Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελληνίων εξετάσεων ξεκίνησε ο «αγώνας» γονιών και νέων φοιτητών για την εύρεση φοιτητικής κατοικίας σε μεγάλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας.
Στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη που συγκεντρώνει μεγάλα ποσοστά φοιτητών, η φοιτητική στέγη βρίσκεται φέτος στο επίκεντρο μιας ιδιαίτερα πιεσμένης αγοράς. Παρότι η ζήτηση έχει ξεκινήσει από τις αρχές του καλοκαιριού, η κίνηση παραμένει περιορισμένη. Ο βασικός λόγος είναι οι υψηλές τιμές που ζητούν οι ιδιοκτήτες, με αυξήσεις σε σχέση με πέρυσι που φτάνουν κατά μέσο όρο το 10%. Το φαινόμενο αυτό, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες οικονομικές πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες, έχει οδηγήσει σε μια σχετική ακινησία, καθώς αρκετοί φοιτητές αναζητούν σπίτι, όμως αδυνατούν να προχωρήσουν σε συμφωνία, με αποτέλεσμα πολλά διαμερίσματα να μένουν ακόμη ξενοίκιαστα, στα τέλη Ιουλίου.
Οι ζητούμενες τιμές, ακόμη και για παλαιά ή μη κεντρικά ακίνητα, συχνά ξεπερνούν τα οικονομικά όρια μιας μέσης οικογένειας. Μικρά studios 22 τετραγωνικών σε περιοχές του κέντρου ενοικιάζονται προς 350 έως 400 ευρώ, ενώ για πιο σύγχρονες, νεόδμητες γκαρσονιέρες, ακόμη και εκτός του ιστορικού κέντρου, ζητούνται ενοίκια έως και 650 ευρώ. Παράλληλα, πρέπει να υπολογιστεί και το κόστος εγκατάστασης, που περιλαμβάνει προμήθεια μεσιτικού γραφείου, καταβολή ενός ή δύο ενοικίων ως εγγύηση και λοιπά έξοδα μετακόμισης ή επίπλωσης. Η οικονομική επιβάρυνση συνολικά καθιστά δύσκολη τη λήψη απόφασης, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει δυνατότητα συγκατοίκησης.
Η συγκατοίκηση, αν και θα μπορούσε να αποτελέσει μια ρεαλιστική εναλλακτική, δεν φαίνεται να προτιμάται, ιδιαίτερα, από γονείς και φοιτητές, σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στο παρελθόν. Ακόμη και όταν υπάρχει σχετική προσφορά ή δυνατότητα να εντοπιστεί συμβατός συγκάτοικος, η επιλογή αυτή δεν φαίνεται να είναι διαδεδομένη. Το αποτέλεσμα είναι ότι αρκετοί φοιτητές ενδέχεται, τελικά, να μην μετακινηθούν καθόλου προς τη Θεσσαλονίκη, επιλέγοντας είτε να μείνουν στη γενέτειρά τους εάν σπουδάζουν κοντά, είτε να καθυστερήσουν την αναζήτηση μέχρι να αποκλιμακωθούν οι τιμές.
