Τα τελευταία χρόνια, η ευρωπαϊκή αγορά πολυτελών ακινήτων έχει μετατραπεί σε έναν από τους πλέον δυναμικούς και ανταγωνιστικούς κλάδους του real estate, όπου η ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς καθορίζει όχι μόνο τις τιμές, αλλά και τον χαρακτήρα των επενδύσεων.
Η άνοδος των διεθνών αγορών, η αυξημένη κινητικότητα εύπορων ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών, αλλά και οι αλλαγές στις προτιμήσεις των αγοραστών, όπως η αναζήτηση μόνιμης κατοικίας σε κλίματα με ηλιοφάνεια και πρόσβαση στη θάλασσα, έχουν δημιουργήσει ένα νέο τοπίο. Μέσα σε αυτό, η Ελλάδα καταφέρνει να σταθεί με αξιώσεις, προσελκύοντας κεφάλαια και προσοχή, διατηρώντας παράλληλα μια σημαντική διαφοροποίηση στο κόστος εισόδου σε σχέση με άλλους κορυφαίους προορισμούς.
Αυτή η διαφοροποίηση αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην πρόσφατη ανάλυση της JamesEdition, μίας από τις αναγνωρισμένες πλατφόρμες αγοραπωλησίας πολυτελών κατοικιών διεθνώς. Η έρευνα, που βασίστηκε σε πάνω από 350.000 αγγελίες πολυτελών ακινήτων από όλη την Ευρώπη, μελέτησε την τιμή «εισόδου» για κάθε αγορά, δηλαδή το ποσό που χρειάζεται να διαθέσει κάποιος για να αποκτήσει ακίνητο υψηλών προδιαγραφών.
Η κατάταξη που προκύπτει δείχνει τεράστιες αποκλίσεις. Το Μονακό δεσπόζει στην κορυφή, με τιμή εισόδου 3,69 εκατ. ευρώ, ποσό που αποτυπώνει την εξαιρετική έλλειψη διαθέσιμης γης, το φορολογικό καθεστώς και την αίγλη που το συνοδεύει. Η Ελβετία ακολουθεί με 1,14 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας τη σταθερότητα και την υψηλή ποιότητα ζωής που προσφέρει. Σε χαμηλότερα επίπεδα βρίσκεται η Ισπανία, με 690.000 ευρώ, η οποία εξακολουθεί να είναι ελκυστική τόσο για τουριστική όσο και για μόνιμη κατοικία, ειδικά σε περιοχές όπως η Κόστα ντελ Σολ ή η Βαρκελώνη. Η Πορτογαλία βρίσκεται στα 855.000 ευρώ και η Γαλλία στα 788.000 ευρώ, τιμές που, αν και χαμηλότερες από το Μονακό, παραμένουν υψηλές για μεγάλο μέρος του αγοραστικού κοινού.
Η τιμή εισόδου στην ελληνική αγορά πολυτελών κατοικιών κυμαίνεται μεταξύ 910.000 και 1,175 εκατ. ευρώ. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι υψηλότερη από αυτή που συναντάται σε αγορές, όπως η Ισπανία ή η Γαλλία (εκτός premium περιοχών), εξακολουθεί να είναι ανταγωνιστική συγκρινόμενη με κορυφαίους μεσογειακούς προορισμούς, όπως η Κυανή Ακτή και οι πιο ακριβές ιταλικές παραθαλάσσιες ζώνες, μεταξύ των οποίων η Costa Smeralda και η Ακτή Αμάλφι. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ακόμη και σε εξαιρετικά προνομιακές τοποθεσίες στην Ελλάδα, το συνολικό κόστος αγοράς είναι χαμηλότερο από αντίστοιχες περιοχές του εξωτερικού, προσφέροντας έτσι καλύτερη αναλογία τιμής και ποιότητας, αλλά και μεγαλύτερη προοπτική αύξησης της αξίας στο μέλλον.
