Η αγορά πολυτελούς κατοικίας βρίσκεται σε φάση δυναμικής επέκτασης σε διεθνές επίπεδο, καθώς η ζήτηση για ακίνητα υψηλής αισθητικής και υπηρεσιών αυξημένης προστιθέμενης αξίας ενισχύεται σταθερά.
Πρόκειται για μια αγορά που δεν απευθύνεται αποκλειστικά στους παραδοσιακούς αγοραστές της οικονομικής ελίτ, αλλά προσελκύει ένα ευρύτερο φάσμα επενδυτών, επιχειρηματιών και εύπορων ιδιωτών, οι οποίοι επιδιώκουν την απόκτηση κατοικιών που συνδυάζουν ποιότητα ζωής, ασφάλεια και επενδυτική προοπτική. Η παγκόσμια αύξηση του πλούτου, κυρίως στις αναδυόμενες αγορές της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, συνοδεύεται από μετατόπιση των επενδυτικών προτιμήσεων σε περιουσιακά στοιχεία που προσφέρουν σταθερότητα αποδόσεων και ανθεκτικότητα απέναντι στις διακυμάνσεις των αγορών. Η πολυτελής κατοικία ανταποκρίνεται σε αυτά τα κριτήρια, καθώς αποτελεί ένα απτό, ασφαλές και πολιτισμικά ελκυστικό αγαθό, το οποίο διατηρεί την αξία του στον χρόνο και προσφέρει πολλαπλές δυνατότητες αξιοποίησης, είτε για ιδιοκατοίκηση είτε για εκμίσθωση ή μεταπώληση.
Ο ασιατικός παράγοντας αναδεικνύεται σε κινητήριο δύναμη για τον κλάδο. Οι αυξημένοι ρυθμοί συσσώρευσης πλούτου σε χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Σιγκαπούρη και το Χονγκ Κονγκ, έχουν δημιουργήσει μια νέα γενιά επενδυτών, οι οποίοι επιδιώκουν εξασφάλιση, διεθνή αναγνώριση και κύρος μέσω στρατηγικών επενδύσεων σε ακίνητα του εξωτερικού. Παράλληλα, οι εντεινόμενες πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες σε ορισμένες περιοχές της Ασίας, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων και την αυστηροποίηση του φορολογικού πλαισίου, στρέφουν το ενδιαφέρον σε ευρωπαϊκές αγορές με σταθερό κανονιστικό περιβάλλον. Ειδική βαρύτητα αποκτούν περιοχές που προσφέρουν προγράμματα Golden Visa ή φορολογικά κίνητρα, όπως η Ελλάδα, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτέλεσε βασικό προορισμό για Κινέζους αγοραστές υψηλής εισοδηματικής τάξης.
Καταλύτης της ανάπτυξης του τομέα αποτελεί η ενίσχυση του μοντέλου των επώνυμων κατοικιών (branded residences), δηλαδή κατοικιών που αναπτύσσονται σε συνεργασία με διεθνή ξενοδοχειακά ή σχεδιαστικά brands. Οι επώνυμες κατοικίες συνδυάζουν αρχιτεκτονική υπεροχή με υπηρεσίες πέντε αστέρων και συνοδεύονται από ισχυρή ταυτότητα, η οποία προσδίδει κύρος, διασφαλισμένη ποιότητα και εμπορική υπεραξία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειονότητα αυτών των μονάδων στην Ευρώπη εντάσσονται σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα και συνοδεύονται από υπηρεσίες όπως concierge, spa, εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας και 24ωρη εξυπηρέτηση. Τα brands λειτουργούν όχι μόνο ως σημείο διαφοροποίησης, αλλά και ως εγγύηση υψηλών αποδόσεων και αναγνωρισιμότητας, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για Ασιάτες επενδυτές, για τους οποίους η έννοια του κύρους αποτελεί καθοριστικό κριτήριο επιλογής.
Η πανδημία COVID-19 λειτούργησε ως επιταχυντής των εξελίξεων. Η εμπειρία των περιορισμών οδήγησε πολλούς εύπορους Ευρωπαίους, Αμερικανούς και Ασιάτες στην απόκτηση δεύτερης κατοικίας, δίνοντας προτεραιότητα στην ποιότητα ζωής, την υγειονομική ασφάλεια και την εγγύτητα στη φύση. Η Ελλάδα, χάρη στα ιδιαίτερα πλεονεκτήματά της – ευρωπαϊκή ταυτότητα, ευχάριστο κλίμα, ασφαλές περιβάλλον και απαράμιλλη φυσική ομορφιά – κατέστη ένας από τους πιο περιζήτητους προορισμούς για αγοραστές υψηλών απαιτήσεων.
Περιοχές όπως η Αθηναϊκή Ριβιέρα, η Μύκονος, η Κρήτη και το Πόρτο Χέλι συγκεντρώνουν σημαντικές επενδύσεις, καθώς συνδυάζουν υψηλή αξία γης, ανεπτυγμένες υποδομές και προφίλ αγοραστών με διεθνή εμβέλεια. Η Αθήνα, παρότι διαθέτει μεγάλο οικιστικό απόθεμα και έχει ενισχυθεί σημαντικά από την αναβάθμιση του έργου στο Ελληνικό και άλλες πολυτελείς επενδύσεις, διατηρεί ακόμη περιθώρια ανάπτυξης, ιδίως στον τομέα των επώνυμων κατοικιών. Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει ευρύ φάσμα υφιστάμενων ακινήτων, τα οποία μπορούν να μετατραπούν σε κατοικίες υψηλής αξίας με σχετικά ήπιες παρεμβάσεις. Παλαιά ξενοδοχεία, ημιτελή συγκροτήματα και εγκαταλελειμμένα κτίρια αποτελούν ευκαιρίες για επανάχρηση, προσφέροντας δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης και επενδυτικής υπεραξίας.
Η δυναμική αυτή συνδέεται και με τις εντεινόμενες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, με τους αγοραστές να δείχνουν σαφή προτίμηση για έργα με περιορισμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, βιοκλιματικό σχεδιασμό και στοιχεία κυκλικής οικονομίας. Παράλληλα, τα προγράμματα Golden Visa και οι ευνοϊκές φορολογικές ρυθμίσεις για μεταφορά φορολογικής κατοικίας, ενισχύουν την ελκυστικότητα της χώρας, ιδιαίτερα σε σύγκριση με ανταγωνιστικές αγορές που έχουν αρχίσει να περιορίζουν τα αντίστοιχα κίνητρα.
Η στρατηγική αξία των πολυτελών κατοικιών είναι εξίσου σημαντική και για τους developers, καθώς η συνεργασία με διεθνή brands ενισχύει την προβολή του έργου, επιταχύνει την εμπορική του απορρόφηση και επιτρέπει υψηλότερη τιμολόγηση. Δημιουργεί ευρύτερη υπεραξία για την τοπική αγορά, συμβάλλοντας στην τουριστική και οικονομική της ανάπτυξη.
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν την εικόνα μιας αναδυόμενης πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η αγορά πολυτελούς κατοικίας δεν συνιστά μια συγκυριακή τάση, αλλά μια μεταβολή που αντανακλά ευρύτερες δημογραφικές, κοινωνικές και γεωοικονομικές αλλαγές. Η Ελλάδα, εφόσον κινηθεί με στρατηγικό σχεδιασμό, έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει ρόλο πρωταγωνιστή σε διεθνές επενδυτικό περιβάλλον, με την Ασία να διατηρεί σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της νέας εποχής.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.