15 Ιούν 2025
READING

Γιατί οι τράπεζες περιορίζουν τα ATM και ποιος αναλαμβάνει τη συνέχεια

4 MIN READ

Γιατί οι τράπεζες περιορίζουν τα ATM και ποιος αναλαμβάνει τη συνέχεια

Γιατί οι τράπεζες περιορίζουν τα ATM και ποιος αναλαμβάνει τη συνέχεια

Τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης (ATM) αποτέλεσαν για δεκαετίες αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινής τραπεζικής εμπειρίας, δίνοντας τη δυνατότητα στους πολίτες να κάνουν αναλήψεις, καταθέσεις, πληρωμές και μεταφορές χρημάτων χωρίς την ανάγκη φυσικής παρουσίας σε κατάστημα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά σε απομακρυσμένες περιοχές ή νησιωτικούς οικισμούς, τα ATM υπήρξαν η μοναδική επαφή των κατοίκων με το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια έντονη αλλαγή στρατηγικής από τις τράπεζες, που προχωρούν σε σταδιακή συρρίκνωση του δικτύου των ATM, είτε μέσω κατάργησης, είτε μέσω πώλησης των μηχανημάτων σε εξωτερικούς παρόχους.

Η βασική αιτία πίσω από αυτή την τάση είναι το κόστος. Η αγορά, εγκατάσταση και συντήρηση ενός ΑΤΜ απαιτεί σημαντικά κεφάλαια. Πέρα από τον αρχικό εξοπλισμό, απαιτείται συνεχής τροφοδοσία με μετρητά, τεχνική υποστήριξη, υπηρεσίες ασφαλείας, τηλεπικοινωνιακές υποδομές, ενοίκια χώρων και φυσικά κόστος ανθρώπινου δυναμικού. Όταν αυτά προστίθενται και δεν αντισταθμίζονται από επαρκή συναλλακτική δραστηριότητα, όπως συμβαίνει σε περιοχές χαμηλού πληθυσμού ή σε τουριστικές τοποθεσίες εκτός σεζόν, το ΑΤΜ καθίσταται ζημιογόνο για την τράπεζα. Διανύοντας μια περίοδο που οι τράπεζες έχουν ως βασικό στόχο τη μείωση των λειτουργικών δαπανών και την αύξηση της αποδοτικότητας, το μοντέλο ενός εκτεταμένου φυσικού δικτύου ATM κρίνεται ολοένα και λιγότερο βιώσιμο.

Επιπλέον, η συνεχής άνοδος των ψηφιακών συναλλαγών και των ηλεκτρονικών πληρωμών έχει μειώσει σημαντικά την εξάρτηση των καταναλωτών από τα μετρητά. Οι πολίτες ολοένα και περισσότερο στρέφονται σε ψηφιακές πλατφόρμες τραπεζικών υπηρεσιών, όπως το mobile banking ή οι ψηφιακές κάρτες, γεγονός που αποδυναμώνει τη χρησιμότητα του ΑΤΜ. Η πανδημία COVID-19 επιτάχυνε αυτή τη μετάβαση, με τις ανέπαφες συναλλαγές και τα ψηφιακά πορτοφόλια να καθιερώνονται σε μεγάλο βαθμό ως καθημερινές πρακτικές πληρωμής. Στο νέο αυτό περιβάλλον, τα ATM τείνουν να λειτουργούν περισσότερο συμπληρωματικά παρά ως βασικά κανάλια εξυπηρέτησης.

Η αλλαγή στρατηγικής των τραπεζών συνοδεύεται συχνά από πώληση των off-site ATM, δηλαδή αυτών που βρίσκονται εκτός τραπεζικών καταστημάτων, σε ανεξάρτητους παρόχους. Εταιρείες, όπως η Euronet ή η νεοεισερχόμενη Cashflex, αναλαμβάνουν τη λειτουργία και διαχείριση αυτών των μηχανημάτων, συχνά με επενδύσεις σε τεχνολογία και υποδομές, ενώ εφαρμόζουν τη δική τους εμπορική πολιτική. Αν και αυτά τα ATM συνεχίζουν να εξυπηρετούν τους πολίτες, οι χρεώσεις είναι αισθητά υψηλότερες. Οι συναλλαγές μέσω τέτοιων παρόχων μπορούν να κοστίζουν μέχρι και 4,95 ευρώ ανά ανάληψη, ειδικά όταν χρησιμοποιείται κάρτα διαφορετικής τράπεζας, και δεν υπάρχει εναλλακτική πρόσβαση. Παρά την ύπαρξη ευρωπαϊκής ρύθμισης για ενιαία τιμολόγηση ανεξαρτήτως εκδότη της κάρτας, δεν υφίσταται αντίστοιχη ρύθμιση για το ύψος της χρέωσης, αφήνοντας έτσι ευχέρεια στους παρόχους να διαμορφώνουν την τιμολογιακή τους πολιτική.

Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδίως σε τουριστικές ή απομονωμένες τοποθεσίες, τα τραπεζικά ATM έχουν μειωθεί δραματικά, αφήνοντας πίσω τους ένα κενό που αρχίζει να καλύπτεται μόνο από ιδιώτες παρόχους. Χωριά και νησιά χωρίς τραπεζικά καταστήματα θα βασίζονται σε ιδιωτικά ATM για οποιαδήποτε ανάληψη ή συναλλαγή.

Ωστόσο, υπάρχουν και σημεία που αξίζει να επισημανθούν, καθώς αρκετοί από τους νέους παρόχους επενδύουν σε πολυλειτουργικά ATM, τα οποία πέρα από την ανάληψη και κατάθεση χρημάτων, επιτρέπουν πληρωμές λογαριασμών, σκαναρίσματα barcode, ακόμα και ανέπαφες συναλλαγές μέσω τεχνολογίας NFC. Οι δυνατότητες αυτές εξυπηρετούν την ευρύτερη ανάγκη για τραπεζική ανεξαρτησία σε τοποθεσίες χωρίς φυσικά καταστήματα.

Η μακροπρόθεσμη εικόνα δείχνει ότι οι τράπεζες επιδιώκουν έναν υβριδικό μετασχηματισμό. Αντί για μεγάλα δίκτυα με υποκαταστήματα και δεκάδες ATM, στρέφονται σε μικρότερα, τεχνολογικά προηγμένα σημεία εξυπηρέτησης και, κυρίως, στην ενίσχυση του ψηφιακού τραπεζικού περιβάλλοντος. Ο τελικός στόχος είναι η αποτελεσματικότητα, η μείωση κόστους και η αύξηση της προσβασιμότητας μέσω εφαρμογών και διαδικτυακών υπηρεσιών. Παράλληλα, το αυξανόμενο μερίδιο των ιδιωτικών παρόχων στον τομέα των ATM δημιουργεί μια νέα αγορά με έντονο ανταγωνισμό, αλλά και προβληματισμό για τις χρεώσεις και την καθολική πρόσβαση του πληθυσμού σε βασικές τραπεζικές υπηρεσίες.

Το τοπίο των ATM στην Ελλάδα και διεθνώς αλλάζει ραγδαία. Ενώ οι ανάγκες των καταναλωτών εξελίσσονται, η ισορροπία μεταξύ φυσικής και ψηφιακής παρουσίας παραμένει ζητούμενο, με τις τράπεζες να επαναπροσδιορίζουν τον ρόλο τους στην εποχή της τεχνολογίας και οι χρήστες να καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο μοντέλο εξυπηρέτησης, με λιγότερα μεν ATM, αλλά ενδεχομένως περισσότερες επιλογές και προκλήσεις.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.