Η JamesEdition δίνει ιδιαίτερη έμφαση στους παράγοντες που καθορίζουν αυτές τις διαφορές, όπως είναι η τοποθεσία, η ωριμότητα της αγοράς, η διαθεσιμότητα ακινήτων και οι υποδομές. Στην ελληνική περίπτωση, η εικόνα βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο, με έργα όπως η ανάπλαση του Ελληνικού, η αναβάθμιση των μαρίνων και η ενίσχυση των αεροπορικών συνδέσεων να ενδυναμώνουν το brand του προορισμού. Παράλληλα, η αυξανόμενη διεθνής προβολή των ελληνικών νησιών και η καθιέρωση της Αθηναϊκής Ριβιέρας ως high-end ζώνης κατοικίας ενισχύουν την επενδυτική της απήχηση.
Σε διεθνές επίπεδο, οι τάσεις αυτές συνδέονται στενά με την παγκόσμια μετακίνηση κεφαλαίων. Η αναζήτηση «ασφαλών λιμανιών» για τοποθέτηση πλούτου, ιδιαίτερα σε περιόδους γεωπολιτικής αστάθειας ή χρηματοοικονομικής αβεβαιότητας, στρέφει το ενδιαφέρον σε περιοχές που συνδυάζουν πολιτική σταθερότητα, ελκυστικό φορολογικό καθεστώς και υψηλή ποιότητα ζωής. Η Μεσόγειος, με το κλίμα, την πολιτιστική της κληρονομιά και το ισχυρό brand διεθνώς, λειτουργεί ως φυσικός πόλος έλξης για αυτές τις επενδύσεις. Η Ελλάδα, εντός αυτού του πλαισίου, κερδίζει έδαφος, καθώς προσφέρει όχι μόνο συγκριτικά χαμηλότερες τιμές εισόδου, αλλά και προοπτική μακροπρόθεσμης υπεραξίας, στοιχείο που την καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική για διεθνή χαρτοφυλάκια.
Η ελληνική αγορά παρουσιάζει και ένα ιδιαίτερο προφίλ αγοραστών. Σημαντικό μέρος της ζήτησης προέρχεται από θεσμικούς επενδυτές και funds, που αγοράζουν βίλες ή boutique ξενοδοχεία για τουριστική εκμετάλλευση, από εύπορους ιδιώτες που αναζητούν κατοικίες για προσωπική χρήση, αλλά και από επαγγελματίες υψηλών εισοδημάτων που εγκαθίστανται μόνιμα ή μερικώς, εκμεταλλευόμενοι την τηλεργασία και το χαμηλότερο κόστος ζωής σε σχέση με τη βόρεια Ευρώπη. Το πρόγραμμα «Χρυσή Βίζα» προσθέτει ένα ακόμη κίνητρο, ιδιαίτερα για αγοραστές εκτός Ε.Ε.
Η έρευνα υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι πιο προσιτές αγορές πολυτελών κατοικιών – όπως η Ελλάδα, η Κροατία, η Πορτογαλία και η Κύπρος – δεν υστερούν σε προοπτική υπεραξίας. Αντίθετα, σε ένα περιβάλλον όπου οι τιμές σε κορεσμένες αγορές έχουν φτάσει σε κομβικά σημεία, η είσοδος σε λιγότερο ακριβές, αλλά αναπτυσσόμενες αγορές, μπορεί να αποδειχθεί στρατηγική κίνηση μεσοπρόθεσμα.
Η τρέχουσα εικόνα της ευρωπαϊκής αγοράς πολυτελών ακινήτων δεν αποτελεί μόνο αποτύπωση του παρόντος, αλλά και πυξίδα για όσους αναζητούν στρατηγικές τοποθετήσεις κεφαλαίων. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως προορισμός που συνδυάζει μοναδικά το φυσικό κάλλος και τη γεωγραφική υπεροχή με έναν τρόπο ζωής υψηλών προδιαγραφών, διατηρώντας παράλληλα επίπεδα τιμών που αφήνουν ουσιαστικά περιθώρια μελλοντικής υπεραξίας και ελκυστικών αποδόσεων.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.