30 Μάι 2025
READING

Χαμηλές πτήσεις στις πωλήσεις ακινήτων: Ακίνητα 36 δισ. στην αγορά, αλλά μόνο σπίτια 3 δισ. άλλαξαν χέρια

4 MIN READ

Χαμηλές πτήσεις στις πωλήσεις ακινήτων: Ακίνητα 36 δισ. στην αγορά, αλλά μόνο σπίτια 3 δισ. άλλαξαν χέρια

Χαμηλές πτήσεις στις πωλήσεις ακινήτων: Ακίνητα 36 δισ. στην αγορά, αλλά μόνο σπίτια 3 δισ. άλλαξαν χέρια

Η αγορά «πετάει», αλλά τα συμβόλαια… δεν απογειώνονται. Αυτό φανερώνουν τα τελευταία στοιχεία αγοράς, σύμφωνα με τα οποία η ζήτηση για κατοικίες έχει πάρει ξανά τα πάνω της, ωστόσο η αγορά παραμένει καθηλωμένη σε χαμηλές πτήσεις. Τα συμβόλαια είναι λιγότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς — και το πρόβλημα δεν είναι η διάθεση των αγοραστών, αλλά η έλλειψη προσφοράς. Η αγορά «διψά» για σπίτια, αλλά οι επιλογές παραμένουν ελάχιστες, κρατώντας το φρένο πατημένο στην ανάκαμψη.

Συγκεκριμένα, η χαμηλή προσφορά, οι υψηλές τιμές και η μεγάλη απόκλιση με τη ζήτηση χαρακτηρίζουν την κατάσταση στο real estate, όπως τόνισε και ο Αντώνης Μαρκόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Prosperty, παρουσιάζοντας την τελευταία έρευνα σε συνέδριο για ακίνητα που διοργάνωσε το Capital. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, τα ακίνητα παραμένουν διαθέσιμα προς πώληση κατά μέσο όρο για 5 έως 6 μήνες, κυρίως λόγω των υψηλών ζητούμενων τιμών, καθώς η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των αγοραστών. Βασικός παράγοντας που οι κατοικίες μένουν καρφωμένες στις αγγελίες είναι η παλαιότητα. Περίπου το 45% των ακινήτων που πωλούνται σήμερα έχουν ανεγερθεί πριν το 1990, 35 χρόνια και πλέον πριν, γεγονός που αναδεικνύει τη μεγάλη παλαιότητα του υφιστάμενου αποθέματος. Από την άλλη πλευρά, μόλις το 22% των ακινήτων έχει κατασκευαστεί μετά το 2020, ενώ μόνο 1 στα 10 πωλούμενα ακίνητα είναι ανακαινισμένα. Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ της ζήτησης για σύγχρονες κατοικίες και της διαθέσιμης προσφοράς προκαλεί πίεση, ειδικά αν ληφθεί υπόψη και το υψηλό κόστος ανακαίνισης.

Παρά τη διάθεση και το ενδιαφέρον για αγορά κατοικίας, οι υποψήφιοι αγοραστές δυσκολεύονται να εντοπίσουν διαθέσιμα ακίνητα που να καλύπτουν τόσο τις οικονομικές τους δυνατότητες όσο και τις ποιοτικές τους απαιτήσεις. Οι περισσότεροι στρέφονται σε ακίνητα με ζητούμενη τιμή μεταξύ 100.000 και 200.000 ευρώ, με περίπου το 50% να στηρίζεται σε στεγαστικό δάνειο ύψους γύρω στις 90.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό προέρχεται από ίδια κεφάλαια. Η τελική τιμή αγοραπωλησίας συνήθως δεν ανταποκρίνεται ούτε στην αντικειμενική ούτε στην αρχικά ζητούμενη αξία, αλλά καθορίζεται κάπου ενδιάμεσα, ύστερα από διαπραγμάτευση. Για ακίνητα παλαιάς κατασκευής, πριν το 1989, η μέση τιμή στην οποία τελικά «κλείνουν» τα συμβόλαια την τελευταία δεκαετία κινείται στα 3.000 ευρώ ανά τετραγωνικό, την ώρα που η αρχική ζητούμενη τιμή διαμορφώνεται στα 4.239 ευρώ/τ.μ. Ωστόσο, το τίμημα που ζητείται σπάνια αντικατοπτρίζει και το ποσό που τελικά καταβάλλεται.

Το κέντρο της Αθήνας εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοκαθεδρία στις προτιμήσεις των αγοραστών, είτε πρόκειται για ιδιοκατοίκηση είτε για επένδυση μικρής κλίμακας. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται τα βόρεια προάστια, τα οποία παραδοσιακά θεωρούνται σταθερή και ασφαλής επιλογή για τοποθέτηση κεφαλαίων στην αγορά ακινήτων. Αντίθετα, τα νότια προάστια, αν και παρουσιάζουν έντονη οικοδομική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια, δεν φαίνεται να προσελκύουν ιδιαίτερα το εγχώριο αγοραστικό κοινό, κυρίως λόγω των αυξημένων τιμών. Όσον αφορά τα βασικά κριτήρια επιλογής, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως για έναν στους δύο αγοραστές η τοποθεσία αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα. Ακολουθούν σε προτεραιότητα η τιμή, το εμβαδόν, ο όροφος και άλλα επιμέρους χαρακτηριστικά του ακινήτου.

Ποια είναι η αλήθεια για τις επιπτώσεις του προγράμματος της Χρυσής Βίζας στο στεγαστικό;  Όπως σημείωσε η Μαρίνα Λαβράνου, CEO της REInvest Greece, τα ακίνητα που σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν αυτό το πρόγραμμα δεν πληρούν απαραίτητα τις προδιαγραφές μιας κατοικίας για ένα ελληνικό ζευγάρι. Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Μανουσάκης, CEO της Savills  εκτίμησε ότι οι τιμές στα νότια προάστια και στο κέντρο έχουν συμπαρασύρει όλη την αγορά.  Η αγορά κατοικίας φαίνεται να έχει φτάσει σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου οι περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές δείχνουν περιορισμένες.

Παρ’ όλα αυτά, η δυνατότητα πρόσβασης στην ιδιοκατοίκηση παραμένει δυσπρόσιτη για μεγάλο μέρος των πολιτών. Την περίοδο 2022–2024 καταγράφηκε μια αξιοσημείωτη ανατροπή στην τάση των τιμών, καθώς τα παλαιά ακίνητα σημείωσαν υψηλότερο ρυθμό αύξησης από τα νεόδμητα. Συγκεκριμένα, οι τιμές στα παλιά κτίρια κατέγραψαν άνοδο 14%, έναντι 11% στα νεόδμητα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.