σημαντική εξέλιξη είναι η είσοδος των ελληνικών κρασιών στην premium κατηγορία, με τη μέση τιμή εξαγωγής να αυξάνεται σημαντικά σε χώρες-στόχους όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Ποικιλίες όπως το Ασύρτικο, το Ξινόμαυρο, το Βιδιανό και το Μαυροτράγανο συγκεντρώνουν θετικές αναφορές σε διεθνή έντυπα, ενώ πολλαπλασιάζονται οι βραβεύσεις και οι θετικές κριτικές από επαγγελματίες του κρασιού παγκοσμίως. Η διαφοροποίηση και η μοναδικότητα του ελληνικού terroir αποτελούν σήμερα το ισχυρότερο όπλο των οινοποιών.

Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει συγκριτικά μικρός παίκτης σε έναν έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο χάρτη. Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία συνεχίζουν να κυριαρχούν τόσο σε ποσότητα όσο και σε αξία εξαγωγών, με τη Γαλλία να ξεπερνά τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξαγωγές το 2024. Ανερχόμενες χώρες, όπως η Χιλή, η Αυστραλία και η Νότια Αφρική, ενισχύουν συνεχώς τη διεθνή παρουσία τους, εστιάζοντας σε ανταγωνιστικές τιμές και στο χτίσιμο branding.

Η εσωτερική πρόκληση για την Ελλάδα είναι εξίσου σοβαρή, καθώς η παραγωγή οίνου για την περίοδο 2023/2024 μειώθηκε κατά 35%, εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων, καύσωνα, παγετού και φυτοπαθολογικών προσβολών. Η μείωση αυτή επηρέασε ιδιαίτερα τα μη τυποποιημένα κρασιά και οδήγησε σε σημαντικές απώλειες εσόδων και ευκαιριών εξαγωγών. Ταυτόχρονα, φαινόμενα όπως οι ελληνοποιήσεις και η απουσία ολοκληρωμένων μηχανισμών ιχνηλασιμότητας προκαλούν ανησυχία, υπονομεύοντας την αξιοπιστία της ελληνικής ετικέτας.

Και όμως, οι προοπτικές για το 2025 παραμένουν αισιόδοξες, αρκεί να υπάρξει συνεκτική στρατηγική. Για να μπορέσει το ελληνικό κρασί να εδραιώσει και να ενισχύσει περαιτέρω τη θέση του στη διεθνή αγορά, είναι αναγκαία η εφαρμογή μιας πολυδιάστατης και στοχευμένης προσέγγισης. Κατ’ αρχάς, απαιτείται ενίσχυση της τυποποίησης και της ποιότητας σε όλα τα στάδια παραγωγής. Η διασφάλιση σταθερών, υψηλών προδιαγραφών είναι κρίσιμη, όχι μόνο για την ικανοποίηση των διεθνών απαιτήσεων, αλλά και για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανάδειξη των εγχώριων ποικιλιών και των μοναδικών χαρακτηριστικών του ελληνικού terroir, τα οποία αποτελούν βασικό στοιχείο διαφοροποίησης έναντι των ανταγωνιστών.

Παράλληλα, η ενίσχυση της εξωστρέφειας πρέπει να αποτελεί σταθερή προτεραιότητα. Αυτό σημαίνει πιο ενεργή συμμετοχή των ελληνικών οινοποιείων σε διεθνείς εκθέσεις και επαγγελματικά events, καθώς και αξιοποίηση των ψηφιακών καναλιών προώθησης για την απευθείας προσέγγιση αγορών όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, αλλά και η Ασία όπου το ελληνικό κρασί είναι προς το παρόν λιγότερο γνωστό. Η δημιουργία συλλογικών ταυτοτήτων – όπως brands που βασίζονται σε περιοχές ή σε ομάδες παραγωγών – μπορεί να ενισχύσει σημαντικά τη διαπραγματευτική δύναμη μικρότερων οινοποιών και να δημιουργήσει οικονομίες κλίμακας στην προβολή και τη διανομή.

Τέλος, η επένδυση στην εκπαίδευση τόσο των επαγγελματιών του κλάδου όσο και του καταναλωτικού κοινού είναι καθοριστική. Μέσω σεμιναρίων, οινογευσιών, συνεργασιών με sommeliers και διεθνή μέσα, το ελληνικό κρασί θα μπορέσει να αποκτήσει πιο έντονη φωνή και παρουσία στις αγορές-στόχους. Έχουν γίνει πολλά και σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια εξέλιξης. Η γνώση γύρω από την προέλευση, την ποικιλία, τις τεχνικές οινοποίησης και την τοπική κουλτούρα είναι αυτή που μετατρέπει ένα απλό προϊόν σε εμπειρία και είναι αυτή η εμπειρία που μπορεί να το ξεχωρίσει στην παγκόσμια αγορά.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.