Σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και έντονων προκλήσεων, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη καλούνται να διαχειριστούν ένα σύνθετο μείγμα προβλημάτων που επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία και την ανταγωνιστικότητά τους.
Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, τα διαρκώς αυξανόμενα λειτουργικά κόστη, η ανάγκη ψηφιακού μετασχηματισμού και οι πιέσεις της κλιματικής αλλαγής συνθέτουν ένα απαιτητικό επιχειρηματικό τοπίο, το οποίο επιβάλλει στρατηγική επανατοποθέτηση και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνα του ΙΕΛΚΑ που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 2025, το 75% των επιχειρήσεων στον κλάδο του λιανεμπορίου και των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών δηλώνει ότι αντιμετωπίζει ελλείψεις σε προσωπικό, ειδικά κατά τη θερινή περίοδο. Πέρα από τη δυσκολία στην προσέλκυση και διατήρηση εργαζομένων, οι επιχειρήσεις επισημαίνουν ως βασικά προβλήματα το αυξημένο λειτουργικό κόστος και την πίεση από την κλιματική αλλαγή. Το 96% ανησυχεί ιδιαίτερα για την αύξηση του κόστους πρώτων υλών και προμηθειών, ενώ το 89% αναφέρει ότι η στελέχωση αποτελεί κρίσιμο ζήτημα, με το 65% να το θεωρεί σοβαρό εμπόδιο. Οι ανάγκες προσωπικού εντείνονται το καλοκαίρι λόγω της τουριστικής κίνησης και του έντονου ανταγωνισμού με άλλους κλάδους, όπως ο τουρισμός και η εστίαση.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική αν ληφθεί υπόψη ότι μόλις μία στις τέσσερις επιχειρήσεις (23%) δηλώνει ότι δεν έχει κενές θέσεις εργασίας. Το υπόλοιπο 77% αναφέρει σημαντικές ελλείψεις, με ένα ποσοστό 5% να δηλώνει πάνω από 500 ανοιχτές θέσεις. Αν και δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο συνολικός αριθμός, είναι σαφές ότι πρόκειται για αρκετές χιλιάδες θέσεις που παραμένουν ακάλυπτες.
Σε μια προσπάθεια περιορισμού του κόστους και καλύτερης αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, πολλές επιχειρήσεις στρέφονται στην τεχνητή νοημοσύνη. Το 54% έχει ήδη ενσωματώσει σχετικές τεχνολογίες, κυρίως για ανάλυση δεδομένων (67%), γραμματειακή υποστήριξη (47%), πρόβλεψη ζήτησης (37%), διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας (33%) και εξυπηρέτηση πελατών (30%). Ωστόσο, η χρήση της παραμένει αποσπασματική και περιορισμένη, χωρίς να έχει ακόμη μετασχηματίσει ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή, η πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει θέσει ως προτεραιότητα τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, λόγω του υψηλού κόστους, που στον κλάδο του λιανεμπορίου αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη δαπάνη μετά το μισθολογικό κόστος. Δύο στις τρεις επιχειρήσεις προχωρούν σε μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης και δύο στις πέντε επενδύουν στην παραγωγή ενέργειας, ως μέρος μιας πιο βιώσιμης στρατηγικής.
Αντίστοιχες προκλήσεις αντιμετωπίζουν και οι επιχειρήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το 77% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων αναγνωρίζει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ως βασικό εμπόδιο στις επενδυτικές τους πρωτοβουλίες. Ειδικά στον τομέα των logistics και της εφοδιαστικής αλυσίδας, το 64% δηλώνει αδυναμία κάλυψης των θέσεων εργασίας, γεγονός που προκαλεί επιβράδυνση της παραγωγικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα επιτείνεται από τη γενικευμένη οικονομική αβεβαιότητα και τις αυξημένες τιμές ενέργειας, που επηρεάζουν κάθετα όλους τους τομείς.
Η τεχνητή νοημοσύνη εμφανίζεται και στην Ευρώπη ως μία από τις βασικές απαντήσεις στις νέες απαιτήσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με στοιχεία της Accenture, το 56% των μεγάλων επιχειρήσεων δεν έχει ακόμα διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική αξιοποίησής της, με συνέπεια η καθυστέρηση αυτή να κοστίζει έως και 200 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε χαμένα έσοδα. Οι βασικοί τομείς εφαρμογής της AI, όπως η διαχείριση δεδομένων, η πρόβλεψη ζήτησης και η εφοδιαστική αλυσίδα, δείχνουν θετική δυναμική, ωστόσο η υιοθέτησή της παραμένει άνιση.
Στο πεδίο της βιωσιμότητας, το 57% των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων έχει επενδύσει σε μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης και το 64% σε ανακύκλωση. Παρόλα αυτά, μόνο το 36% έχει υιοθετήσει πολιτικές προσαρμογής στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, ενώ μόλις το 13% έχει καλύψει ασφαλιστικά τους κινδύνους που συνδέονται με φυσικές καταστροφές.
Η κατάσταση στον τομέα του λιανεμπορίου και των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω τάσεων. Οι επιχειρήσεις δέχονται πίεση από τη χαμηλή αύξηση πωλήσεων και τις μεταβαλλόμενες καταναλωτικές συμπεριφορές, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη στροφή προς την τεχνολογία, την καινοτομία και τη βιωσιμότητα. Οι επενδύσεις σε ψηφιακά εργαλεία και πράσινες πρακτικές δεν αποτελούν πλέον επιλογή, αλλά προϋπόθεση για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα.
Η συνολική εικόνα καταδεικνύει ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, δεν είναι αποσπασματικές, αλλά αλληλένδετες. Η δυσκολία στελέχωσης, τα υψηλά κόστη, η ανάγκη για περιβαλλοντική προσαρμογή και ο ψηφιακός μετασχηματισμός συγκροτούν ένα περίπλοκο πεδίο που απαιτεί άμεση και συντονισμένη δράση. Παρά τα διαθέσιμα εργαλεία, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και οι ESG πρακτικές, η εφαρμογή τους παραμένει περιορισμένη. Το μέλλον των επιχειρήσεων θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά θα μπορέσουν να μετασχηματιστούν και να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις του νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.