Η αγορά ενοικίων στην Ευρώπη ακολουθεί σταθερά ανοδική τροχιά εδώ και αρκετά χρόνια, με τον ρυθμό της ανόδου να μην είναι ίδιος σε όλες τις χώρες. Σε ορισμένα κράτη-μέλη η αύξηση εξελίσσεται πιο συγκρατημένα, ενώ σε άλλες η πίεση είναι πολύ πιο έντονη, οδηγώντας σε αυξημένο κόστος ζωής και σε δυσκολίες πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή κατοικία για ολοένα και περισσότερους πολίτες. Το ζήτημα αυτό έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί εθνικό πρόβλημα μεμονωμένων χωρών και έχει αναδειχθεί σε κοινό ευρωπαϊκό στοίχημα, καθώς οι ανισορροπίες στις τιμές των ενοικίων επηρεάζουν όχι μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και την ευρύτερη οικονομική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα δεν είναι ανεπηρέαστη από αυτή τη συνθήκη . Αν και δεν βρίσκεται ανάμεσα στις πιο ακριβές αγορές της Ευρώπης, οι αυξήσεις που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια τη φέρνουν κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης. Οι μέσοι πανελλαδικοί δείκτες παρουσιάζουν μια εικόνα συγκράτησης, καθώς οι χαμηλές τιμές σε πολλές περιοχές της περιφέρειας εξισορροπούν τις υψηλές τιμές στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ωστόσο, αυτή η στατιστική αποτύπωση δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα που βιώνουν οι περισσότεροι πολίτες, αφού πάνω από το μισό του πληθυσμού της χώρας ζει σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εκεί όπου η ζήτηση είναι ισχυρή και η πίεση στις τιμές μεγαλύτερη.
Στην Αττική, η άνοδος των ενοικίων αποτυπώνεται καθαρά στα στοιχεία του δείκτη SPI του Spitogatos. Μέσα σε μια εξαετία, από το 2019 έως το 2025, η μέση ζητούμενη τιμή έχει ενισχυθεί σχεδόν κατά 40%. Το κόστος ανά τετραγωνικό μέτρο ανέβηκε από τα 7,4 ευρώ στα 10,2 ευρώ, ενώ σε περιοχές υψηλής ζήτησης, όπως τα δυτικά προάστια, η αύξηση ξεπέρασε το 55%. Η μεταβολή αυτή αποτυπώνεται σε ένα απλό παράδειγμα: ένα διαμέρισμα 80 τετραγωνικών, που πριν έξι χρόνια κόστιζε γύρω στα 450 ευρώ, σήμερα χρειάζεται πάνω από 700 ευρώ τον μήνα, μια επιβάρυνση που δύσκολα μπορεί να καλυφθεί από το μέσο οικογενειακό εισόδημα. Το τελευταίο δωδεκάμηνο, μάλιστα, οι αυξήσεις σε συγκεκριμένες συνοικίες ήταν θεαματικές. Στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη οι τιμές ενοικίασης ανέβηκαν κατά 28,6%, στην Πετρούπολη κατά 19,6%, στο Γκάζι – Μεταξουργείο – Βοτανικός κατά 19,3% και στην Αγία Βαρβάρα κατά 16,8%. Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι η πίεση δεν περιορίζεται σε ακριβές περιοχές ή σε γειτονιές με υψηλό εισόδημα, αλλά εξαπλώνεται σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν πιο προσιτές.
Παρόμοια τάση παρατηρείται και στη Θεσσαλονίκη. Κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το μέσο ενοίκιο στον κεντρικό Δήμο διαμορφώθηκε στα 10 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 8,3%. Στους περιφερειακούς δήμους η άνοδος ήταν ακόμη μεγαλύτερη, φθάνοντας το 10,8%. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι η αύξηση των τιμών δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα του κέντρου, αλλά αφορά ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα. Για φοιτητές, νέες οικογένειες ή εργαζόμενους που αναζητούν κατοικία κοντά στους χώρους εργασίας τους, η εύρεση προσιτού ενοικίου καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη υπόθεση.
Το πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στη ζήτηση, αλλά και στην αδυναμία της προσφοράς να προσαρμοστεί. Η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα παραμένει περιορισμένη σε σχέση με τις ανάγκες, ενώ μεγάλο κομμάτι του αποθέματος κατοικιών είναι παλαιό και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αγοράς. Παράλληλα, η βραχυχρόνια μίσθωση έχει απορροφήσει σημαντικό αριθμό διαμερισμάτων από τη μακροχρόνια αγορά, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές και ενισχύοντας περαιτέρω τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, καθώς οι υψηλές τιμές αποτρέπουν μέρος της ζήτησης, αλλά δεν οδηγούν σε αναλογικά μεγαλύτερη αύξηση της προσφοράς.
Η δυσκολία των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στα αυξημένα ενοίκια γίνεται ακόμη πιο έντονη αν ληφθεί υπόψη η πορεία των εισοδημάτων. Αν και την περίοδο 2019–2024 οι αποδοχές βελτιώθηκαν σε ονομαστικούς όρους, η άνοδος του πληθωρισμού και το κύμα ακρίβειας μετά το 2022 συρρίκνωσαν την πραγματική αγοραστική δύναμη. Έτσι, η στέγαση απορροφά σήμερα μεγαλύτερο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού σε σχέση με λίγα χρόνια πριν, καθιστώντας την ενοικίαση δυσβάσταχτη όχι μόνο για τα πιο ευάλωτα στρώματα, αλλά και για μεσαία νοικοκυριά που μέχρι πρόσφατα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν.
Το ζήτημα δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική διάσταση, αλλά έχει και κοινωνικές προεκτάσεις. Η δυσκολία εύρεσης προσιτής κατοικίας οδηγεί νέους ανθρώπους να καθυστερούν την ανεξαρτητοποίησή τους ή να παραμένουν για μεγαλύτερο διάστημα στην πατρική στέγη. Οικογένειες με παιδιά αναγκάζονται να αναζητήσουν λύσεις σε πιο απομακρυσμένες περιοχές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις μετακινήσεις και την ποιότητα ζωής. Η στεγαστική κρίση, όπως έχει αρχίσει να αποκαλείται, απασχολεί ολοένα και περισσότερο τη δημόσια συζήτηση, ενώ οι πιέσεις που καταγράφονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου.
Η εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών δείχνει ότι το πρόβλημα δεν λύνεται εύκολα και απαιτεί συνδυασμό μέτρων. Από τη μία πλευρά χρειάζονται πολιτικές που θα ενισχύσουν την προσφορά νέων κατοικιών, είτε μέσω κινήτρων για κατασκευαστές είτε με αξιοποίηση δημόσιας γης. Από την άλλη, στοχευμένες παρεμβάσεις στήριξης για ευάλωτες ομάδες μπορούν να λειτουργήσουν ως ανάχωμα στις πιέσεις, αν και συχνά έχουν βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική πραγματικότητα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπου η στέγαση αναδεικνύεται σε έναν από τους σημαντικότερους κοινωνικούς και οικονομικούς δείκτες των καιρών μας.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.