31 Μάι 2025
READING

Φυτικό γάλα και δυσανεξία στη λακτόζη: Η νέα πραγματικότητα στη σύγχρονη διατροφή

5 MIN READ

Φυτικό γάλα και δυσανεξία στη λακτόζη: Η νέα πραγματικότητα στη σύγχρονη διατροφή

Φυτικό γάλα και δυσανεξία στη λακτόζη: Η νέα πραγματικότητα στη σύγχρονη διατροφή

Η παγκόσμια αγορά φυτικού γάλακτος βρίσκεται σε φάση ραγδαίας ανάπτυξης, καθώς ολοένα και περισσότεροι καταναλωτές στρέφονται προς μη ζωικές εναλλακτικές για λόγους υγείας, περιβαλλοντικής ευαισθησίας ή ηθικών πεποιθήσεων.

Η παγκόσμια αγορά φυτικού γάλακτος παρουσιάζει σταθερή ανάπτυξη, αντανακλώντας την αυξανόμενη προτίμηση των καταναλωτών για εναλλακτικές λύσεις αντί του παραδοσιακού γάλακτος. Το 2024, η αξία της αγοράς φυτικού γάλακτος εκτιμήθηκε σε περίπου 20,93 δισεκατομμύρια δολάρια, με προβλέψεις να φτάσει τα 43,63 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2034, σημειώνοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7,62% .

Οι παραγωγοί φυτικού γάλακτος προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα εμπλουτίζοντας τα προϊόντα τους με ασβέστιο, βιταμίνες D και B12, προσφέροντας, έτσι, λύσεις που καλύπτουν τις ανάγκες των καταναλωτών με δυσανεξία ή διατροφικές προτιμήσεις. Επιπλέον, τα φυτικά γάλατα διατίθενται σε μεγάλη ποικιλία, όπως σόγια, αμύγδαλο, βρώμη, ρύζι, καρύδα και άλλα. Το γάλα σόγιας είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες, το γάλα αμυγδάλου είναι χαμηλό σε θερμίδες και πλούσιο σε βιταμίνη Ε, ενώ το γάλα βρώμης ξεχωρίζει για την κρεμώδη υφή και την υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες. Το γάλα ρυζιού και καρύδας απευθύνονται σε καταναλωτές με αλλεργίες ή ιδιαίτερες γευστικές προτιμήσεις.

Η ευνοϊκή νομοθεσία σε ΗΠΑ και Ευρώπη προωθεί τα φυτικά προϊόντα μέσω καλύτερης επισήμανσης και διατροφικής πληροφόρησης. Οι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα με “καθαρή ετικέτα” και οικολογική συσκευασία, ενώ τα μη γλυκανθέντα γάλατα (με 57% μερίδιο αγοράς το 2024) κερδίζουν έδαφος λόγω των τάσεων που αφορούν την υγεία και την αύξηση του διαβήτη.

Η αγορά φυτικού γάλακτος διαφοροποιείται ανά πηγή, σύνθεση, συσκευασία και κανάλι διανομής.

Στην παγκόσμια αγορά φυτικού γάλακτος, τα ποσοστά κατανάλωσης διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο γάλακτος. Σύμφωνα με στοιχεία του 2024, το γάλα αμυγδάλου κατέχει ηγετική θέση με μερίδιο αγοράς 59,9%, κυρίως λόγω των αντιληπτών οφελών για την υγεία και της χαμηλής περιεκτικότητας του σε θερμίδες.Το γάλα σόγιας ακολουθεί με μερίδιο αγοράς 34%, αξιοποιώντας την υψηλή περιεκτικότητα του σε πρωτεΐνες και την καθιερωμένη παρουσία του στην αγορά. Το γάλα βρώμης, αν και νεότερο στην αγορά, παρουσιάζει ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, με μερίδιο αγοράς 20% το 2024.  Άλλες εναλλακτικές, όπως το γάλα καρύδας, παρουσιάζουν αυξητική τάση, με τις πωλήσεις του να αυξάνονται κατά 12,6% στις ΗΠΑ το 2024.

Γεωγραφικά, η Βόρεια Αμερική ηγείται της αγοράς (29,2% το 2024), ενώ η Ασία-Ειρηνικός παρουσιάζει ταχύτατη ανάπτυξη, λόγω αστικοποίησης και ανόδου του διαθέσιμου εισοδήματος σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Η Ευρώπη έχει ισχυρή παρουσία, κυρίως λόγω της παραγωγής αμυγδάλου στην Ισπανία και την Ιταλία. Μεγάλες εταιρείες όπως η Nestlé, η Danone, η Blue Diamond Growers και η Califia Farms πρωτοστατούν στην αγορά, προσφέροντας καινοτόμα προϊόντα και επεκτείνοντας τη γκάμα τους.

