16 Σεπ 2025
READING

Αυξάνονται οι τουρίστες, αλλά μειώνεται η διάρκεια παραμονής τους

5 MIN READ

Αυξάνονται οι τουρίστες, αλλά μειώνεται η διάρκεια παραμονής τους

Αυξάνονται οι τουρίστες, αλλά μειώνεται η διάρκεια παραμονής τους

Ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε σταθερή τροχιά ανόδου, με τις αφίξεις ξένων επισκεπτών να αυξάνονται σχεδόν κάθε χρόνο και τη χώρα να εδραιώνεται ως κορυφαίος προορισμός στη Μεσόγειο.

Η συμβολή του κλάδου στην οικονομία παραμένει καθοριστική, καθώς δημιουργεί εισόδημα, θέσεις εργασίας και προστιθέμενη αξία σε πολλές περιοχές της χώρας. Ωστόσο, πίσω από αυτή τη δυναμική εικόνα κρύβεται μια διαχρονική τάση που προβληματίζει τους ειδικούς. Η διάρκεια παραμονής των τουριστών μειώνεται σταθερά εδώ και δύο δεκαετίες, περιορίζοντας τα έσοδα που αφήνει κάθε ταξιδιώτης στην Ελλάδα.

Η Eurobank, σε πρόσφατη μελέτη της, συνδέει τη μείωση αυτή με την αλλαγή στα πρότυπα τουρισμού που καταγράφονται διεθνώς. Το μοντέλο των μεγάλων καλοκαιρινών διακοπών σε έναν προορισμό φαίνεται να υποχωρεί σταδιακά, ενώ στη θέση του αναπτύσσονται μικρότερης διάρκειας ταξίδια που κατανέμονται μέσα στη χρονιά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα city breaks σε μεγάλες πόλεις, κυρίως στην Αθήνα αλλά και στη Θεσσαλονίκη, έχουν αυξηθεί σημαντικά. Επισκέπτες από την Ευρώπη και άλλες αγορές αφιερώνουν συνήθως τρεις ή τέσσερις ημέρες για να γνωρίσουν έναν αστικό προορισμό, συνδυάζοντας τον τουρισμό με πολιτιστικές εκδηλώσεις, ψυχαγωγία ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Αυτά τα σύντομα ταξίδια, αν και αποφέρουν υψηλή δαπάνη ανά ημέρα, μειώνουν τον μέσο χρόνο παραμονής στη χώρα.

Παράλληλα, η άνοδος των οδικών αφίξεων από γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Σερβία ή η Βόρεια Μακεδονία, έχει ενισχύσει τις επισκέψεις σύντομης διάρκειας. Τα ταξίδια αυτά είναι συχνά περιορισμένα σε ένα Σαββατοκύριακο ή σε λίγες ημέρες, προσφέροντας μικρότερη οικονομική συμβολή σε σύγκριση με τις παραδοσιακές αεροπορικές αφίξεις από πιο μακρινές αγορές.

Η μελέτη της Eurobank αναφέρεται, επίσης, στην οικονομική διάσταση του φαινομένου. Η μείωση της διάρκειας παραμονής συνδέεται με τη μείωση της κατά κεφαλήν δαπάνης, γεγονός που σημαίνει ότι, παρότι η Ελλάδα υποδέχεται περισσότερους τουρίστες, τα έσοδα ανά επισκέπτη τείνουν να περιορίζονται. Σημαντικό μέρος αυτής της εξέλιξης αποδίδεται στην αύξηση των αφίξεων ταξιδιωτών χαμηλότερου εισοδήματος, οι οποίοι δαπανούν λιγότερα χρήματα στις διακοπές τους. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και οι επισκέπτες υψηλότερου οικονομικού προφίλ δείχνουν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα, είτε περιορίζοντας τις ημέρες που μένουν στη χώρα είτε μειώνοντας τις συνολικές δαπάνες τους. Ο βασικός λόγος που προβάλλεται είναι ότι η σχέση ποιότητας και τιμής έχει επιδεινωθεί, καθώς οι συνεχείς αυξήσεις τιμών τα τελευταία χρόνια καθιστούν την Ελλάδα πιο ακριβή σε σχέση με το παρελθόν.

