07 Αυγ 2025
READING

Αλυσιδωτές πιέσεις στον πρωτογενή τομέα από τους Αμερικανικούς δασμούς

5 MIN READ

Αλυσιδωτές πιέσεις στον πρωτογενή τομέα από τους Αμερικανικούς δασμούς

Αλυσιδωτές πιέσεις στον πρωτογενή τομέα από τους Αμερικανικούς δασμούς

Η επιβολή δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αγροτικά προϊόντα που εισάγονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργεί ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας για τον πρωτογενή τομέα στην Ευρώπη και εγείρει σημαντικές ανησυχίες και για την ελληνική παραγωγή, κυρίως ως προς τις έμμεσες επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά της Ε.Ε.

Αν και οι άμεσες εξαγωγές της Ελλάδας προς τις ΗΠΑ παραμένουν περιορισμένες για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων, όπως τα νωπά φρούτα και λαχανικά, ο κίνδυνος για τους Έλληνες παραγωγούς δεν εντοπίζεται τόσο στον όγκο των άμεσων αποστολών όσο στις πιθανές αλυσιδωτές συνέπειες που θα μπορούσαν να προκληθούν από την ανακατεύθυνση των εξαγωγών άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Οι χώρες αυτές, οι οποίες παραδοσιακά στοχεύουν στην αμερικανική αγορά με μεγάλες ποσότητες αγροτικών προϊόντων, ενδέχεται να στραφούν στην ευρωπαϊκή αγορά σε περίπτωση επιβολής υψηλότερων δασμών από τις ΗΠΑ. Η επιστροφή αυτών των ποσοτήτων εντός Ευρώπης θα μπορούσε να προκαλέσει υπερπροσφορά, οδηγώντας σε πίεση τιμών και ενδεχόμενη συρρίκνωση μεριδίων αγοράς για προϊόντα ελληνικής προέλευσης.

Η ελληνική παραγωγή νωπών φρούτων και λαχανικών βασίζεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό στην απορρόφηση από την ευρωπαϊκή αγορά, με περίπου το 90% των εξαγωγών να κατευθύνεται σε κράτη-μέλη της Ε.Ε. Το 2024, η αξία των ελληνικών εξαγωγών φρέσκων φρούτων και λαχανικών διαμορφώθηκε σε περίπου 1,86 δισεκατομμύρια ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 8,2% σε σύγκριση με το 2023, ενώ ο συνολικός όγκος ξεπέρασε τους 1,78 εκατομμύρια τόνους. Από αυτούς, περίπου 1,24 εκατομμύρια τόνοι απορροφήθηκαν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υπερπροσφορά που μπορεί να προκύψει από την επιστροφή προϊόντων από χώρες, όπως η Ισπανία, η Ολλανδία και η Πολωνία, οι οποίες διαθέτουν μεγάλη παραγωγική δυναμική και σταθερή παρουσία στην αγορά των ΗΠΑ, ενδέχεται να εντείνει τον ανταγωνισμό σε ευρωπαϊκό έδαφος και να προκαλέσει συμπίεση τιμών. Τα ελληνικά φρούτα και λαχανικά, που παραδοσιακά εστιάζουν στην ποιότητα και στην προστιθέμενη αξία μέσω της ταυτότητας του προϊόντος, δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν ευθέως τις τιμές μεγάλων παραγωγών με χαμηλότερο κόστος και μεγαλύτερη εφοδιαστική ικανότητα. Η ελληνική εξαγωγική στρατηγική, αν και διαφοροποιημένη ως προς την ποιότητα, καθίσταται ευάλωτη όταν οι τιμές υποχωρούν και η επιλογή του αγοραστή βασίζεται περισσότερο στο κόστος και λιγότερο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος.

Η απειλή γίνεται ακόμη πιο έντονη για προϊόντα που βρίσκονται ήδη σε κορεσμένες και έντονα ανταγωνιστικές κατηγορίες. Οι φράουλες, τα επιτραπέζια σταφύλια και τα εσπεριδοειδή, αν και διατηρούν σημαντική παρουσία στο εξαγωγικό χαρτοφυλάκιο της χώρας, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις πιέσεις τιμών και στην περιορισμένη διαφοροποίηση εντός των βασικών αγορών. Αντίθετα, το ακτινίδιο αποτελεί παράδειγμα προϊόντος με υψηλή ανθεκτικότητα και σταθερή διεθνή παρουσία. Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη παγκοσμίως στο συγκεκριμένο προϊόν, πίσω από την Ιταλία και τη Νέα Ζηλανδία, και έχει καταφέρει να εδραιώσει σημαντική παρουσία και στην αγορά των ΗΠΑ. Η υψηλή ποιότητα, οι αξιόπιστες πιστοποιήσεις και η φήμη του ελληνικού ακτινιδίου προσφέρουν συγκριτικό πλεονέκτημα, ενώ οι ανταγωνιστές σε πολλές περιπτώσεις είτε υπόκεινται σε αντίστοιχους περιορισμούς είτε δεν καλύπτουν τις ποιοτικές προδιαγραφές των Αμερικανών διανομέων. Ωστόσο, η επιτυχία του ακτινιδίου δεν αρκεί για να εξισορροπήσει τις πιέσεις που ενδέχεται να δεχθούν άλλες εξαγώγιμες κατηγορίες.

