Η Ελλάδα βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με μια κρίση λειψυδρίας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Τα αποθέματα νερού σε περιοχές-κλειδιά της χώρας, όπως η Αττική, έχουν υποχωρήσει δραματικά, με τις τρέχουσες εκτιμήσεις να δείχνουν επάρκεια μόλις για δύο έως δυόμισι χρόνια. Η κατάσταση επιτείνεται από τις υψηλές θερμοκρασίες, τη μειωμένη βροχόπτωση, την αλόγιστη χρήση και τις ανεπάρκειες στη βασική υποδομή της διαχείρισης των υδάτων, καθιστώντας επιτακτική μια συνολική επανεξέταση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος ύδρευσης και άρδευσης.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, η κυβέρνηση παρουσίασε έναν γενικό σχεδιασμό για την υδατική πολιτική, ο οποίος, ωστόσο, κινήθηκε περισσότερο σε επίπεδο στρατηγικών προθέσεων, παρά σε συγκεκριμένων δεσμεύσεων. Έμφαση δόθηκε στη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του νερού, στη χρήση νέων τεχνολογιών, όπως η αφαλάτωση και η επαναχρησιμοποίηση, στην ανάγκη για κεντρικό σχεδιασμό των έργων και στην προώθηση συγχωνεύσεων μεταξύ των υφιστάμενων φορέων παροχής υπηρεσιών ύδρευσης και άρδευσης. Παρότι ο συνολικός όγκος των απαιτούμενων επενδύσεων εκτιμάται σε 10 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας παραμένει στη φάση μελετών, χωρίς να έχουν ακόμη καθοριστεί χρονοδιαγράμματα ή εξασφαλιστεί χρηματοδοτικά εργαλεία.
Η πρόταση που ξεχωρίζει, προέρχεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ). Η Αρχή εισηγείται τη θεμελίωση ενός νέου μοντέλου διαχείρισης του νερού, βασισμένου στη λειτουργική δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η διάκριση δύο βασικών ρόλων, ενός γενικού παρόχου, ο οποίος θα έχει την ευθύνη για τη συλλογή, αποθήκευση και μεταφορά του νερού (αντίστοιχος του ΑΔΜΗΕ στον τομέα της ενέργειας), και ενός τελικού παρόχου, που θα διαχειρίζεται την παροχή προς τους χρήστες, την επεξεργασία των λυμάτων και την επαναχρησιμοποίησή τους (αντίστοιχος του ΔΕΔΔΗΕ).
Το νέο αυτό μοντέλο φιλοδοξεί να εξασφαλίσει ολοκληρωμένη διαχείριση των υδατικών πόρων, συνδυάζοντας ύδρευση και άρδευση, αξιοποιώντας καλύτερα τις υποδομές και περιορίζοντας τη γραφειοκρατική πολυδιάσπαση. Σήμερα, η ευθύνη για το νερό διαμοιράζεται ανάμεσα σε οκτώ υπουργεία, περιφέρειες, δήμους, δεκάδες ΔΕΥΑ και εκατοντάδες οργανισμούς εγγείων βελτιώσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τεράστιες απώλειες νερού, που φτάνουν το 40% στην ύδρευση και το 60% στην άρδευση, αλλά και φαινόμενα παραοικονομίας, όπως παράνομες γεωτρήσεις και μη τιμολογούμενη κατανάλωση.
Βασικός πυλώνας της πρότασης της ΡΑΑΕΥ είναι η ενίσχυση και διεύρυνση του ρόλου των μεγάλων εταιρειών ύδρευσης, της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, μέσω συγχωνεύσεων μικρών και αδύναμων ΔΕΥΑ, οι οποίες σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στελέχωσης και διαχειριστικής επάρκειας. Η συνένωση αυτών των φορέων, σύμφωνα με τη ΡΑΑΕΥ, θα δημιουργήσει δομές ικανές να αντλήσουν χρηματοδότηση, να βελτιώσουν τις υπηρεσίες προς τους πολίτες και να διασφαλίσουν πιο δίκαιη και αποτελεσματική τιμολόγηση. Η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ, διαθέτοντας τεχνική επάρκεια, λειτουργική οργάνωση και παρουσία στο χρηματιστήριο, θεωρούνται οι μόνες δυνάμεις που μπορούν να αναλάβουν το βάρος της ενοποίησης και της σταθεροποίησης του τομέα.
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτελεί το ενεργειακό κόστος των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, το οποίο απορροφά μεγάλο μέρος του λειτουργικού τους προϋπολογισμού. Οι οφειλές των ΔΕΥΑ προς τους παρόχους ενέργειας υπολογίζονται κοντά στο μισό δισ. ευρώ, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το ενεργειακό βάρος υπονομεύει τη δυνατότητα των επιχειρήσεων αυτών να εκτελούν ακόμη και βασικές λειτουργίες. Στο παρελθόν, είχε επιχειρηθεί να συνδεθεί η κρατική ενίσχυση μέσω του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης με την εθελοντική συμμετοχή των ΔΕΥΑ σε συγχωνεύσεις, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το ενδεχόμενο ενεργειακού συμψηφισμού μέσω ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξετάζεται πλέον ως μία εναλλακτική, η οποία ωστόσο απαιτεί σημαντικές επενδύσεις και θεσμική προετοιμασία.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει αρχίσει να συζητείται έντονα και η ενδεχόμενη εμπλοκή της ΔΕΗ στον νέο χάρτη διαχείρισης του νερού. Οι ταμιευτήρες των υδροηλεκτρικών σταθμών της, που μέχρι σήμερα δεν αξιοποιούνταν στη στρατηγική ύδατος, έχουν μπει στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων, δεδομένων των χαμηλών επιπέδων αποθέματος και των επιπτώσεων που αυτό έχει τόσο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στο συνολικό ενεργειακό κόστος. Η πιθανή σύμπραξη της ΕΥΔΑΠ με τη ΔΕΗ θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για μια ενιαία στρατηγική διαχείρισης των φυσικών πόρων, νερού και ενέργειας, αξιοποιώντας τις υποδομές και την τεχνογνωσία των δύο μεγαλύτερων εταιρειών κοινής ωφέλειας της χώρας.
Η Ελλάδα καλείται να απαντήσει σε μια κρίση που αφορά όχι μόνο την κλιματική πρόκληση, αλλά και τη διαχρονική δυστοκία στον συντονισμό, τη στρατηγική και τη διαχείριση του πιο πολύτιμου φυσικού της πόρου. Η μετάβαση από έναν κατακερματισμένο και συχνά αναποτελεσματικό μηχανισμό, σε ένα συγκροτημένο, λειτουργικό και διαφανές σύστημα διαχείρισης νερού, δεν είναι απλώς επιθυμητή, αλλά κρίνεται απολύτως αναγκαία.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.