Το 2024 θα καταγραφεί ως η χρονιά που άλλαξε τον χάρτη του ελληνικού κρασιού καθώς για πρώτη φορά στα χρονικά οι εισαγωγές ξεπέρασαν τις εξαγωγές. Σύμφωνα με στοιχεία της ΚΕΟΣΟΕ, περισσότεροι από 25.500 τόνοι κρασιού έφτασαν στην Ελλάδα από το εξωτερικό, ανατρέποντας μια παράδοση δεκαετιών όπου το ελληνικό κρασί πρωταγωνιστούσε ως εξαγώγιμο προϊόν.
Η αύξηση κατά 40% σε σχέση με το 2023 είναι εκρηκτική και δεν είναι τυχαία, την ώρα που η ελληνική αγορά έχει κατακλυστεί από φθηνότερες, μαζικής παραγωγής ετικέτες. Η μέση τιμή του εισαγόμενου κρασιού από χώρες της Ε.Ε. υποχώρησε στα 2,7 ευρώ το κιλό, καταγράφοντας πτώση 33%. Σε μια εποχή όπου οι καταναλωτές κυνηγούν την τιμή, η ιταλική, ισπανική και βουλγαρική παραγωγή έχουν βρει πρόσφορο έδαφος.
Οι “μεγάλοι” του εισαγόμενου κρασιού
Η Ιταλία διατηρεί την πρωτοκαθεδρία, με πάνω από 10,5 εκατομμύρια κιλά κρασιού να καταλήγουν στην ελληνική αγορά. Η Ισπανία διπλασίασε τις εξαγωγές της προς την Ελλάδα, ενώ η Βουλγαρία εκμεταλλεύεται το συγκριτικό της πλεονέκτημα στην τιμή, καθώς με μόλις 0,42 ευρώ ανά κιλό κρασιού, το προϊόν της μετατρέπεται σε μαζικό παίκτη για την εγχώρια αγορά. Αυτή η νέα πραγματικότητα έχει φέρει πονοκέφαλο στους Έλληνες παραγωγούς, ιδιαίτερα στους μικρούς και μεσαίους.
Καλούνται να ανταγωνιστούν όχι απλώς ξένους κολοσσούς, αλλά ένα ολόκληρο σύστημα παραγωγής χαμηλού κόστους που δεν μπορεί να αναπαραχθεί στα ελληνικά οινοποιεία χωρίς να θυσιαστεί η ποιότητα.
Οι ελληνικές εξαγωγές στην Ευρώπη: Πέντε αγορές κρατούν τα ηνία
Την ίδια ώρα, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία, η ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα βασίζεται, σχεδόν μονοδιάστατα, σε πέντε ευρωπαϊκές χώρες. Γερμανία, Κύπρος, Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο αποτελούν τους βασικούς αποδέκτες του ελληνικού κρασιού, συγκεντρώνοντας σχεδόν το 90% του όγκου και της αξίας των εξαγωγών. Το αποτύπωμα αυτών των χωρών δεν μπορεί παρά να θεωρείται καθοριστικό για τη βιωσιμότητα του κλάδου.
Η Γερμανία είναι μακράν η μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά κρασιά, απορροφώντας το 2024 ποσότητες που άγγιξαν τους 9,66 εκατομμύρια κιλά, αξίας 26,5 εκατ. ευρώ. Παρά την πτώση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, η γερμανική αγορά εξακολουθεί να κρατά μερίδιο πάνω από 50% τόσο σε όγκο όσο και σε αξία. Η Κύπρος, δεύτερη στη λίστα, δείχνει πιο σταθερή εικόνα, με μικρή άνοδο σε αξία και όγκο – σχεδόν 2 εκατομμύρια κιλά κρασιού έφυγαν για τη Λευκωσία, αποφέροντας σχεδόν 9 εκατ. ευρώ.
Αντιθέτως, η Γαλλία, μια αγορά υψηλής αξίας αλλά περιορισμένης ποσότητας, εμφανίζει πτώση. Από 6,6 εκατ. ευρώ το 2023, οι εξαγωγές έπεσαν στα 5,6 εκατ. ευρώ και από 3,2 τόνους έπεσαν στους 2,5. Η Ολλανδία και το Βέλγιο παραμένουν πιο μικρές σε μέγεθος, αλλά σταθερές αγορές, με την πρώτη να απορροφά κρασί αξίας σχεδόν 3 εκατ. ευρώ και τη δεύτερη περίπου 2,5 εκατ. ευρώ. Οι υπόλοιπες αγορές της Ε.Ε. παίζουν περισσότερο υποστηρικτικό ρόλο, με μικρούς όγκους και χαμηλότερη εμπορική βαρύτητα. Ωστόσο, το σύνολο των εξαγωγών προς την Ε.Ε. δείχνει καθαρή κάμψη. Λιγότεροι από 18.000 τόνοι και λιγότερα από 54 εκατ. ευρώ σε έσοδα, μια αισθητή υποχώρηση από τα προ κρίσης επίπεδα των 22.000+ τόνων και άνω των 56 εκατ. ευρώ σε αξία.