Σημαντικό πλήγμα μπορεί να δεχτεί και ο τομέας των μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων, με κυριότερο παράδειγμα τις επιτραπέζιες ελιές. Το συγκεκριμένο προϊόν αποτελεί την κορυφαία εξαγώγιμη κατηγορία της Ελλάδας στον κλάδο, με τις εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες να ανέρχονται το 2024 σε περίπου 214 εκατομμύρια ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 30% της συνολικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών ελιάς. Η επιβολή πρόσθετων δασμών, σε ποσοστά που φέρεται να εξετάζονται γύρω στο 15% για συγκεκριμένες ευρωπαϊκές αγροτικές κατηγορίες, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη μακροχρόνια σχέση εμπιστοσύνης της Ελλάδας με την αμερικανική αγορά, αυξάνοντας το κόστος και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα του προϊόντος. Το πρόβλημα εντείνεται από το γεγονός ότι η ελληνική ελιά έχει ήδη διεισδύσει σε μεγάλο αριθμό αγορών, ξεπερνώντας τις 100 σε ορισμένες κατηγορίες, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητες περαιτέρω γεωγραφικής επέκτασης. Οι ασιατικές αγορές, αν και διαθέτουν δυναμική, απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες πιστοποίησης, επενδύσεις σε μάρκετινγκ και προσαρμογή σε διαφορετικά καταναλωτικά πρότυπα, καθιστώντας δύσκολη τη βραχυπρόθεσμη υποκατάσταση των απωλειών από τις ΗΠΑ.

Αντίστοιχης σημασίας είναι και η αγορά του ελαιολάδου, η οποία επίσης διατρέχει τον κίνδυνο επηρεασμού. Το 2023, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες ανήλθαν σε 100,7 εκατομμύρια δολάρια, με τον ετήσιο όγκο να κυμαίνεται μεταξύ 8.000 και 10.000 τόνων. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση στους προμηθευτές ελαιολάδου των ΗΠΑ, με μερίδιο αγοράς που προσεγγίζει το 4,7%. Η οποιαδήποτε αύξηση των εισαγωγικών δασμών ενδέχεται να οδηγήσει σε απώλεια μεριδίου αγοράς υπέρ χωρών που είτε επωφελούνται από διμερείς εμπορικές συμφωνίες είτε διαθέτουν διαφορετική στρατηγική τιμολόγησης. Δεδομένου ότι το ελληνικό ελαιόλαδο έχει εδραιωθεί ως προϊόν υψηλής αξίας, στηριζόμενο κυρίως στην ποιότητα και στη γεωγραφική ένδειξη, οποιαδήποτε μεταβολή στο κόστος πρόσβασης μπορεί να επηρεάσει άμεσα τις εμπορικές ροές.

Οι παραπάνω εξελίξεις υπογραμμίζουν την ανάγκη για έναν πιο δραστικό επανασχεδιασμό της ελληνικής εξαγωγικής στρατηγικής. Η υπογραφή διμερών συμφωνιών με νέες αγορές, όπως το Μεξικό, η Ταϊβάν ή το Βιετνάμ, θα μπορούσε να ανοίξει διόδους για προϊόντα που σήμερα παραμένουν με περιορισμένη παρουσία στο διεθνές εμπόριο. Παράλληλα, η ένταξη περισσότερων ελληνικών προϊόντων στις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επένδυση σε πιστοποιήσεις και η προώθηση γεωγραφικών ενδείξεων είναι κρίσιμες κινήσεις για τη διαφοροποίηση και τη θωράκιση των εξαγωγών. Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες δεν μπορεί να έρθει μέσω αποσπασματικών κινήσεων. Χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια μεταξύ επιχειρήσεων, συνεταιρισμών, κρατικών φορέων και διπλωματικών αποστολών.

Η ενίσχυση της παραγωγικής οργάνωσης, η πρόσβαση σε νέες τεχνολογίες, η αναβάθμιση των υποδομών και η εμπορική ευελιξία συνιστούν τις βάσεις για τη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενο. Η εξωστρέφεια δεν αποτελεί πλέον μια επιλογή πολυτελείας, αλλά αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση της αγροτικής παραγωγής, της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας σε ευαίσθητες περιοχές της χώρας.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.