Η ηλιακή ενέργεια καταλαμβάνει ολοένα και πιο κεντρική θέση στο ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης, σηματοδοτώντας μια ουσιαστική μεταβολή στον τρόπο με τον οποίο παράγεται και διαχειρίζεται η ηλεκτρική ενέργεια.
Από μια τεχνολογία που πριν από λίγα χρόνια θεωρούνταν δευτερεύουσα, σήμερα αναδεικνύεται σε θεμέλιο λίθο της ενεργειακής στρατηγικής πολλών ευρωπαϊκών κρατών. Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των χωρών που πρωτοστατούν σε αυτή τη μετάβαση προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, αξιοποιώντας στο έπακρο τη γεωγραφική της θέση και την έντονη ηλιοφάνεια που διαθέτει.
Τα στοιχεία των τελευταίων ετών αποτυπώνουν μια σταθερή και ραγδαία άνοδο τόσο στην παραγωγή όσο και στην εγκατεστημένη ισχύ από φωτοβολταϊκά συστήματα. Η ενέργεια από τον ήλιο έχει πάψει να αποτελεί έναν συμπληρωματικό ενεργειακό πόρο και μετατρέπεται πλέον σε βασικό πυλώνα της ενεργειακής ασφάλειας και της απανθρακοποίησης της οικονομίας. Σύμφωνα με την ανεξάρτητη δεξαμενή σκέψης Ember, ο Ιούνιος του 2025 αποτέλεσε ορόσημο για την Ε.Ε., καθώς για πρώτη φορά η ηλιακή ενέργεια αναδείχθηκε ως η κυρίαρχη πηγή ηλεκτροπαραγωγής, καλύπτοντας το 22,1% της συνολικής παραγωγής. Πρόκειται για μια ιστορική αλλαγή, που επιβεβαιώνει τη δυναμική της πράσινης μετάβασης και ενισχύει την αυτάρκεια των ευρωπαϊκών ενεργειακών συστημάτων.
Η Ελλάδα, στο πλαίσιο αυτής της ευρύτερης τάσης, κατέγραψε ακόμη πιο εντυπωσιακές επιδόσεις, καθώς στην έναρξη του καλοκαιριού του 2025, η συμβολή της ηλιακής ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή έφτασε το 35,1%, τοποθετώντας τη χώρα στην κορυφή της ευρωπαϊκής κατάταξης. Η θεαματική αυτή πρόοδος στηρίζεται σε συνδυασμό παραγόντων, όπως οι εκτεταμένες επενδύσεις σε μεγάλης κλίμακας φωτοβολταϊκά πάρκα, ανάπτυξη της αυτοπαραγωγής από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ευρωπαϊκή και εθνική χρηματοδότηση, καθώς και στροφή προς την αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας μέσω ενεργειακών κοινοτήτων.
Ωστόσο, αυτή η εντυπωσιακή ανάπτυξη δεν συνοδεύεται μόνο από θετικά δεδομένα. Την ίδια στιγμή που η χώρα καταγράφει κορυφαία ποσοστά στην παραγωγή ηλιακής ενέργειας, αρχίζουν να εμφανίζονται σοβαρά λειτουργικά και οικονομικά ζητήματα, τα οποία απειλούν την ίδια τη βιωσιμότητα των έργων. Ο Αλέξανδρος Εξάρχου, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΑΚΤΩΡ, επισημαίνει ότι οι αυξανόμενες περικοπές (curtailments) στην παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ δημιουργούν πιέσεις τόσο στους παραγωγούς όσο και στις τράπεζες που χρηματοδοτούν τα έργα. Δεδομένου ότι τα περισσότερα φωτοβολταϊκά πάρκα είναι χρηματοδοτούμενα κατά 80% μέσω δανεισμού, ακόμα και μια περικοπή 15% μπορεί να οδηγήσει στην αδυναμία εξυπηρέτησης δανείων, διαταράσσοντας τον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό.
Τα στοιχεία του πρώτου πενταμήνου του 2025 είναι ενδεικτικά, από τη στιγμή που 975 GWh παραγόμενης ενέργειας απορρίφθηκαν, ποσοστό 8,9% της συνολικής παραγωγής, ήδη περισσότερο από το σύνολο του 2024. Τον Μάιο, οι περικοπές άγγιξαν το 14,7% της παραγωγής, αναδεικνύοντας το πρόβλημα ως διαρθρωτικό και όχι παροδικό. Οι περικοπές συνδέονται άμεσα με την αδυναμία του ηλεκτρικού δικτύου να απορροφήσει την ενέργεια που παράγεται, κυρίως κατά τις ώρες χαμηλής ζήτησης, προκαλώντας απώλειες εσόδων στους παραγωγούς.
Το πρόβλημα εντείνεται από τις χαμηλές ή και αρνητικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας τις νυχτερινές ώρες, φαινόμενο που επιβαρύνει περαιτέρω τη χρηματοοικονομική εικόνα των έργων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Εξάρχου τονίζει πως η μόνη ρεαλιστική λύση είναι η ενίσχυση της αποθήκευσης ενέργειας μέσω επενδύσεων σε σταθμούς μπαταριών. Ωστόσο, χωρίς κρατική στήριξη, αυτού του είδους τα έργα θεωρούνται «κακή επένδυση» για την αγορά. Η ΑΚΤΩΡ, μέσω της INTRA-S ENERGY, έχει ήδη κερδίσει διαγωνισμούς για την ανάπτυξη σταθμών αποθήκευσης σε Εύβοια και Ροδόπη, με κρατική επιδότηση 200.000 ευρώ ανά MW και εγγυημένα έσοδα για 10 χρόνια, ένα μοντέλο που ο ίδιος προτείνει να διευρυνθεί.
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα από το πρόγραμμα REPowerEU επιδιώκει την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης και την εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών μονάδων, με στόχο την επίτευξη ενεργειακής αυτονομίας. Η Ελλάδα έχει θέσει τον δικό της φιλόδοξο στόχο για περισσότερα από 13 GW εγκατεστημένης ισχύος από φωτοβολταϊκά έως το 2030, σχεδόν διπλασιάζοντας τις σημερινές υποδομές.
Η εικόνα που διαμορφώνεται για τα επόμενα χρόνια είναι αντιφατική, καθώς από τη μία, η ηλιακή ενέργεια εδραιώνεται ως ηγέτης στην παραγωγή, με εντυπωσιακή αποδοχή από την κοινωνία και ώριμη τεχνολογική υποδομή. Από την άλλη, τα διαρθρωτικά προβλήματα του δικτύου και η αργή πρόοδος στην αποθήκευση απειλούν την ομαλή ενσωμάτωσή της στο ενεργειακό σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης δεν εξαρτάται μόνο από την ταχύτητα των νέων εγκαταστάσεων, αλλά και από την ικανότητα του συστήματος να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Το μέλλον της ηλιακής ενέργειας και γενικότερα των ΑΠΕ στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι πολλά υποσχόμενο, αλλά θα χρειαστεί συντονισμένος σχεδιασμός, επενδύσεις σε υποδομές και θεσμική προνοητικότητα για να μη χαθεί η ευκαιρία της βιώσιμης ανάπτυξης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.