Η κατανάλωση ντομάτας στην Ελλάδα παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, με κατά κεφαλήν κατανάλωση περίπου 65 κιλά τον χρόνο. Ωστόσο, η συνολική παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά, φτάνοντας να είναι σχεδόν στο μισό σε σχέση με το 2010, με αποτέλεσμα η εγχώρια ζήτηση, που ξεπερνά τους 560.000 τόνους ετησίως, να καλύπτεται εν μέρει από εισαγωγές. Σε αυτό το περιβάλλον, μεγάλες θερμοκηπιακές μονάδες αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς επιχειρούν να καλύψουν ένα μέρος του κενού και να δημιουργήσουν συνθήκες σταθερότερης προσφοράς. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η Θερμοκήπια Θράκης Α.Ε., που έχει αναπτυχθεί στο Νέο Εράσμιο Ξάνθης.
Η εταιρεία ιδρύθηκε το 2014, με αρχική καλλιέργεια 40 στρεμμάτων, και μέσα σε μια δεκαετία έχει εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες οργανωμένες θερμοκηπιακές υποδομές της χώρας. Στη μετοχική της σύνθεση συμμετέχουν οι εισηγμένες Πλαστικά Θράκης και Έλαστρον, γεγονός που της προσδίδει ισχυρή εταιρική βάση. Σήμερα διαθέτει 260 στρέμματα θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων, με ετήσια παραγωγή που υπολογίζεται σε περίπου 8.000 τόνους τομάτας και 13 εκατομμύρια αγγούρια. Τα μεγέθη αυτά την κατατάσσουν μεταξύ των βασικών παικτών του κλάδου, αν και παραμένει σαφές ότι δεν μπορούν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων αναγκών.
Από την αρχή της δραστηριότητάς της, η Θερμοκήπια Θράκης στηρίχθηκε σε τεχνολογίες που μειώνουν την εξάρτηση από συμβατικά καύσιμα. Η θερμοκρασία στα θερμοκήπια διατηρείται σταθερά στους 18 βαθμούς Κελσίου, με τη θέρμανση και την ενεργειακή κάλυψη να βασίζονται σε ανανεώσιμες πηγές. Η γεωθερμία προσφέρει θερμική ενέργεια με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, ενώ τα φωτοβολταϊκά συστήματα καλύπτουν σημαντικό μέρος της ηλεκτρικής κατανάλωσης. Το 2024, μάλιστα, ολοκληρώθηκε και η εγκατάσταση δεύτερου φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 629 kW, ενισχύοντας περαιτέρω την αυτάρκεια σε ενέργεια.
Σε επίπεδο επενδύσεων, η εταιρεία έχει διαθέσει μέχρι σήμερα περίπου 29 εκατ. ευρώ, ακολουθώντας στρατηγική συνεχούς διεύρυνσης. Το αναπτυξιακό σχέδιο προβλέπει την προσθήκη 65 στρεμμάτων έως το 2027, ενώ σχεδιάζεται και δεύτερο έργο στη Νέα Κεσσάνη. Αν υλοποιηθεί, η δυναμικότητα μπορεί να υπερδιπλασιαστεί, μετατρέποντας την εταιρεία σε ακόμη πιο καθοριστικό παίκτη της θερμοκηπιακής παραγωγής στην Ελλάδα.
Το 2024, σε οικονομικό επίπεδο, ανέδειξε τις αντιφάσεις που συνοδεύουν συχνά την ανάπτυξη. Από τη μια πλευρά, ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά σχεδόν 37% και έφτασε τα 12 εκατ. ευρώ, αποτέλεσμα της διεύρυνσης των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Από την άλλη, η καθαρή κερδοφορία περιορίστηκε στα 109 χιλιάδες ευρώ, από 432 χιλιάδες ευρώ το 2023. Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως στο υψηλότερο κόστος αποσβέσεων λόγω των πρόσφατων επενδύσεων, καθώς και στο αυξημένο χρηματοοικονομικό κόστος, αφού ο τραπεζικός δανεισμός φτάνει τα 9 εκατ. ευρώ. Το περιθώριο καθαρής κερδοφορίας υποχώρησε στο 0,9%, από 9,4% το προηγούμενο έτος, δείχνοντας τις δυσκολίες που δημιουργεί η ταχεία ανάπτυξη όταν συνοδεύεται από υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες.
Η ρευστότητα βρέθηκε επίσης υπό πίεση, καθώς τα διαθέσιμα μειώθηκαν στις 167 χιλιάδες ευρώ. Ωστόσο, η διοίκηση επέλεξε αυστηρότερη διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης, περιορίζοντας αποθέματα και απαιτήσεις, γεγονός που συνέβαλε στη βελτίωση των ταμειακών ροών. Οι λειτουργικές δραστηριότητες απέφεραν 1,58 εκατ. ευρώ σε θετικές ροές, στοιχείο που λειτουργεί ως αντιστάθμισμα απέναντι στην πίεση της κερδοφορίας.
Για το 2025, το πλάνο της εταιρείας στηρίζεται σε τρεις βασικές κατευθύνσεις, την αύξηση των αποδόσεων ανά στρέμμα, τη διαφοροποίηση μέσω νέων καλλιεργειών και την καλύτερη αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας. Στόχος είναι να εξασφαλιστεί μια πιο σταθερή παραγωγή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με μικρότερες διακυμάνσεις τόσο στην ποσότητα όσο και στην ποιότητα, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από την παραδοσιακή εποχικότητα.
Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει για την εταιρεία είναι αυτή μιας μονάδας που αναπτύσσεται μέσα από συνεχείς επενδύσεις, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπη με το στοίχημα της κερδοφορίας και της ρευστότητας. Η παραγωγική βάση διευρύνεται, οι ενεργειακές υποδομές γίνονται πιο «πράσινες» και η κοινωνική διάσταση είναι έντονη. Το ζητούμενο πλέον είναι αν οι επόμενες κινήσεις θα επιτρέψουν στην εταιρεία να βελτιώσει την κερδοφορία της, αξιοποιώντας την αυξανόμενη ζήτηση και υπερβαίνοντας τα εμπόδια που δημιουργούν οι υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες και οι πιέσεις του αγροδιατροφικού κλάδου.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.