Κάποιος πλήρωσε 3.500 δολάρια για να πίνει το negroni του σε έναν χώρο, όπου δεν επιτρέπεται να σηκώσει το κινητό για να βγάλει selfie. Άλλος, διέσχισε ολόκληρη ήπειρο για μια αυστηρή συνέντευξη που θα του εξασφάλιζε άδεια μέλους. Κι ένας τρίτος, μόλις πήρε διαζύγιο, εξασφάλισε πως θα κρατήσει τη συνδρομή του στο club, γιατί του ήταν πιο σημαντική. Και αυτή, κυρίες και κύριοι, είναι η πραγματικότητα των σύγχρονων private clubs.
Μετά την πανδημία, η έννοια της κοινωνικότητας άλλαξε πρόσωπο. Οι εργαζόμενοι από απόσταση, οι λεγόμενοι digital nomads, κουράστηκαν να δουλεύουν με φόντο το ψυγείο τους. Οι δημιουργικοί επαγγελματίες άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να ξαναβρούν την αίσθηση της ομάδας. Όσοι είχαν τη δυνατότητα, δεν αναζητούσαν απλώς κοινωνικότητα, αλλά έναν κόσμο επιλεγμένο και ήσυχα προνομιούχο. Το Soho House θεωρείται πια το κλασικό όνομα αυτού του χώρου. Στη λίστα με τα μέλη του βρίσκεις από αρχιτέκτονες μέχρι καλλιτέχνες, με κριτήρια που παραμένουν σκόπιμα ασαφή. Το Zero Bond, στο Μανχάταν, συνδυάζει πολιτική αίσθηση και ήπια πολυτέλεια, χωρίς επιδεικτικό πλούτο. Το NeueHouse στοχεύει σε ένα πιο πνευματικό προφίλ, με ανθρώπους των τεχνών και της δημιουργίας και με ενδιαφέρον για το design και την υψηλή αισθητική. Η σύγχρονη ιδιωτική λέσχη δεν είναι λέσχη με τη συμβατική έννοια. Είναι ένας χώρος καλοφτιαγμένος, ήσυχος, προσεκτικά διαμορφωμένος. Όχι για να φιλοξενεί οποιονδήποτε, αλλά για να συγκεντρώνει ανθρώπους με κοινό κώδικα αισθητικό, επαγγελματικό, ή κοινωνικό.
Private clubs: μικρή αγορά, μεγάλα ποσά
Σύμφωνα με τη McKinsey, η αγορά εμπειριών σε παγκόσμια κλίμακα αγγίζει τα οκτώ τρισεκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε αυτήν, τα ιδιωτικά clubs καταλαμβάνουν μικρό μερίδιο, αλλά με υψηλό περιθώριο κέρδους. Δεν απευθύνονται σε πολλούς, ούτε αυτός είναι ο στόχος τους. Η ετήσια συνδρομή στο Zero Bond ξεκινά από τις τρεις χιλιάδες δολάρια. Το NeueHouse υπολογίζει την τιμή με βάση την πρόσβαση, τη χρήση και το επίπεδο υπηρεσιών. Αυτό που προσφέρουν δεν είναι ένας καναπές, ένας καφές ή ένα γραφείο. Είναι η υπόσχεση ότι δεν θα βρίσκεσαι μαζί με ανθρώπους που δεν έχουν λόγο να είναι εκεί. Όπως είχε γράψει, κάποτε, ο Βάτσλαβ Χάβελ, «η πραγματική ελευθερία είναι να είσαι σε κοινότητα με ανθρώπους που διάλεξες», χωρίς να έχει στο νου του, βέβαια, καποιο κλαμπ με μεσόκοπους κυρίους να καπνίζουν πούρα. Μέσα στην ένταση του δημόσιου λόγου, της φασαρίας και της υπερπληροφόρησης, όμως, οι κλειστές κοινότητες προσφέρουν μια διαφυγή, μια ηρεμία, μια απομάκρυνση από τον θόρυβο της εποχής, για όσους, βέβαια μπορούν να τα αγοράσουν. Οι παλιοί χώροι κοινωνικότητας, από τις καφετέριες μέχρι τα coworking hubs, ή ας πούμε στα ελληνικά οι κοινόχρηστοι χώροι εργασίας, είτε άρχισαν να παρακμάζουν, είτε κατέληξαν να χαθούν μέσα στη φτήνια και τον κορεσμό. Τα νέα private clubs είναι μια κάποια ακριβή λύση, για εκείνους που είναι σε θέση να τα απολαύσουν, ή όσους θέλουν να φαίνονται πως μπορούν να τα αγοράσουν.