To κρίσιμο κεφάλαιο των ΗΠΑ
Στη δεδομένη χρονική συγκυρία, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αγορά των ΗΠΑ, όπου το ελληνικό κρασί καταφέρνει να πουληθεί σε premium τιμές που αγγίζουν τα 7 ευρώ το κιλό. Μάλιστα, το 2024, το 19,4% του συνολικού εξαγωγικού τζίρου προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι όμως, το μέλλον σε αυτή την αγορά είναι αβέβαιο, καθώς ο εμπορικός πόλεμος Ε.Ε.–ΗΠΑ ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στον κλάδο. Η απειλή επιβολής δασμών έως και 200% από την αμερικανική πλευρά προκαλεί συναγερμό.
Αν και οι πιθανότητες για τέτοιο ποσοστό θεωρούνται μικρές, ένα μέτρο της τάξης του 20–25% –όπως είχε συμβεί στο παρελθόν– θα μπορούσε να περιορίσει απότομα τις εξαγωγές. Ήδη, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, καταγράφονται δύο τάσεις. Η αναστολή παραγγελιών από ορισμένους εισαγωγείς και η επιτάχυνση από άλλους που θέλουν να προλάβουν ενδεχόμενες αλλαγές.
Ο Σύνδεσμος Ελληνικού Οίνου έχει απευθύνει επίσημες επιστολές στην ελληνική κυβέρνηση και στους Ευρωπαίους θεσμούς, ζητώντας την εξαίρεση του κρασιού από οποιαδήποτε λίστα δασμών. Το επιχείρημα είναι σαφές. To ελληνικό κρασί δεν είναι μόνο οικονομικό προϊόν, είναι πολιτιστική κληρονομιά με εξαγωγικό δυναμισμό που κινδυνεύει.
Μπορεί να αναστραφεί η πορεία;
Το ερώτημα που πλανάται είναι αν το ελληνικό κρασί μπορεί να γυρίσει το παιχνίδι. Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά υπάρχουν κάποια σημάδια που αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας. Για παράδειγμα, οι καλές επιδόσεις που καταγράφονται στις ΗΠΑ δεν αποτελούν ένα τυχαίο γεγονός αλλά είναι αποτέλεσμα στρατηγικής, branding και επενδύσεων στην ποιότητα.
Τα κρασιά ΠΟΠ, όπως το Ασύρτικο της Σαντορίνης, έχουν δημιουργήσει ισχυρή εικόνα και υψηλή τιμή πώλησης. Αυτό ίσως είναι και το “όπλο” του ελληνικού κρασιού. Να μη μπει στο παιχνίδι της ποσότητας, αλλά να επιμείνει στην ποιότητα. Η εστίαση στις premium αγορές, η αξιοποίηση των ενισχύσεων της Ε.Ε. και η σωστή στόχευση σε κανάλια με υψηλή προστιθέμενη αξία, μπορούν να ξαναβάλουν την Ελλάδα στο οινικό επίκεντρο.
Το στοίχημα της επόμενης μέρας
Η μάχη που δίνει το ελληνικό κρασί δεν είναι μόνο εμπορική. Είναι πολιτική, γεωοικονομική και, κυρίως, πολιτισμική.
Το 2025 πρέπει να είναι χρονιά ανασύνταξης
Αν χαθεί, το τίμημα θα είναι πολλαπλό. Απώλεια θέσεων εργασίας, μαρασμός μικρών οινοποιείων, και συρρίκνωση μιας δυναμικής ταυτότητας που διαμορφώθηκε μέσα από το κλίμα, τα αμπέλια και την ιστορία μας.
Το 2024 λειτούργησε σαν καμπανάκι. Το 2025 πρέπει να είναι η χρονιά της ανασύνταξης.
Όχι μόνο με σχέδια επί χάρτου, αλλά με πράξεις που θα επιβεβαιώσουν ότι το ελληνικό κρασί δεν είναι ένα “παραδοσιακό προϊόν”, αλλά ένα σύγχρονο, εξωστρεφές και ανταγωνιστικό brand. Σε έναν κόσμο που αλλάζει, η επιβίωση απαιτεί όχι μόνο προσαρμογή αλλά και τόλμη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.