04 Οκτ 2025
READING

Καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες: 43 δισ. ευρώ το κόστος για την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2025

4 MIN READ

Καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες: 43 δισ. ευρώ το κόστος για την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2025

Καύσωνες, ξηρασία και πλημμύρες: 43 δισ. ευρώ το κόστος για την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2025

Το καλοκαίρι του 2025 ανέδειξε με τον πιο έντονο τρόπο ότι η κλιματική κρίση δεν αποτελεί μόνο περιβαλλοντική απειλή, αλλά και οικονομική πρώτης γραμμής. Τα ακραία φαινόμενα καύσωνα, οι πλημμύρες και η ξηρασία που έπληξαν την Ευρώπη προκάλεσαν άμεσες οικονομικές απώλειες που ξεπέρασαν τα 43 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι αυτό είναι μόνο το αρχικό κόστος, καθώς μέχρι το 2029 οι συνολικές ζημιές μπορεί να φτάσουν τα 126 δισεκατομμύρια ευρώ, με τις επιπτώσεις να συσσωρεύονται και να διαρκούν πολύ περισσότερο από την πρώτη φάση των καταστροφών, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Μανχάιμ σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Η εκτίμηση για το 2025 αντιστοιχεί περίπου στο 0,26% της συνολικής οικονομικής παραγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2024, ποσοστό που αποτυπώνει πόσο βαρύ μπορεί να είναι το αποτύπωμα ενός μόνο καλοκαιριού ακραίων φαινομένων. Το πλήγμα όμως δεν ήταν ίδιο παντού. Οι χώρες του Νότου βρέθηκαν στο επίκεντρο, με την Ισπανία, τη Γαλλία και την Ιταλία να καταγράφουν καθεμιά απώλειες άνω των 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Μεσοπρόθεσμα, οι ζημιές για τις συγκεκριμένες οικονομίες μπορεί να ξεπεράσουν τα 30 δισεκατομμύρια, καθώς οι συνθήκες ξηρασίας και καύσωνα εμφανίζονται πλέον με μεγαλύτερη συχνότητα. Στον αντίποδα, οι χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης υπέστησαν μικρότερο άμεσο κόστος, ωστόσο η μελέτη προειδοποιεί ότι οι πλημμύρες έχουν αρχίσει να πλήττουν ολοένα και συχνότερα αυτές τις περιοχές, αυξάνοντας τον κίνδυνο μελλοντικών απωλειών.

Η σημασία της μελέτης έγκειται στο ότι δεν περιορίζεται στην αποτίμηση των άμεσων ζημιών, όπως η καταστροφή καλλιεργειών, υποδομών ή κατοικιών. Εξετάζει με λεπτομέρεια και τις έμμεσες επιπτώσεις, οι οποίες συχνά παραμένουν εκτός των συνηθισμένων υπολογισμών, αλλά μπορούν να αποδειχθούν ακόμη πιο κρίσιμες. Στις επιπτώσεις αυτές περιλαμβάνονται οι χαμένες εργατοώρες λόγω ακραίων θερμοκρασιών, οι μειωμένες δυνατότητες παραγωγής σε εργοτάξια ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις, αλλά και οι καθυστερήσεις στις μετακινήσεις όταν πλημμυρίζουν σιδηροδρομικά δίκτυα. Πρόκειται για ένα «αθέατο» κόστος, το οποίο επιμηκύνει την επίδραση των καταστροφών και πλήττει την παραγωγικότητα σε βάθος χρόνου.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ερευνητές θεωρούν τις εκτιμήσεις τους μάλλον συντηρητικές. Δεν έχουν συνυπολογιστεί οι μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν εκτάσεις στη νότια Ευρώπη τον Αύγουστο, ούτε ο συνδυαστικός αντίκτυπος πολλών φαινομένων που εκδηλώνονται ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό κόστος μπορεί να είναι αισθητά υψηλότερο από τα 43 δισεκατομμύρια που αποτυπώνονται στη μελέτη.

Η έρευνα δεν περιορίζεται μόνο στη φετινή χρονιά, αλλά εξετάζει και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις «μεταφέρονται» στο μέλλον. Η έλλειψη προϊόντων λόγω ξηρασίας μπορεί να οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις, οι ζημιές στις υποδομές σε επιβράδυνση της παραγωγής, ενώ οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και δεξιότητες δημιουργούν μόνιμα κενά στις τοπικές κοινωνίες και οικονομίες. Το πραγματικό κόστος, όπως επισημαίνουν οι συντάκτες της, εκτείνεται πολύ πέρα από τον άμεσο αντίκτυπο μιας καταστροφής.

Το ζήτημα των έμμεσων επιπτώσεων έχει καταγραφεί και σε άλλες περιπτώσεις. Οι πλημμύρες του 2021 στο Βέλγιο, για παράδειγμα, είχαν δείξει ότι οι συνέπειες δεν περιορίστηκαν στις άμεσα πληγείσες περιοχές, αλλά διαχύθηκαν σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα. Επιχειρήσεις που δεν βρίσκονταν κοντά στο επίκεντρο της καταστροφής υπέστησαν σημαντική μείωση στον τζίρο τους, καθώς οι προμηθευτές τους δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το τελικό κόστος σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι έως και 30% υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις, ακριβώς εξαιτίας αυτών των «κρυφών» απωλειών.

Η μελέτη του Μανχάιμ και της ΕΚΤ έρχεται να υπενθυμίσει με αριθμούς μια πραγματικότητα που ήδη γίνεται αισθητή σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Ο τουρισμός, η γεωργία, οι μεταφορές και η βιομηχανία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των επιπτώσεων, με τα φαινόμενα να διαβρώνουν σταδιακά την ανταγωνιστικότητα και να απειλούν τη συνοχή των κοινωνιών. Ειδικά για τις χώρες του Νότου, όπου η εξάρτηση από τον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή είναι μεγαλύτερη, η ευπάθεια στις ακραίες συνθήκες είναι εμφανής. Οι καύσωνες και οι πυρκαγιές επηρεάζουν την εικόνα και την ελκυστικότητα των τουριστικών προορισμών, ενώ οι πλημμύρες και η ξηρασία καταστρέφουν καλλιέργειες και υποδομές.

Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια της αναβολής. Η προσαρμογή στην κλιματική κρίση και η θωράκιση απέναντι στα ακραία φαινόμενα αποτελούν ζήτημα άμεσης προτεραιότητας. Χωρίς επενδύσεις σε ανθεκτικές υποδομές, χωρίς ενίσχυση των συστημάτων μεταφορών και χωρίς στρατηγικές για τη βιωσιμότητα στον τουρισμό και στη γεωργία, το κόστος θα συνεχίσει να αυξάνεται. Οι απώλειες δεν είναι θεωρητικές, αλλά μετρήσιμες σε δισεκατομμύρια ευρώ, και η συχνότητα των φαινομένων δείχνει ότι θα αποτελούν μόνιμη πρόκληση για την ανάπτυξη.

Η μελέτη υπενθυμίζει ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο ως φυσικές καταστροφές. Είναι ταυτόχρονα οικονομικές κρίσεις που απαιτούν σχεδιασμό, προληπτική δράση και διεθνή συνεργασία. Αν η Ευρώπη κινηθεί έγκαιρα, μπορεί να περιορίσει τις απώλειες και να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των οικονομιών της. Αν καθυστερήσει, ο λογαριασμός θα είναι πολλαπλάσιος και η κλιματική κρίση θα εξελιχθεί σε μόνιμο τροχοπέδη για την ανάπτυξη.

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.