Το φάσμα των περιοχών που αποτελούν επιλογή για φοιτητική κατοικία έχει διευρυνθεί, και λόγω της λειτουργίας του Μετρό. Πλέον, η αναζήτηση δεν περιορίζεται στα παραδοσιακά πανεπιστημιακά σημεία κοντά στο κέντρο, αλλά εκτείνεται σε ανατολικές συνοικίες, όπως η Χαριλάου και η Βούλγαρη, καθώς και δυτικότερα, σε περιοχές γύρω από τον Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό. Ωστόσο, αυτή η διεύρυνση δεν έχει συνοδευτεί από μείωση τιμών. Αντιθέτως, και σε αυτές τις περιοχές οι τιμές παραμένουν υψηλές, γεγονός που αποθαρρύνει τόσο ενοικιαστές όσο και ενδιαφερόμενους επενδυτές. Υπάρχουν ακίνητα προς πώληση, που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ως επενδυτικά, ωστόσο η ψαλίδα ανάμεσα στην τιμή αγοράς και την προσδοκώμενη απόδοση δεν δικαιολογεί την τοποθέτηση κεφαλαίων, με αποτέλεσμα πολλές συμφωνίες να μην προχωρούν.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, αυξημένο ενδιαφέρον καταγράφεται σε μία εναλλακτική επιλογή που κερδίζει έδαφος, τις ιδιωτικές φοιτητικές εστίες. Πρόκειται, κυρίως, για μικρά studios ή διαμερίσματα μέσα σε οργανωμένα κτιριακά συγκροτήματα, τα οποία προσφέρουν επιπλωμένους και πλήρως εξοπλισμένους χώρους, με υπηρεσίες όπως καθαριότητα, ασφάλεια, κοινόχρηστοι χώροι και σταθερό κόστος. Οι τιμές είναι υψηλότερες σε σχέση με την παραδοσιακή ενοικίαση, αλλά η συνολική εμπειρία διαβίωσης φαίνεται να αντισταθμίζει τη διαφορά για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα. Studios 15-16 τετραγωνικών ενοικιάζονται συνήθως γύρω στα 390 με 400 ευρώ, ενώ μεγαλύτερα, 21-22 τετραγωνικών, φτάνουν τα 480. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πιο ποιοτικές μονάδες με επιπλέον παροχές κοστολογούνται έως 550 ευρώ για μονόχωρους χώρους ή 750 ευρώ για μεγαλύτερα διαμερίσματα. Οι ιδιωτικές εστίες καλύπτουν όχι μόνο φοιτητές, αλλά και νεαρούς επαγγελματίες, ειδικά σε τομείς όπως η τεχνολογία και οι ψηφιακές υπηρεσίες, που αναζητούν λύσεις με έμφαση στην ασφάλεια και την ευκολία.
Σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη, η εικόνα στην Αθήνα είναι λιγότερο ρευστή. Τα ενοίκια έχουν ήδη αγγίξει ταβάνι, καθιστώντας δύσκολη οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση. Η κατώτερη τιμή για μονόχωρο φοιτητικό διαμέρισμα διαμορφώνεται στα 400 ευρώ, ενώ για γκαρσονιέρες τα ποσά κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 450 και 500 ευρώ. Παρά τη γενική ακρίβεια, η ζήτηση παραμένει ισχυρή, καθώς η Αθήνα συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό φοιτητών από την επαρχία. Ωστόσο, η περιορισμένη προσφορά σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες έχει εξισώσει τα επίπεδα τιμών σε πολλές γειτονιές, ακόμη και σε εκείνες που παλαιότερα θεωρούνταν οικονομικά προσιτές, όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια ή τα Σεπόλια.
Η λύση της συγκατοίκησης, παρότι λογική ως διέξοδος, δεν είναι ευρέως αποδεκτή και στην περίπτωση της Αθήνας. Οι περισσότεροι φοιτητές εξακολουθούν να αναζητούν δικό τους χώρο, ακόμη και αν αυτό επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Από την πλευρά των ιδιοκτητών, φαίνεται ότι έχει γίνει κατανοητό πως η οποιαδήποτε υπέρβαση στο ύψος του ενοικίου ενέχει ρίσκο, καθώς όσο πιο ψηλά το ποσό, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα καθυστερήσεων στις πληρωμές ή ακόμα και απλήρωτων μισθωμάτων. Έτσι, πολλοί αποφεύγουν να ανεβάσουν τις τιμές περαιτέρω, γνωρίζοντας ότι τα οικονομικά περιθώρια της μέσης οικογένειας έχουν ήδη εξαντληθεί.
Συνολικά, η φοιτητική στέγη στην Ελλάδα, είτε στη Θεσσαλονίκη είτε στην Αθήνα, βρίσκεται σε ένα σημείο όπου η πίεση από τη ζήτηση δεν εξισορροπείται με την προσφορά. Οι τιμές έχουν σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα, οι επιλογές είναι περιορισμένες, και για τη μέση οικογένεια η εξεύρεση ενός αξιοπρεπούς και οικονομικά βιώσιμου καταλύματος παραμένει δύσκολη υπόθεση. Οι ιδιωτικές εστίες, αν και προσφέρουν ποιοτικές λύσεις, δεν απευθύνονται στο σύνολο των φοιτητών.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της στέγασης δεν είναι απλώς πρόβλημα αγοράς, αλλά έχει μετατραπεί σε κοινωνικό ζήτημα, που απαιτεί ευρύτερες απαντήσεις, πολιτικές ενίσχυσης και μεγαλύτερη ευελιξία στη στήριξη όσων ξεκινούν τις σπουδές τους μακριά από τον τόπο κατοικίας τους.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.