Καθώς οι πιέσεις στο κόστος λειτουργίας εντείνονται και οι τεχνολογικές εξελίξεις επιταχύνονται, το ελληνικό λιανεμπόριο και η βιομηχανία ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών βρίσκονται σε ένα κρίσιμο σημείο, όπου οι παραδοσιακές πρακτικές δεν επαρκούν πλέον για να διασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητα. Η πρόσφατη κυλιόμενη έρευνα του ΙΕΛΚΑ, στην οποία συμμετείχαν 130 στελέχη από επιχειρήσεις του κλάδου, αποτυπώνει τη μετάβαση προς ένα πιο σύνθετο και απαιτητικό επιχειρηματικό τοπίο, όπου η βιωσιμότητα, η ψηφιακή καινοτομία και η ενεργειακή αποδοτικότητα αναδεικνύονται ως βασικοί πυλώνες στρατηγικής.
Η έρευνα αναδεικνύει το αυξανόμενο βάρος του ενεργειακού κόστους ως έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες πίεσης, με το 96% των επιχειρήσεων να αναφέρουν ως βασική πρόκληση την αύξηση του κόστους πρώτων υλών και ενέργειας. Η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας αποτελεί προτεραιότητα για 2 στις 3 επιχειρήσεις, κυρίως λόγω της οικονομικής πίεσης, αλλά και της ανάγκης ευθυγράμμισης με τους περιβαλλοντικούς στόχους. Παράλληλα, 2 στις 5 επιχειρήσεις δηλώνουν ότι επενδύουν ήδη στην παραγωγή ενέργειας με εναλλακτικούς τρόπους, όπως φωτοβολταϊκά συστήματα, επιδιώκοντας ενεργειακή αυτάρκεια και προστασία από τις διακυμάνσεις των τιμών.
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται αντιληπτή μια μετατόπιση από την αποσπασματική υιοθέτηση πρακτικών βιωσιμότητας προς μια πιο συστηματική και ολιστική προσέγγιση. Η ανακύκλωση ενισχύεται, ιδίως ενόψει της επικείμενης εφαρμογής του συστήματος επιστροφής φιαλών (DRS), ενώ το 27% των επιχειρήσεων δίνει προτεραιότητα στη βιώσιμη εφοδιαστική αλυσίδα. Η εκπαίδευση του προσωπικού σε ESG πρακτικές αποτελεί ενεργή επιλογή για το 24% των εταιρειών, ενώ το 22% στοχεύει στη μείωση της σπατάλης τροφίμων και το 20% στην εξοικονόμηση νερού. Οι επιχειρήσεις, όλο και συχνότερα, ενσωματώνουν δράσεις που αφορούν την καλύτερη διαχείριση των φυσικών πόρων, ενισχύοντας ταυτόχρονα την καλλιέργεια κουλτούρας βιωσιμότητας σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού.
Η διεύρυνση της ESG κουλτούρας, από τα διοικητικά κλιμάκια σε όλο τον οργανισμό, σηματοδοτεί μια πιο βαθιά και διαρθρωτική αλλαγή. Δεν πρόκειται πια για συμμόρφωση σε κανονιστικά πλαίσια ή για δράσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα, αλλά για τη συνειδητοποίηση ότι η ευθυγράμμιση με περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια μπορεί να προσφέρει διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι εταιρείες αναζητούν τρόπους να συνδέσουν την καθημερινή τους λειτουργία με έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό προσανατολισμό, που θα ενισχύει τη φήμη τους, θα μειώνει τους κινδύνους και θα ανοίγει πρόσβαση σε νέες μορφές χρηματοδότησης και συνεργασιών.
Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αξιοποίηση των τεχνολογικών εργαλείων και ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης. Το 54% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει ήδη υιοθετήσει συστήματα τεχνητής νοημοσύνης, ενώ το 33% παραμένει επιφυλακτικό ή με τάσεις απόρριψης και ένα επιπλέον 14% αναφέρει άγνοια ως προς τις δυνατότητές της. Οι πιο συχνές εφαρμογές εντοπίζονται στην ανάλυση δεδομένων και την πρόβλεψη ζήτησης, στοιχεία κρίσιμα για τη διατήρηση της επιχειρησιακής ευελιξίας σε περιόδους αβεβαιότητας. Συγκεκριμένα, το 67% των εταιρειών που χρησιμοποιούν AI αξιοποιούν εφαρμογές data analytics και business intelligence, το 37% εργαλεία πρόβλεψης ζήτησης και το 33% εφαρμογές για τη βελτιστοποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας, η οποία εξακολουθεί να πλήττεται από διαταραχές και μεταβλητότητα στις τιμές και τις προμήθειες.
Δεν περιορίζεται, όμως, η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης μόνο στις λειτουργίες που συνδέονται με την αποδοτικότητα. Το 47% των επιχειρήσεων που εφαρμόζουν λύσεις AI τις χρησιμοποιεί για την αυτοματοποίηση γραμματειακών εργασιών, ενώ το 30% τις αξιοποιεί στην εξυπηρέτηση πελατών. Στόχος είναι να εξοικονομηθεί χρόνος, να μειωθούν τα περιττά βάρη στους εργαζομένους και να βελτιωθεί η ταχύτητα απόκρισης. Παρά τα βήματα προόδου, η υιοθέτηση της AI παραμένει άνιση. Πολλές επιχειρήσεις εξακολουθούν να δηλώνουν άγνοια ως προς τις δυνατότητές της ή εκφράζουν δισταγμούς λόγω του υψηλού κόστους εφαρμογής και της έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού. Οι τεχνολογικές ανισότητες μεταξύ επιχειρήσεων διαμορφώνουν ήδη ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού, το οποίο υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαφορές μεγέθους ή γεωγραφικής θέσης.
Μέσα σε αυτό το μεταβαλλόμενο πλαίσιο, η ανάγκη για ενιαίο και συνεκτικό σχεδιασμό καθίσταται επιτακτική. Οι επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν ξεχωριστά τα ζητήματα ψηφιακής αναβάθμισης, βιώσιμης λειτουργίας, μείωσης κόστους και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού. Όλα αυτά συνδέονται σε ένα ενιαίο πεδίο στρατηγικής, όπου κάθε απόφαση οφείλει να σταθμίζεται όχι μόνο με βάση τις οικονομικές της συνέπειες, αλλά και σε συνάρτηση με το συνολικό αποτύπωμα που αφήνει στην κοινωνία και το περιβάλλον.
Η τεχνητή νοημοσύνη παύει να αποτελεί αφηρημένη τεχνολογική υπόσχεση και αποκτά τον ρόλο εργαλείου ανασχεδιασμού των επιχειρησιακών μοντέλων. Η βιωσιμότητα δεν είναι σύνθημα και αναδεικνύεται σε αξία ενσωματωμένη στον στρατηγικό σχεδιασμό. Η ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας, η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές και η μέτρηση της απόδοσης με βάση ESG δείκτες λειτουργούν ως μοχλοί που αναδιατάσσουν το ανταγωνιστικό πεδίο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.