Το δεύτερο τρίμηνο του 2025 αποδείχθηκε ιδιαίτερα θετικό για το λιανικό εμπόριο στην Ελλάδα, επιβεβαιώνοντας ότι ο κλάδος εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους πιο ανθεκτικούς πυλώνες της εγχώριας οικονομίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο συνολικός κύκλος εργασιών όλων των επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου ανήλθε σε 19,02 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε αύξηση 2,5% σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2024, όταν οι πωλήσεις είχαν φτάσει τα 18,56 δισ. ευρώ, αλλά και σε εντυπωσιακή άνοδο 17,7% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, κατά το οποίο είχαν διαμορφωθεί στα 16,166 δισ. ευρώ.
Η πορεία αυτή δείχνει ότι, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις που εξακολουθούν να επηρεάζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, η κατανάλωση εμφανίζει σημάδια ανάκαμψης. Οι θερινές εκπτώσεις, η τουριστική περίοδος ,αλλά και η σταδιακή βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, συνέβαλαν ώστε το δεύτερο τρίμηνο να κλείσει με σαφώς καλύτερους δείκτες σε σχέση με την αρχή της χρονιάς.
Αν εστιάσει κανείς στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο λιανεμπόριο εξαιρουμένων των οχημάτων, των τροφίμων και των καυσίμων, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 6,876 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μια αύξηση 1,5% σε σύγκριση με τα 6,773 δισ. ευρώ του δεύτερου τριμήνου του 2024, αλλά και για άνοδο της τάξης του 23% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2025, όπου οι πωλήσεις δεν ξεπέρασαν τα 5,589 δισ. ευρώ. Η εικόνα αυτή δείχνει ότι η άνοδος δεν προήλθε μόνο από τις βασικές ανάγκες (τρόφιμα και καύσιμα), αλλά και από άλλες κατηγορίες προϊόντων, κάτι που συνδέεται με την αυξανόμενη προθυμία των καταναλωτών να διαθέσουν χρήματα για αγορές πέρα από τα απολύτως αναγκαία.
Σε επίπεδο δραστηριοτήτων, η εικόνα είναι πιο διαφοροποιημένη. Το λιανικό εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών ήταν ο μεγάλος «νικητής» του τριμήνου, με άνοδο 36,7% σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Η ισχυρή αυτή αύξηση δείχνει πως η αγορά second hand έχει πλέον εδραιωθεί ως επιλογή, όχι μόνο για λόγους οικονομίας, αλλά και λόγω της αυξανόμενης ευαισθησίας των καταναλωτών σε ζητήματα βιωσιμότητας και επαναχρησιμοποίησης. Αντίστοιχα, σημαντική ήταν και η επίδοση του κλάδου πώλησης άλλων μηχανοκίνητων οχημάτων, όπου οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 16%, γεγονός που αποτυπώνει την αναθέρμανση της αγοράς του αυτοκινήτου και του εξοπλισμού μεταφορών.
Στον αντίποδα, δύο δραστηριότητες κατέγραψαν μεγάλες απώλειες. Το λιανικό εμπόριο τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού υποχώρησε κατά 13,5%, εξέλιξη που συνδέεται με τον κορεσμό της αγοράς στα smartphones και στις σχετικές συσκευές. Η μεγάλη ζήτηση της προηγούμενης περιόδου, που τροφοδοτήθηκε από την τηλεργασία και την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, φαίνεται πως έχει εξαντληθεί, οδηγώντας σε κάμψη των πωλήσεων. Παράλληλα, πτώση 11% σημείωσε το λιανικό εμπόριο χαλιών, κιλιμιών και ειδών δαπέδου και τοίχου, κάτι που αποδίδεται στη μείωση των δαπανών για ανακαινίσεις κατοικιών, αλλά και στην προτίμηση των καταναλωτών για άλλες μορφές οικιακής διακόσμησης.
Οι γεωγραφικές ανισότητες συμπληρώνουν την εικόνα. Η Αττική, που αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά της χώρας, σημείωσε αύξηση 3,8%, καταδεικνύοντας την καθοριστική της συμβολή στο συνολικό αποτέλεσμα. Ακολούθησε η Κεντρική Μακεδονία με άνοδο 2,3%, γεγονός που δείχνει ότι η Βόρεια Ελλάδα στηρίζει ουσιαστικά τη δυναμική του λιανεμπορίου. Αντίθετα, σε περιφέρειες, όπως η Δυτική Μακεδονία και το Νότιο Αιγαίο, η εικόνα ήταν αρνητική, με πτώση 3,4% και 2,3% αντίστοιχα. Οι περιοχές αυτές εμφανίζονται πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις της ζήτησης και εξαρτώνται σε μεγαλύτερο βαθμό από συγκεκριμένους κλάδους, όπως η ενέργεια ή ο τουρισμός, οι οποίοι παρουσιάζουν υψηλή εποχικότητα.
Η γενική εικόνα δείχνει ότι το λιανεμπόριο στην Ελλάδα ανακάμπτει με ανομοιογενή τρόπο. Ορισμένοι κλάδοι και περιοχές κινούνται ανοδικά, αξιοποιώντας την αυξημένη κατανάλωση και τις νέες συνήθειες, ενώ άλλοι βρίσκονται σε φάση προσαρμογής, αντιμετωπίζοντας μειωμένη ζήτηση. Το βέβαιο είναι ότι η συνολική αύξηση του τζίρου, τόσο σε ετήσια όσο και σε τριμηνιαία βάση, δίνει μια εικόνα συγκρατημένης αισιοδοξίας, με το λιανεμπόριο να παραμένει βασικός δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας και βαρόμετρο για την ψυχολογία των καταναλωτών.
Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, η αγορά μπορεί να κλείσει τη χρονιά με θετικό πρόσημο, ενισχύοντας τα έσοδα των επιχειρήσεων, αλλά και τα φορολογικά έσοδα του κράτους. Ωστόσο, οι ανισορροπίες μεταξύ κλάδων και περιοχών, όπως και η πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα λόγω ακρίβειας, παραμένουν προκλήσεις που δεν μπορούν να αγνοηθούν.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.