Η βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε έναν σημαντικό μηχανισμό συμπληρωματικού εισοδήματος για χιλιάδες πολίτες, αλλά και σε ένα πεδίο αυξανόμενης επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Από την αρχική φάση, όπου λίγοι ιδιοκτήτες διέθεταν τα ακίνητά τους περιστασιακά για τουριστικούς σκοπούς, το φαινόμενο έχει εξελιχθεί σε μια δυναμική αγορά με ιδιώτες, εταιρείες, φορείς διαχείρισης και επενδυτές να συνυπάρχουν. Η απλότητα της διαδικασίας, η απουσία, μέχρι πρότινος, αυστηρής ρύθμισης και η σταθερή τουριστική ροή λειτούργησαν ως καταλύτες για την ανάπτυξη ενός νέου, υβριδικού μοντέλου αξιοποίησης ακινήτων.
Για μεγάλο μέρος των ιδιωτών, η συμμετοχή στη βραχυχρόνια μίσθωση δεν συνιστά πλήρη επαγγελματική δραστηριότητα, αλλά έναν τρόπο βελτίωσης του διαθέσιμου εισοδήματος ή καλύτερης αξιοποίησης ενός ακινήτου που θα παρέμενε αναξιοποίητο. Η δυνατότητα να προσφέρει κανείς μια ή δύο κατοικίες σε τουρίστες, χωρίς να απαιτείται η ίδρυση εταιρείας ή η ανάληψη υψηλού λειτουργικού ρίσκου, καθιστά την πρακτική αυτή ελκυστική. Καθώς τα καθαρά κέρδη παραμένουν σχετικά χαμηλά λόγω φόρων και εξόδων, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποφεύγουν τη μετάβαση σε πιο επαγγελματικό σχήμα.
Από την άλλη πλευρά, η δυναμική του κλάδου έχει προσελκύσει ολοένα και περισσότερα νομικά πρόσωπα, που βλέπουν στη βραχυχρόνια μίσθωση μια εναλλακτική τουριστική επένδυση με υψηλές αποδόσεις. Σε περιοχές με έντονη ζήτηση, όπως το κέντρο της Αθήνας, η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Ρόδος, η συγκέντρωση ακινήτων και η «επαγγελματοποίηση» της διαχείρισής τους αποδίδουν καλύτερα, αυξάνοντας το καθαρό εισόδημα και δημιουργώντας οικονομίες κλίμακας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δραστηριότητα ξεφεύγει από τα όρια της απλής φιλοξενίας και αποκτά χαρακτηριστικά επαγγελματικής επιχείρησης, καθώς οι ιδιοκτήτες ή επενδυτές αξιοποιούν εξειδικευμένες πλατφόρμες διαχείρισης και κινούνται σε ένα ρυθμιστικό περιβάλλον που παραμένει ασαφές και ατελώς θεσμοθετημένο, με τον ανταγωνισμό να εντείνεται διαρκώς.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται το 2025, αποτυπώνει με ξεκάθαρα αυτή τη διπλή διάσταση της αγοράς. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, οι ενεργές καταχωρίσεις στη χώρα ξεπερνούν τις 106.000, με το 80,9% να ανήκει σε ιδιώτες και το 19,1% σε νομικά πρόσωπα. Αν και η μικροϊδιοκτησία εξακολουθεί να κυριαρχεί, η αύξηση των εταιρικών συμμετοχών δείχνει την εξελισσόμενη μετάβαση σε μια πιο επαγγελματική μορφή λειτουργίας. Περισσότεροι από 64.000 οικοδεσπότες δραστηριοποιούνται στην αγορά, εκ των οποίων οι 60.450 είναι φυσικά πρόσωπα και μόλις 3.640 νομικά.
Η κατανομή των καταχωρίσεων αποτυπώνει την ασυμμετρία στην κλίμακα. Το 78,7% των ιδιωτών διαθέτει μία μόνο καταχώριση, ενώ ένα 19,4% έχει δύο. Αντίθετα, μεταξύ των νομικών προσώπων, το 27,8% κατέχει πάνω από τέσσερις καταχωρίσεις, επιβεβαιώνοντας το υψηλότερο επίπεδο επαγγελματισμού. Στην Αττική, οι καταχωρίσεις μοιράζονται σχεδόν ισόποσα (10.900 σε εταιρείες και 11.800 σε ιδιώτες), ενώ σε περιοχές, όπως η Μύκονος, η Ρόδος και το κέντρο της Αθήνας, οι εταιρείες υπερτερούν. Στη Μύκονο, για παράδειγμα, δύο στις τρεις καταχωρίσεις διαχειρίζονται από νομικά πρόσωπα.
Οι αποδόσεις διαφοροποιούνται έντονα. Ο μέσος ιδιώτης αποκομίζει περίπου 7.680 ευρώ ετησίως ανά καταχώριση, από τα οποία τα καθαρά κέρδη περιορίζονται σε περίπου 4.500 ευρώ, αφαιρώντας φόρους και δαπάνες. Αντίστοιχα, για τα νομικά πρόσωπα, το μικτό εισόδημα φτάνει τις 14.900 ευρώ και το καθαρό τις 8.200 ευρώ. Το πλεονέκτημα αυτό οφείλεται αφενός στη μεγαλύτερη απόδοση ανά ακίνητο και αφετέρου στη δυνατότητα άντλησης οικονομιών κλίμακας και επαγγελματικής διαχείρισης κόστους.
Η δραστηριότητα παραμένει ευάλωτη σε εποχικότητα, σε μεταβολές της τουριστικής ζήτησης και στις αλλαγές του θεσμικού πλαισίου. Ενώ η νέα φορολογική νομοθεσία εισάγει πιο αυστηρές υποχρεώσεις για όσους διαχειρίζονται περισσότερες από δύο καταχωρίσεις, ενθαρρύνεται παράλληλα η καταγραφή και η συμμόρφωση, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια και να αντιμετωπιστεί η παραοικονομία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι παρ’ όλη τη σταδιακή συγκέντρωση, η μικροϊδιοκτησία παραμένει βασικός πυλώνας του τομέα, με περιοχές εκτός μεγάλων τουριστικών πόλων να διατηρούν υψηλό ποσοστό ιδιωτών οικοδεσποτών.
Η βραχυχρόνια μίσθωση εξακολουθεί να λειτουργεί ως μηχανισμός κινητοποίησης αδρανούς κτιριακού αποθέματος και ως πηγή εισοδήματος για χιλιάδες οικογένειες. Ωστόσο, χωρίς επαρκή ρύθμιση, ενδέχεται να εντείνει τη στεγαστική πίεση, να υποβαθμίσει οικιστικά τον αστικό ιστό και να επιταχύνει την εμπορευματοποίηση της κατοικίας. Το στοίχημα για την επόμενη μέρα είναι η διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέπει τη βιώσιμη ανάπτυξη της δραστηριότητας, θα διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού και θα προστατεύει ταυτόχρονα το δικαίωμα στην κατοικία, ιδίως για τις ευάλωτες ομάδες.
Καθώς η συζήτηση για τη στεγαστική πολιτική επανέρχεται δυναμικά στην ευρωπαϊκή ατζέντα, η ελληνική εμπειρία μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα για το πώς μια αυθόρμητη μορφή οικονομικής δραστηριότητας μπορεί να εξελιχθεί, να προσφέρει, αλλά και να πιέσει, αναλόγως των ρυθμιστικών εργαλείων που επιστρατεύονται.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.