Η ενίσχυση της αγοράς φυτικού γάλακτος δεν αποτελεί απλώς μια διατροφική μόδα, αλλά συστημική αλλαγή με κοινωνικές, τεχνολογικές και οικονομικές προεκτάσεις. Η δυσανεξία στη λακτόζη λειτούργησε ως καταλύτης για την αναδιάρθρωση της αγοράς και ώθησε τις επιχειρήσεις να επαναπροσδιορίσουν τις στρατηγικές τους. Όσο η επιστήμη των τροφίμων εξελίσσεται και οι καταναλωτές γίνονται πιο συνειδητοποιημένοι, το φυτικό γάλα αναμένεται να καταλάβει μόνιμη θέση στο σύγχρονο διατροφικό τοπίο, προσφέροντας λύσεις προσβασιμότητας, υγείας και βιωσιμότητας.

Η παρουσία δυσανεξίας στη λακτόζη έχει άμεσες συνέπειες τόσο στη δημόσια υγεία όσο και στην οικονομία των τροφίμων. Η αποφυγή γαλακτοκομικών οδηγεί σε μειωμένη πρόσληψη βασικών μικροθρεπτικών συστατικών, όπως το ασβέστιο και η βιταμίνη D, αυξάνοντας τον κίνδυνο για οστεοπόρωση και άλλες διαταραχές των οστών. Ωστόσο, η αυξημένη ευαισθητοποίηση γύρω από το ζήτημα έχει οδηγήσει στη διάδοση εναλλακτικών επιλογών. Οι καταναλωτές επιλέγουν προϊόντα χωρίς λακτόζη, φυτικά γάλατα από σόγια, αμύγδαλο ή βρώμη, καθώς και συμπληρώματα λακτάσης. Αυτή η αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών έχει προκαλέσει σημαντικές μεταβολές στη στρατηγική των εταιρειών τροφίμων.

Η Ελλάδα καταγράφει μια ενδιάμεση εικόνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του World Population Review, περίπου το 55% των Ελλήνων παρουσιάζει δυσανεξία στη λακτόζη. Άλλες επιστημονικές μελέτες δίνουν χαμηλότερα αλλά και υψολότερα ποσοστά, . Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ελληνικών πληθυσμών είναι επίσης σημαντικές, με έρευνες να δείχνουν ότι το 44,7% των κατοίκων της ηπειρωτικής Ελλάδας παρουσιάζει δυσανεξία, ποσοστό που αυξάνεται στο 56% στην Κρήτη.

Στον αντίποδα, οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες παρουσιάζουν εντυπωσιακά χαμηλά ποσοστά. Στη Δανία και την Ιρλανδία, μόνο το 4% του πληθυσμού εμφανίζει δυσανεξία, ενώ στη Σουηδία το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 7%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 8% και στην Ολλανδία το 12%. Τα χαμηλά αυτά ποσοστά εξηγούνται από την μακρόχρονη παρουσία της κτηνοτροφίας και της συστηματικής κατανάλωσης γαλακτοκομικών προϊόντων, γεγονός που προώθησε, μέσω φυσικής επιλογής, τη διατήρηση της δραστηριότητας του ενζύμου λακτάση στην ενήλικη ζωή.

Η συχνότητα εμφάνισης της δυσανεξίας παρουσιάζει αξιοσημείωτες γεωγραφικές, εθνοτικές και πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2025, περίπου το 65% των ενηλίκων παγκοσμίως εμφανίζει κάποια μορφή δυσανεξίας στη λακτόζη. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται δραματικά σε περιοχές όπως η Ανατολική Ασία, η Αφρική και η Μέση Ανατολή. Σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, η Υεμένη, η Γκάνα και το Μαλάουι, το φαινόμενο αγγίζει το 100% του πληθυσμού. Αντίστοιχα, σε περιοχές όπως το Βιετνάμ και η Αρμενία, η συχνότητα δυσανεξίας ξεπερνά το 95%. Η Κίνα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπου περίπου το 85% του πληθυσμού δυσκολεύεται να διασπάσει τη λακτόζη, κάτι που αποδίδεται στις διατροφικές συνήθειες.

Η δυσανεξία στη λακτόζη αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες διατροφικές δυσανεξίες παγκοσμίως, επηρεάζοντας σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν μπορεί να διασπάσει αποτελεσματικά τη λακτόζη, δηλαδή τον κύριο υδατάνθρακα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, εξαιτίας της μειωμένης ή ανύπαρκτης δραστηριότητας του ενζύμου λακτάση. Αν και η δυσανεξία δεν είναι επικίνδυνη από ιατρικής άποψης, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωής και τις διατροφικές επιλογές των ατόμων.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.