Την σημερινή εποχή, όπου η εργασία παύει να είναι απλώς βιοποριστικό μέσο και εξελίσσεται σε βασικό συντελεστή προσωπικής ευημερίας και κοινωνικής ταυτότητας, η επαγγελματική ικανοποίηση των εργαζομένων αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στη χάραξη πολιτικής.
Παρά τα άλματα που έχουν συντελεστεί παγκοσμίως σε επίπεδο τεχνολογίας, επικοινωνίας και ευελιξίας στην εργασία, δεν είναι όλες οι κοινωνίες έτοιμες ή ικανές να προσφέρουν στους πολίτες τους τις συνθήκες εκείνες που θα μετατρέψουν την καθημερινή επαγγελματική ζωή σε πεδίο δημιουργικότητας και σταθερότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα ευρήματα της νέας πανευρωπαϊκής έρευνας της iSelect έρχονται να αναδείξουν μια σκληρή αλήθεια. Η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη στο χαμηλότερο άκρο της ευρωπαϊκής κλίμακας σε ό,τι αφορά την επαγγελματική ικανοποίηση των πολιτών της.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα, η Ελλάδα συγκεντρώνει μόλις 38,23 μονάδες στον Δείκτη Επαγγελματικής Ικανοποίησης, ο οποίος υπολογίζει πολλαπλούς παράγοντες όπως η εργασιακή ασφάλεια, η ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, η αγοραστική δύναμη και οι δυνατότητες ανάπτυξης δεξιοτήτων. Η βαθμολογία αυτή τοποθετεί τη χώρα μας πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αναδεικνύοντας μια σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες που διαμορφώνουν ένα περιβάλλον εργασιακής ανασφάλειας, εξουθένωσης και περιορισμένων προσδοκιών.
Η έλλειψη σταθερής απασχόλησης λειτουργεί διαβρωτικά για ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό, υπονομεύοντας την οικονομική ανεξαρτησία των πολιτών, ιδιαίτερα των νέων και των γυναικών. Όσοι καταφέρνουν να διατηρήσουν θέσεις εργασίας έρχονται αντιμέτωποι με χαμηλές αποδοχές, απουσία προοπτικής ανέλιξης και συχνά κακές συνθήκες εργασίας.
Η αγοραστική δύναμη αποτελεί, επίσης, καθοριστικό παράγοντα χαμηλής ικανοποίησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος διαθέτει μόλις 55 ευρώ την ημέρα, την ώρα που σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο η αντίστοιχη αγοραστική δύναμη φτάνει τα 165 ευρώ και στην Ελβετία τα 148 ευρώ. Η σύγκριση αυτή καταδεικνύει την οικονομική ασφυξία που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς το κόστος ζωής ανεβαίνει, αλλά τα εισοδήματα μένουν στάσιμα. Ακόμη και όταν οι τιμές αγαθών εξισώνονται με αυτές της Κεντρικής ή Βόρειας Ευρώπης, οι Έλληνες έχουν στην πραγματικότητα πολύ μικρότερη πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, γεγονός που οδηγεί σε κοινωνική κόπωση και παραίτηση.
Το παράδοξο είναι πως, παρά τις σοβαρές αυτές δυσκολίες, οι Έλληνες εργαζόμενοι εμφανίζουν υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης προς τους εργοδότες τους (74%) και θεωρούν σε αντίστοιχο ποσοστό πως υπάρχει ευθυγράμμιση αξιών μεταξύ των ιδίων και των επιχειρήσεων στις οποίες απασχολούνται. Αυτή η θετική διάσταση φανερώνει την ισχυρή εργασιακή ηθική και την προσαρμοστικότητα των εργαζομένων, οι οποίοι, ωστόσο, αισθάνονται διαρκώς πως η προσπάθειά τους δεν ανταμείβεται ούτε οικονομικά ούτε θεσμικά.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή όταν εξετάσουμε τις χώρες που βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης. Το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Ελβετία έχουν σχεδόν ιδανικές επιδόσεις, με το Λουξεμβούργο να καταγράφει τέλειο σκορ (100/100). Αυτές οι χώρες έχουν εδραιωμένα κοινωνικά κράτη, σταθερή οικονομική ανάπτυξη και κουλτούρα επαγγελματικής ισορροπίας. Η πολιτική τους δίνει έμφαση στην ελάχιστη ανεργία, τις υψηλές αμοιβές, τις ευνοϊκές συνθήκες εργασίας και την ευρεία πρόσβαση σε επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση. Η ποιότητα ζωής δεν είναι απλώς στόχος, αλλά αποτελεί καθημερινή πραγματικότητα.
Αξιοσημείωτο είναι και το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου, παρά τις ανισότητες ανά Πολιτεία, ορισμένες περιοχές, όπως το Κολοράντο, καταγράφουν εξαιρετικά επίπεδα επαγγελματικής ικανοποίησης. Οι τοπικές πολιτικές για τις άδειες, τη μισθολογική δικαιοσύνη και την προστασία του χρόνου ανάπαυσης έχουν αποφέρει καρπούς, αποδεικνύοντας πως η αλλαγή δεν είναι θέμα γεωγραφίας, αλλά πολιτικής βούλησης.
Το πιο ουσιώδες συμπέρασμα της έρευνας είναι πως η επαγγελματική ικανοποίηση δεν εξαρτάται μόνο από τον εργοδότη ή τον εργαζόμενο, αλλά από το σύνολο των πολιτικών και θεσμικών παραμέτρων που καθορίζουν το εργασιακό περιβάλλον. Όταν οι κυβερνήσεις επενδύουν σε σταθερές και διαφανείς εργασιακές σχέσεις, όταν η κοινωνία προάγει την αξιοπρέπεια και τη δημιουργικότητα στον χώρο εργασίας, τότε οι πολίτες νιώθουν πιο ασφαλείς, πιο αποδοτικοί και πιο ευτυχισμένοι.
Η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια κρίσιμη επιλογή. Δεν μπορεί πια να πορεύεται με πρόχειρες λύσεις και διαχείριση της φθοράς. Χρειάζεται ένα νέο, σύγχρονο εργασιακό μοντέλο που θα δίνει πραγματική αξία στον εργαζόμενο, με σταθερότητα, δίκαιη αμοιβή, ευκαιρίες μάθησης και δυνατότητες εξέλιξης. Ένα μοντέλο που δεν θα κουράζει, αλλά θα δίνει προοπτική και κίνητρο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.