Αποκλειστικότητα, εκλεκτισμός και ησυχία
Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα ιδιωτικά clubs της αγγλικής ελίτ λειτουργούσαν σαν άτυπα κέντρα αποφάσεων, με πολιτικούς και επιχειρηματίες να ανταλλάσσουν πληροφορίες ανάμεσα σε ουίσκι και δερμάτινες πολυθρόνες Chesterfield. Σήμερα, η σκηνή αλλάζει, αλλά όχι η λειτουργία. Οι χώροι αυτοί παραμένουν πεδία επιρροής, με άλλους κώδικες και άλλο ντύσιμο. Στις σύγχρονες λέσχες, η συμφωνία υπογράφεται μετά από ένα μάθημα γιόγκα και πριν από ένα live jazz set. Η κοινωνική ισχύς δεν εκδηλώνεται θορυβωδώς. Είναι διακριτική, επιμελώς συγκροτημένη, γεμάτη άτυπα σήματα ένταξης. Το μέλος δεν είναι εκεί για να φανεί. Είναι εκεί για να ανήκει με άλλους που του μοιάζουν σε πλούτο και ενδιαφέροντα και με το κοινό πλήθος, κλεισμένο εκτός. Στην εποχή, που τίποτα δεν είναι αθέατο, τα μέλη των privet clubs αγοράζουν την ιδιωτικότητά τους.
Σνομπισμός και ελιτισμός, αλλά με πολιτισμική ευφυία, πια
Οι παραδοσιακοί χώροι VIP βασίζονταν στον αποκλεισμό μέσω εικόνας με κορδόνια, που κρατούν το πλήθος εκτός, με λίστες, με σνομπ υπάλληλούς στις πόρτες, με φουσκωτό προσωπικό ασφαλείας. Στις νέες λέσχες, η επιλογή βασίζεται στο να σε κάνουν αποδεκτό τα άλλα μέλη και να μπορείς να πληρώσεις την ακριβή συνδρομή. Υπήρξε, βέβαια, μια εποχή που τα ιδιωτικά clubs θεωρήθηκαν ξεπερασμένα. Με την κοινωνική απαξία για αποκλεισμούς, στεγανά, ψευτο-ελιτισμό και βαριά, ηλικιωμένη πνευματικά ατμόσφαιρα με δερμάτινα και κανόνες ενδυμασίας, ο 20ος αιώνας καταβαράθρωσε τα prive σαλόνια και τις λίστες αναμονής. Να, όμως, που αποδεικνύονται εφτάψυχα, με κυρίαρχο έναν άλλο λιγότερο επιδεικτικό σνομπισμό. Είναι εξίσου απορριπτικός και εγωκεντρικός, αλλά σαφώς περισσότερο πολιτισμικά ευφυής, ώστε να μη δίνει στόχο. Δεν θέλει να αποκλείσει, αλλά να ξεχωρίσει.
Δεν είναι πως δε κάνουν κάποιο δεκτό λόγω κοινωνικής τάξης, όπως συνέβαινε με τα βρετανικά αριστοκρατικά κλαμπ, για βαρόνους, δούκες και κομήτες, αλλά αν δεν ανοίγουν και οι πόρτες τους διάπλατα αν δεν υπάρχει υψηλό εισόδημα στη φορολογική δήλωση.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.