18 Αυγ 2025
READING

Ο πλούτος από γενιά σε γενιά

4 MIN READ

Ο πλούτος από γενιά σε γενιά

Ο πλούτος από γενιά σε γενιά

Σε μια χώρα όπου η οικογένεια αποτελεί διαχρονικά το βασικό δίχτυ ασφαλείας και η κατοχή περιουσίας θεωρείται ένδειξη σταθερότητας και προκοπής, η κληρονομιά παραμένει για πολλούς νέους όχι απλώς επιθυμητή, αλλά αναγκαία.

Η ιδέα ότι κάποια στιγμή θα μεταβιβαστεί σε αυτούς ένα σπίτι, ένα οικόπεδο ή ένα μικρό χρηματικό ποσό από τους γονείς λειτουργεί σχεδόν ως άρρητη υπόσχεση για οικονομική ανάταση. Σε μια καθημερινότητα που χαρακτηρίζεται από ακρίβεια, στεγαστική πίεση και επαγγελματική αστάθεια, η προσδοκία μιας μελλοντικής ενίσχυσης κληρονομικής φύσης μοιάζει για πολλούς με μοναδική ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Ωστόσο, οι πραγματικές δυνατότητες των μεγαλύτερων γενεών συχνά δεν ευθυγραμμίζονται με τις ελπίδες των νεότερων. Η γενιά που απέκτησε ακίνητη περιουσία τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, σε μια εποχή οικοδομικής άνθησης και σχετικής οικονομικής σταθερότητας, σήμερα γερνά. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους καλούνται να διαχειριστούν τις ανάγκες της τρίτης ηλικίας, με το προσδόκιμο ζωής να έχει αυξηθεί και το κόστος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ή ενδεχόμενης φροντίδας να αποτελεί διαρκή πρόκληση. Η διατήρηση μιας αξιοπρεπούς καθημερινότητας, χωρίς εξάρτηση από τα παιδιά ή το κράτος, προβάλλει συχνά ως προτεραιότητα έναντι της μεταβίβασης περιουσίας.

Η φορολογία, επίσης, παίζει καθοριστικό ρόλο. Ο ΕΝΦΙΑ, οι φόροι κληρονομιάς και δωρεών, τα αυξημένα έξοδα συντήρησης ακινήτων και η χαμηλή απόδοση της ακίνητης περιουσίας σε αρκετές περιπτώσεις καθιστούν το κόστος διατήρησής της δυσανάλογο σε σχέση με το όφελος. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου ακίνητα μένουν αδήλωτα, εγκαταλείπονται ή ακόμα και αποποιούνται από τους κληρονόμους λόγω αδυναμίας να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Όλα αυτά συνθέτουν ένα τοπίο όπου η πολυαναμενόμενη κληρονομιά συχνά δεν είναι τόσο εύκολη ή χρήσιμη όσο φαντάζεται κανείς.

Ακόμα και στις οικογένειες όπου υπάρχουν διαθέσιμοι πόροι, η διάθεσή τους προς τα παιδιά δεν είναι πάντα αυτονόητη. Πολλοί γονείς θεωρούν ότι η υποστήριξη που έχουν ήδη προσφέρει κατά την παιδική και εφηβική ηλικία των παιδιών, μέσα από τη χρηματοδότηση σπουδών, την παροχή πρώτης κατοικίας ή τη διαρκή κάλυψη αναγκών, αρκεί. Άλλοι επιλέγουν να ζήσουν με όσα έχουν, χωρίς να προγραμματίζουν μεταβίβαση, είτε γιατί θεωρούν ότι είναι δικαίωμά τους να απολαύσουν αυτά που με κόπο απέκτησαν είτε γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη στον τρόπο που τα παιδιά τους θα τα διαχειριστούν.

Από την άλλη πλευρά, οι σημερινοί τριαντάρηδες και σαραντάρηδες, κουρασμένοι από χρόνια ανασφάλειας, συρρικνωμένων εισοδημάτων και δυσκολίας πρόσβασης σε δανεισμό, στρέφονται συχνά προς την οικογενειακή περιουσία ως έσχατη ελπίδα για ένα οικονομικό ξεκίνημα. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια, ειδικά σε αστικά κέντρα, και η δυνατότητα αγοράς πρώτης κατοικίας χωρίς σημαντική υποστήριξη φαντάζει για πολλούς άπιαστο όνειρο. Η κληρονομιά, λοιπόν, δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως προσδοκία, αλλά και ως προϋπόθεση για κοινωνική και οικονομική κινητικότητα.

Το πρόβλημα, όμως, αρκετές φορές εντοπίζεται στην έλλειψη ανοιχτής και ειλικρινούς επικοινωνίας. Στις περισσότερες οικογένειες στην Ελλάδα, τα ζητήματα περιουσίας παραμένουν ταμπού. Οι γονείς σπάνια αποκαλύπτουν τις προθέσεις ή τις δυνατότητές τους. Κι έτσι, μια προσδοκία που παραμένει θολή, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε πικρή απογοήτευση. Αν ένας γονιός γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να αφήσει τίποτα, είτε γιατί δεν μπορεί είτε γιατί δεν το επιθυμεί, είναι προτιμότερο να το δηλώσει με τρόπο ξεκάθαρο, αλλά διακριτικό, ώστε να μπορούν και τα παιδιά να σχεδιάσουν το μέλλον τους με βάση ρεαλιστικά δεδομένα και όχι προσδοκίες.

Αρκετοί γονείς, πάντως, επιλέγουν μια διαφορετική προσέγγιση, καθώς δεν περιμένουν το τέλος της ζωής τους για να μεταβιβάσουν κάτι. Προσφέρουν ενεργά στο παρόν, βοηθώντας στα πρώτα βήματα της ενήλικης ζωής των παιδιών τους. Αυτή η «ζωντανή κληρονομιά» έχει μεγαλύτερη αξία όταν αξιοποιείται για την ενίσχυση μορφωτικών ευκαιριών, την απόκτηση κατοικίας ή την υποστήριξη οικογενειακών βαρών, παρά όταν καταλήγει σε ένα διαφιλονικούμενο ακίνητο δεκαετίες αργότερα.

Υπάρχει και μια άλλη διάσταση, συχνά πιο ουσιαστική, όπου πολλοί γονείς θεωρούν πως η σημαντικότερη παρακαταθήκη που μπορούν να αφήσουν δεν είναι υλική. Είναι οι αρχές, οι αξίες, η εργατικότητα, η ευθύνη και η υποστήριξη σε κρίσιμες στιγμές. Η παιδεία, η αυτονομία και η αυτοεκτίμηση δεν φορολογούνται, ούτε αποποιούνται, αλλά κληροδοτούνται καθημερινά μέσα από τη σχέση.

Σε τελική ανάλυση, η συζήτηση για την κληρονομιά δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι βαθιά ανθρώπινη. Αφορά την αμοιβαία κατανόηση των ρόλων, των δυνατοτήτων και των προσδοκιών ανάμεσα στις γενιές. Και όπως κάθε σημαντικό ζήτημα μέσα στην οικογένεια, απαιτεί ειλικρίνεια, σεβασμό και πρόνοια, πριν οι σιωπές γίνουν βάρη που δεν σηκώνονται εύκολα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.