Η εικόνα γίνεται πιο σύνθετη όταν εξετάζεται η ποιότητα της εμπειρίας των επισκεπτών. Σε πολλούς δημοφιλείς προορισμούς ο υπερκορεσμός, τα κυκλοφοριακά προβλήματα, η ρύπανση και η μείωση της ποιότητας των υπηρεσιών λόγω έλλειψης προσωπικού, ιδιαίτερα στις περιόδους αιχμής, δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο που δυσχεραίνει την κατάσταση. Αν και οι έρευνες ικανοποίησης εξακολουθούν να αποτυπώνουν συνολικά θετική εικόνα για τη χώρα, οι παραπάνω παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν την εμπειρία των ταξιδιωτών και σε αρκετές περιπτώσεις να οδηγούν είτε σε συντομότερη διάρκεια διακοπών είτε σε αναζήτηση εναλλακτικών προορισμών.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια θετική διάσταση. Η τάση των τουριστών να πραγματοποιούν περισσότερα ταξίδια μέσα στη χρονιά, μοιράζοντας τον χρόνο τους σε διαφορετικούς προορισμούς, συμβάλλει στη μείωση της εποχικότητας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τους θερινούς μήνες, αλλά βλέπει αύξηση επισκεπτών και σε περιόδους που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν από χαμηλή ζήτηση. Επιπλέον, η διασπορά των επισκεπτών σε περισσότερες περιοχές βοηθά στην τόνωση τοπικών οικονομιών πέρα από τα παραδοσιακά τουριστικά κέντρα, προσφέροντας σημαντικά οφέλη σε λιγότερο τουριστικούς προορισμούς.

Σε αυτό το περιβάλλον, οι επενδύσεις στον τουριστικό τομέα αποκτούν κρίσιμη σημασία. Η Eurobank επισημαίνει ότι η αναβάθμιση των καταλυμάτων, οι νέες μονάδες εστίασης και οι δραστηριότητες αναψυχής μπορούν να ενισχύσουν την εμπειρία των επισκεπτών και να παρατείνουν τη διάρκεια παραμονής τους. Παράλληλα, οι επενδύσεις σε δημόσιες υποδομές και μέσα μεταφοράς διευκολύνουν την πρόσβαση σε περισσότερους προορισμούς, γεγονός που συμβάλλει στη διάχυση του τουριστικού ρεύματος και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος εμφανίζουν το μέγεθος της πρόκλησης. Ο μέσος χρόνος παραμονής των ξένων επισκεπτών στη χώρα μειώθηκε από τις 10,7 ημέρες το 2005 στις 5,9 ημέρες το 2024, σημειώνοντας συνεχή υποχώρηση σε όλη αυτή την περίοδο. Το 2012 η παραμονή έπεσε για πρώτη φορά κάτω από τις εννέα ημέρες, το 2016 υποχώρησε στις 6,9, ενώ η καθοδική τάση συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Η πτώση είναι εμφανής τόσο στους μεμονωμένους ταξιδιώτες, οι οποίοι από τις 10,9 ημέρες το 2005 έφτασαν στις 6,2 το 2024, όσο και στα οργανωμένα πακέτα, που από τις 9,9 ημέρες το 2005 περιορίστηκαν στις 5,4 το 2024. Ακόμη και στο τρίτο τρίμηνο, την κατεξοχήν περίοδο αιχμής, η παραμονή έχει μειωθεί θεαματικά από τις 9,7 ημέρες το 2010 στις 7,4 το 2019 και τελικά στις 5,9 ημέρες το 2024.

Η εικόνα που προκύπτει είναι σύνθετη. Από τη μία πλευρά, η αύξηση των αφίξεων επιβεβαιώνει τη δύναμη του ελληνικού τουρισμού και τη διεθνή απήχηση της χώρας. Από την άλλη, η μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής περιορίζει τα έσοδα ανά επισκέπτη και θέτει νέες προκλήσεις για τη στρατηγική ανάπτυξης του κλάδου. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση υψηλού αριθμού αφίξεων, την επιμήκυνση της παραμονής και τη βελτίωση της εμπειρίας των επισκεπτών, ώστε ο ελληνικός τουρισμός να συνεχίσει να λειτουργεί ως βασικός πυλώνας της οικονομίας και ταυτόχρονα να παραμείνει βιώσιμος μακροπρόθεσμα.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.