Για πολλούς ανθρώπους, η ιδέα να ξεκινήσουν μια νέα ζωή σε άλλη χώρα συνοδεύεται από την ελπίδα για καλύτερες ευκαιρίες. Καλύτερες δουλειές, υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης, ένα πιο ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον για την οικογένεια, αυτοί είναι μερικοί από τους λόγους που κάθε χρόνο ωθούν εκατομμύρια ανθρώπους να μεταναστεύουν προς την Ευρώπη. Μόνο το 2022, περισσότεροι από 5,1 εκατομμύρια άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από χώρες εκτός Ευρώπης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.
Αν και η Ευρώπη προσφέρει αναμφισβήτητα πολλές δυνατότητες, η καθημερινή πραγματικότητα διαφέρει σημαντικά από πόλη σε πόλη. Το κόστος ζωής κάθε πρωτεύουσας διαμορφώνει καθοριστικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Αυτό που θεωρείται “άνετο” στο Βουκουρέστι μπορεί να μην επαρκεί στην Κοπεγχάγη. Για να καταγραφούν αυτές οι διαφορές, η ομάδα του TradingPedia ανέλυσε 37 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, συγκρίνοντας βασικά μηνιαία έξοδα για έναν ενήλικα και για μια τετραμελή οικογένεια: στέγαση, διατροφή, μετακινήσεις, προσωπική φροντίδα και ψυχαγωγία.
Ανάμεσα στις πιο οικονομικές πόλεις ξεχωρίζει το Μινσκ, με βασικά έξοδα που δεν ξεπερνούν τα 517 ευρώ τον μήνα. Το ενοίκιο για ένα μικρό στούντιο κοστίζει περίπου 272 ευρώ, ενώ ένα απλό καλάθι με τρόφιμα αγγίζει τα 58 ευρώ. Αντίστοιχα χαμηλό είναι το κόστος ζωής στο Σαράγεβο και το Κισινάου. Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι πάντα τόσο θετική όσο δείχνουν οι αριθμοί. Για παράδειγμα, στο Κισινάου τα βασικά έξοδα υπερβαίνουν τον μέσο μηνιαίο μισθό των 610 ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και μια φαινομενικά φθηνή πόλη μπορεί να δυσκολεύει τη ζωή των κατοίκων της, όταν τα εισοδήματα είναι ανεπαρκή.
Στον αντίποδα, οι ακριβότερες πόλεις –όπως το Ρέικιαβικ, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ– έχουν βασικά μηνιαία έξοδα που ξεπερνούν τα 2.500 ευρώ. Στο Ρέικιαβικ, τα συνολικά έξοδα φτάνουν σχεδόν τα 3.000 ευρώ, με το μεγαλύτερο μέρος να αφορά το κόστος στέγασης. Στο Λονδίνο, το ενοίκιο για ένα μικρό διαμέρισμα αγγίζει τα 2.000 ευρώ, ενώ οι μεταφορές μπορεί να κοστίσουν έως και 193 ευρώ τον μήνα.
Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο το πόσα ξοδεύει κανείς, αλλά και τι του απομένει. Το Λουξεμβούργο αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας εργαζόμενος με μέσο μισθό 5.590 ευρώ τον μήνα ξοδεύει περίπου 2.237 ευρώ για τα βασικά, δηλαδή μόλις το 40% των αποδοχών του. Η δυνατότητα αποταμίευσης είναι μεγάλη, πάνω από 3.300 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να απαιτούνται θυσίες στο επίπεδο ζωής.
Η Βέρνη στην Ελβετία παρουσιάζει παρόμοια εικόνα. Παρότι η ζωή εκεί είναι ακριβή, τα υψηλά εισοδήματα εξισορροπούν το κόστος. Με μέσο μισθό 6.262 ευρώ και έξοδα 2.540 ευρώ, ο μέσος κάτοικος διατηρεί σημαντικό περιθώριο για αποταμίευση και άνεση. Παρόμοια είναι η εικόνα στο Ελσίνκι και στην Κοπεγχάγη, όπου οι υψηλοί μισθοί κάνουν τις –κατά τα άλλα ακριβές– πόλεις, απόλυτα βιώσιμες για τους ντόπιους.
Αντίθετα, υπάρχουν πόλεις όπου τα βασικά έξοδα υπερβαίνουν τον μέσο μισθό. Στη Βαρσοβία, για παράδειγμα, οι κάτοικοι χρειάζονται περίπου 466 ευρώ επιπλέον κάθε μήνα για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες. Στην Τίρανα, το μηνιαίο έλλειμμα ανέρχεται στα 145 ευρώ. Στην Αθήνα, παρά τη φήμη της ως πιο προσιτή πόλη, ο μέσος μισθός των 1.017 ευρώ δεν αρκεί για να καλύψει τα βασικά έξοδα των 1.149 ευρώ.
Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται και στις οικογένειες. Στο Λουξεμβούργο, μια τετραμελής οικογένεια μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς με έναν μισθό. Στην Κοπεγχάγη, δύο μέσοι μισθοί καλύπτουν τα 3.869 ευρώ των οικογενειακών εξόδων και αφήνουν σημαντικό υπόλοιπο. Στη Βαρσοβία όμως, ακόμη και με δύο μισθούς, το εισόδημα δεν επαρκεί για τα έξοδα. Το ίδιο ισχύει και για πόλεις όπως η Τίρανα και η Λισαβόνα, όπου τα οικονομικά περιθώρια είναι ιδιαίτερα περιορισμένα.
Στον τομέα της διατροφής, κάποιες πρωτεύουσες ξεχωρίζουν για τη σχέση κόστους προς εισόδημα. Στο Λουξεμβούργο, τα μηνιαία έξοδα για τρόφιμα αντιστοιχούν μόλις στο 3,1% του μισθού. Στο Λονδίνο, το ποσοστό αυτό είναι 3,7%. Όσον αφορά τις μετακινήσεις, η Πράγα ξεχωρίζει για τις φθηνές δημόσιες συγκοινωνίες με πάσο μόλις 21 ευρώ τον μήνα, ενώ στο Λουξεμβούργο οι μετακινήσεις είναι δωρεάν.
Το κόστος ψυχαγωγίας διαφέρει επίσης αρκετά. Στη Βέρνη, αν και οι πολίτες ξοδεύουν γύρω στα 483 ευρώ τον μήνα για διασκέδαση, αυτό αντιστοιχεί σε μόλις 7,7% του εισοδήματός τους. Στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες, το ποσοστό αυτό φτάνει το 10%, παρά το ότι το απόλυτο ποσό είναι μικρότερο.
Τελικά, η επιλογή πόλης για να ζήσει κάποιος στην Ευρώπη δεν εξαρτάται μόνο από τις απόλυτες τιμές, αλλά κυρίως από τη σχέση τους με τα τοπικά εισοδήματα. Η προσιτότητα είναι σχετική, καθώς πόλεις με υψηλό κόστος ζωής μπορεί να εξισορροπούνται από υψηλούς μισθούς και καλές παροχές, προσφέροντας τελικά υψηλότερη ποιότητα ζωής. Αντίθετα, χαμηλό κόστος ζωής σε συνδυασμό με πολύ χαμηλούς μισθούς δυσκολεύει σημαντικά την καθημερινότητα. Η οικονομική ευημερία δεν καθορίζεται από το πόσο φθηνή ή ακριβή είναι μια πόλη, αλλά από την ισορροπία μεταξύ εισοδήματος και αναγκών.
Βρείτε όλη την έρευνα εδώ
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.