Παρά την εντυπωσιακή πρόοδο της τεχνολογίας στις οικονομικές συναλλαγές, η Γερμανία αποτελεί μια ιδιαιτερότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Εκεί όπου η Σουηδία πλησιάζει να γίνει μια κοινωνία σχεδόν χωρίς μετρητά και άλλες χώρες κινούνται γοργά προς τον πλήρη ψηφιακό μετασχηματισμό των συναλλαγών, οι Γερμανοί συνεχίζουν να εμπιστεύονται το φυσικό χρήμα.
Σήμερα, σχεδόν 395 δισεκατομμύρια ευρώ φυλάσσονται σε γερμανικά νοικοκυριά εκτός του τραπεζικού συστήματος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Bundesbank που είδαν το φως της δημοσιότητας, ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ τις προηγούμενες δεκαετίες και φέρνει στην επιφάνεια ένα σύνθετο οικονομικό και πολιτισμικό φαινόμενο, που αφορά την ακατάβλητη αγάπη των Γερμανών για τα μετρητά.
Η φράση «Nur Bares ist Wahres», δηλαδή «μόνο τα μετρητά είναι αληθινά», δεν είναι απλώς ένα απόφθεγμα, αλλά μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση. Οι Γερμανοί θεωρούν τα μετρητά ως σύμβολο αυτονομίας, σταθερότητας και προσωπικού ελέγχου. Η συμπεριφορά αυτή δεν είναι τυχαία ούτε συγκυριακή. Πρόκειται για προϊόν ιστορικών εμπειριών και συλλογικής μνήμης, από την οικονομική αβεβαιότητα κατά τη διάρκεια των παγκοσμίων πολέμων και την επανένωση της χώρας, οι Γερμανοί έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν το χρήμα ως κάτι απτό, χειροπιαστό και ασφαλές μόνο όταν βρίσκεται στα χέρια τους.
Η αντίληψη αυτή επηρεάζει την καθημερινότητα σε πολλά επίπεδα. Παρά τη διαρκή άνοδο των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τα μετρητά παραμένουν το κύριο μέσο πληρωμής για μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Ενώ το 2020 περίπου το 60% των συναλλαγών γινόταν με μετρητά, το 2023 το ποσοστό μειώθηκε στο 53%, δείχνοντας μια ελαφριά στροφή προς τις ψηφιακές λύσεις. Ωστόσο, στο λιανεμπόριο, η χρήση μετρητών παραμένει ισχυρή με σχεδόν το 34% των συναλλαγών να εξακολουθεί να γίνεται με φυσικό χρήμα, ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η αποθήκευση μεγάλων ποσών στο σπίτι, το λεγόμενο «χρήμα στο στρώμα», αποτελεί κοινή πρακτική. Κατά μέσο όρο, κάθε Γερμανός εκτιμάται πως έχει κρυμμένα στο σπίτι του περίπου 1.326 ευρώ σε μετρητά. Η αποταμίευση εκτός τραπεζών έχει ενισχυθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την εμπειρία της πανδημίας, τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις διακυμάνσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία. Σε περιόδους αστάθειας, το κοινό αναζητά την ασφάλεια που θεωρεί ότι του προσφέρουν τα χαρτονομίσματα.
Αυτό το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί από τους οικονομολόγους ως το «παράδοξο των μετρητών», καθώς οι ηλεκτρονικές πληρωμές αυξάνονται, το ίδιο συμβαίνει και με την ποσότητα των μετρητών σε κυκλοφορία. Πώς γίνεται αυτό; Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι μεγάλο μέρος των μετρητών που κυκλοφορούν δεν χρησιμοποιούνται για πληρωμές, αλλά αποθηκεύονται. Μια παλαιότερη έρευνα της Bundesbank έδειξε ότι μόλις το 10% των μετρητών χρησιμοποιούνται ενεργά στην οικονομία, ενώ τα υπόλοιπα είτε φυλάσσονται εντός της χώρας είτε εξάγονται σε άλλες αγορές. Το ευρώ, μάλιστα, έχει εξελιχθεί και ως νόμισμα αποταμίευσης εκτός συνόρων, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση της συνολικής ποσότητας του φυσικού χρήματος.
Οι λόγοι που επικαλούνται οι πολίτες για να αποφεύγουν τις ηλεκτρονικές πληρωμές ποικίλλουν. Ορισμένοι δηλώνουν πως νιώθουν πως χάνουν τον έλεγχο των οικονομικών τους όταν πληρώνουν με κάρτες ή κινητές εφαρμογές. Άλλοι εκφράζουν ανησυχίες για την ιδιωτικότητα, θεωρώντας ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αφήνουν ψηφιακά ίχνη, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για εμπορική στόχευση ή ακόμα και κρατική παρακολούθηση. Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, η τεχνολογική δυσκολία αποτελεί βασικό εμπόδιο. Και φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που προτιμούν τα μετρητά για λιγότερο διαφανείς σκοπούς, όπως φοροδιαφυγή, αδήλωτες συναλλαγές ή απλά ανωνυμία.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει προβληματισμό τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στις εθνικές κυβερνήσεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, επιχειρώντας να καταπολεμήσει το ξέπλυμα χρήματος και την παραοικονομία, προωθεί την επιβολή ορίων στις συναλλαγές με μετρητά. Από το 2026, και η Γερμανία θα πρέπει να θεσπίσει σχετικούς περιορισμούς, κάτι που μέχρι σήμερα είχε αποφύγει. Αυτό αναμένεται να προκαλέσει αντιδράσεις.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν αυτή η νοοτροπία μπορεί να αλλάξει, και αν ναι, με ποιον τρόπο. Η μετάβαση σε μια πλήρως ψηφιακή οικονομία απαιτεί περισσότερα από τεχνολογικές λύσεις και κανονιστικά πλαίσια. Απαιτεί οικοδόμηση εμπιστοσύνης. Οι πολίτες θα πρέπει να αισθανθούν ότι οι ψηφιακές πληρωμές είναι ασφαλείς, διαφανείς, απλές και, κυρίως, ότι δεν απειλούν την οικονομική τους αυτονομία. Η ψηφιοποίηση από μόνη της δεν φτάνει, όταν έρχεται αντιμέτωπη με δεκαετίες κουλτούρας, συνήθειας και καχυποψίας.
Η Γερμανία, παρά το τεχνολογικό της προφίλ, μας θυμίζει ότι η οικονομική συμπεριφορά των ανθρώπων δεν καθορίζεται αποκλειστικά από την πρόοδο, αλλά και από τη μνήμη. Το χαρτονόμισμα δεν είναι μόνο ένα μέσο πληρωμής, αλλά αποτελούν σύμβολο ασφάλειας, ελευθερίας και, για πολλούς, εμπιστοσύνης αποκλειστικά στον εαυτό τους. Και αυτή η εμπιστοσύνη, προς το παρόν, δεν κατατίθεται εύκολα σε ηλεκτρονικά πορτοφόλια.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.