Το 2024 κατέγραψε μια σκοτεινή πρωτιά, καθώς ήταν η χειρότερη χρονιά, στην ιστορία της παρακολούθησης, για την απώλεια πρωτογενούς τροπικού δάσους. Πάνω από 6,7 εκατομμύρια εκτάρια εξαφανίστηκαν σε λιγότερο από 12 μήνες, σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα της πλατφόρμας Global Forest Watch σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ. Πρόκειται για δάση παρθένα, ώριμα οικοσυστήματα, τα οποία αποθηκεύουν τεράστιες ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα και αποτελούν κρίσιμα καταφύγια για τη βιοποικιλότητα.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο αυτής της απώλειας είναι η συμβολή των πυρκαγιών, οι οποίες ευθύνονται πλέον για σχεδόν το 50% της καταστροφής. Πρόκειται για ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των τελευταίων ετών και ενδεικτικό της αυξανόμενης επιρροής της κλιματικής αλλαγής στις φυσικές καταστροφές. Οι πυρκαγιές στα τροπικά δάση, σε αντίθεση με εκείνες των εύκρατων περιοχών, συχνά δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η καύση εκτάσεων για γεωργική χρήση.
Η απώλεια δεν είναι μόνο οικολογική. Οι εκπομπές που προέκυψαν από τις πυρκαγιές του 2024 εκτιμάται ότι ξεπέρασαν τα 4,1 γιγατόνους CO₂, ποσότητα τετραπλάσια από τις συνολικές ετήσιες εκπομπές του παγκόσμιου τομέα των αερομεταφορών. Η καταστροφή της φυτοκάλυψης προκαλεί αλυσιδωτές συνέπειες: αποσταθεροποιεί τοπικά μικροκλίματα, μειώνει την ικανότητα απορρόφησης διοξειδίου του άνθρακα, επιταχύνει την απώλεια ειδών και αυξάνει την ευαλωτότητα των πληθυσμών σε ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η Συμφωνία της Γλασκώβης για τον τερματισμό της παγκόσμιας αποδάσωσης έως το 2030 βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Δεκαεπτά από τις είκοσι χώρες με τη μεγαλύτερη κάλυψη τροπικών δασών παρουσίασαν αυξημένες απώλειες το 2024 σε σύγκριση με το 2021, όταν υπογράφηκε η Συμφωνία. Η διαφορά μεταξύ δηλώσεων και πράξεων είναι πλέον μετρήσιμη και απογοητευτική.
Ωστόσο, μέσα σε αυτό το παγκόσμιο περιβαλλοντικό αδιέξοδο, υπάρχουν δράσεις που λειτουργούν ως αντίβαρο. Στην Ελλάδα, μια ιδιωτική πρωτοβουλία αναδείχθηκε ως παράδειγμα ουσιαστικής συνεισφοράς. Η Παπαστράτος, θυγατρική της Philip Morris International, ξεκίνησε το 2021 το μεγαλύτερο εταιρικό πρόγραμμα αναδάσωσης στη χώρα, με στόχο τη φύτευση 70.000 δέντρων σε 1.000 στρέμματα πυρόπληκτων περιοχών της Αττικής. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε συνεργασία με εξειδικευμένους φορείς και επιστημονικούς συμβούλους, με σκοπό όχι απλώς τη φύτευση, αλλά και την επιβίωση των δέντρων.
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα αυτής της προσπάθειας είναι η συνέπεια. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει φροντίδα των φυτεύσεων και προβλέπει σύστημα παρακολούθησης της ανάπτυξης των δέντρων με στόχο να διατηρηθεί ποσοστό επιβίωσης τουλάχιστον 75% έως το 2026. Μετά τον παρατεταμένο καύσωνα του 2023, που προκάλεσε απώλειες σε δενδρύλλια, η εταιρεία προχώρησε σε άμεση επαναφύτευση, επιδεικνύοντας συνέπεια.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η δράση αυτή δεν εντάσσεται απλώς σε μια στρατηγική εταιρικής επικοινωνίας, αλλά σε μια ευρύτερη προσέγγιση περιβαλλοντικής υπευθυνότητας. Η επιλογή των ειδών βασίστηκε σε οικολογικά κριτήρια, καθώς είναι ενδημικά ή ανθεκτικά στο κλίμα της περιοχής, ώστε να μεγιστοποιηθεί η πιθανότητα επιβίωσης και να αποφευχθεί η περαιτέρω οικολογική επιβάρυνση. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται σύγχρονα εργαλεία γεωχωρικής παρακολούθησης για την τεκμηρίωση της προόδου.
Το βασικό μήνυμα είναι ότι η αναδάσωση, αν και από μόνη της δεν μπορεί να ανατρέψει την παγκόσμια καταστροφή, παραμένει ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Δεν πρόκειται μόνο για φύτευση δέντρων, αλλά για αποκατάσταση οικοσυστημάτων, για ενίσχυση της ανθεκτικότητας του εδάφους, για αύξηση της ικανότητας απορρόφησης άνθρακα, για αναζωογόνηση της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση.
Η περίπτωση της Παπαστράτος αποδεικνύει πως η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά, και όχι επιφανειακά, στην προσπάθεια ανάσχεσης της περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Δεν είναι αυτονόητο. Είναι αποτέλεσμα δέσμευσης, επένδυσης και μιας νέας αντίληψης για τον ρόλο των επιχειρήσεων στην κοινωνία. Σε μια περίοδο όπου οι κρατικοί μηχανισμοί πολλές φορές αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στην κρισιμότητα των συνθηκών, τέτοιες δράσεις αποκτούν αξία υπέρμετρη λειτουργώντας όχι ως υποκατάστατο της πολιτείας, αλλά ως παράδειγμα προς μίμηση.
Καθώς ο πλανήτης χάνει δάση με ανησυχητικούς ρυθμούς και τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, γίνεται φανερό ότι η αποκατάσταση της γης απαιτεί συνδυασμό πολιτικής βούλησης, επιστημονικής τεκμηρίωσης, χρηματοδότησης και, πάνω απ’ όλα, πράξης.
Κάθε δέντρο που φυτεύεται σε καμένη γη είναι υπενθύμιση ότι ακόμη δεν είναι αργά.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.