26 Ιούλ 2025
READING

Το παράδοξο του ελληνικού τουρισμού

4 MIN READ

Το παράδοξο του ελληνικού τουρισμού

Το παράδοξο του ελληνικού τουρισμού

Ο ελληνικός τουρισμός εξακολουθεί να σπάει τα κοντέρ σε αφίξεις, όμως τα έσοδα ανά επισκέπτη δε φαίνεται να ακολουθούν. Κι ενώ η χώρα γεμίζει με τουρίστες, το ερώτημα που τίθεται ολοένα και πιο έντονα είναι ποιο τουριστικό προϊόν θέλουμε τελικά. Η ανάπτυξη δεν μπορεί να βασίζεται διαρκώς στην ποσότητα, λένε οι άνθρωποι της αγοράς, προειδοποιώντας πως χωρίς στρατηγική, επενδύσεις σε υποδομές και ποιοτική αναβάθμιση, ο ελληνικός τουρισμός κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα μοντέλο «πολλοί και φθηνοί», και μάλιστα με ημερομηνία λήξης.

Παρά την ελαφρά μείωση των αφίξεων ξένων ταξιδιωτών, ο ελληνικός τουρισμός κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ εισπράξεων τον φετινό Μάιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αφίξεις μειώθηκαν κατά 2,7%, όμως τα τουριστικά έσοδα εκτινάχθηκαν στα 2,25 δισ. ευρώ – από 1,9 δισ. ευρώ τον Μάιο του 2024. Όπως, όμως, καταγράφει πρόσφατη μελέτη της Eurobank, την περίοδο 2011-2024 η μέση δαπάνη ανά διανυκτέρευση έμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη (0% πραγματική αύξηση), ενώ η συνολική δαπάνη ανά ταξιδιώτη μειώθηκε από τα 640 ευρώ το 2010 στα 531 ευρώ το 2024. Η πτώση αυτή συνδέεται κυρίως με τη συρρίκνωση της μέσης διάρκειας παραμονής, που περιορίστηκε στις 5,9 διανυκτερεύσεις (από 9,3 το 2010). Το φαινόμενο αφορά όχι μόνο τους ξένους επισκέπτες, αλλά και τους Έλληνες ταξιδιώτες, οι οποίοι ολοένα και συχνότερα επιλέγουν ολιγοήμερες εξορμήσεις αντί για πολυήμερες διακοπές. Την ίδια στιγμή, οι αφίξεις καταγράφουν εντυπωσιακή αύξηση. Ο αριθμός των ταξιδιωτών που επισκέπτονται την Ελλάδα σχεδόν τριπλασιάστηκε σε διάστημα 15 ετών, από 15 εκατομμύρια το 2010 σε 40,7 εκατομμύρια το 2024 (συμπεριλαμβανομένων και όσων καταφθάνουν μέσω κρουαζιέρας). Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη ενίσχυση της ποιότητας ή του ύψους της τουριστικής δαπάνης.

Η ίδια έκθεση επισημαίνει αυτό για το οποίο οι επιχειρηματίες κι οι επενδυτές έχουν κρούσει καμπανάκι: ότι το μοντέλο του ελληνικού τουρισμού μετατοπίζεται προς μια ποσοτική – κι όχι ποιοτική – ανάπτυξη, με ανησυχητικές προεκτάσεις. Η μείωση στη διάρκεια διαμονής και στη μέση δαπάνη ανά επισκέπτη φέρεται να μην είναι μόνο απόρροια των διεθνών τάσεων, αλλά και αποτέλεσμα της εγχώριας πραγματικότητας: της υπερσυγκέντρωσης στις ίδιες Περιφέρειες της χώρας, της έλλειψης στρατηγικής για βιώσιμες επενδύσεις και της επιβάρυνσης προορισμών χωρίς ανάλογη αναβάθμιση υποδομών και υπηρεσιών. Όσο η αύξηση των αφίξεων δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη βελτίωση της εμπειρίας, τόσο υπονομεύεται η μακροπρόθεσμη δυναμική της ζήτησης.

Η δημόσια συζήτηση για τη μετάβαση σε ένα μοντέλο ποιοτικού τουρισμού βρίσκεται εδώ και χρόνια στην επικαιρότητα, όμως η εφαρμογή της απαιτεί σύνθετες παρεμβάσεις: αλλαγές σε επενδύσεις, επιχειρηματικά μοντέλα και πολιτικές, αλλά και στην κουλτούρα του κλάδου. Το συμπέρασμα είναι ότι ο ελληνικός τουρισμός φέρνει πολλά χρήματα, αλλά με όλο και περισσότερους τουρίστες για το ίδιο ή και μικρότερο «καλάθι», ένα μοντέλο που μακροπρόθεσμα δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε δίκαιο για τις τοπικές κοινωνίες, συνομολογούν παράγοντες της ελληνικής τουριστικής αγοράς. «Φέτος η κίνηση εξακολουθεί να είναι ανοδική, όμως δεν μπορούμε κάθε χρόνο να έχουμε ανάπτυξη της τάξεως του 7%-10%», σχολίασε χαρακτηριστικά ο Ευτύχης Βασιλάκης, πρόεδρος της Aegean, στο πλαίσιο της παρουσίασης δύο νέων υπερατλαντικών αεροσκαφών τύπου Airbus A321neo XLR. Η επέκταση προς νέες αγορές, όπως η ινδική, είναι από μόνη της μια δήλωση στρατηγικής αλλαγής: ο ελληνικός τουρισμός χρειάζεται να γίνει πιο ανθεκτικός και διαφοροποιημένος.

Σε ανάλογο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Γιάννης Ρέτσος, πρόεδρος του ΙΟΒΕ και πρώην πρόεδρος του ΣΕΤΕ, ο οποίος υπογράμμισε πως «δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αριθμό τουριστών, αλλά χτίσιμο τοπικής προστιθέμενης αξίας και διασφάλιση της ανθεκτικότητας του προϊόντος με υποδομές». Όπως επεσήμανε, το ζητούμενο σήμερα είναι η χάραξη μιας συνεκτικής στρατηγικής – κάτι που, όπως παραδέχτηκε, ακόμα αναζητείται. Το ζητούμενο πλέον δεν είναι η ποσοτική μεγέθυνση, αλλά η αναβάθμιση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

Η έννοια της βιωσιμότητας αποκτά βαρύτητα όχι μόνο περιβαλλοντικά, αλλά και οικονομικά: χωρίς επενδύσεις σε υποδομές, χωρίς στρατηγική για την επιμήκυνση της παραμονής και την αύξηση της τοπικής προστιθέμενης αξίας, η πορεία προς τον ποιοτικό τουρισμό θα μείνει γράμμα κενό, κάτι που φαίνεται να γνωρίζει η αγορά.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.