Η ευρωπαϊκή αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων φαίνεται να εισέρχεται σε περίοδο σταθεροποίησης ύστερα από μια δεκαετία εκρηκτικής ανάπτυξης. Οι νέοι κανονισμοί που εφαρμόζονται σε μεγάλες χώρες, όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία, περιορίζουν τον ρυθμό επέκτασης των διαθέσιμων καταλυμάτων, ενώ η ζήτηση παραμένει σε υψηλά επίπεδα και δείχνει ότι ο κλάδος ωριμάζει χωρίς να χάνει τη δυναμική του.
Σύμφωνα με στοιχεία της AirDNA, τον Σεπτέμβριο του 2025 οι ενεργές αγγελίες βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ευρώπη έφτασαν περίπου τα 4 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση 2,3% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο με ρυθμό κάτω του 3%. Παρά την επιβράδυνση, η ζήτηση συνέχισε να αυξάνεται και ανήλθε σε 46 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις, καταγράφοντας άνοδο 3,6%.
Η μέση πληρότητα των ευρωπαϊκών καταλυμάτων διαμορφώθηκε στο 55,3%, παρουσιάζοντας μικρή αύξηση, ενώ η μέση ημερήσια τιμή υποχώρησε ελαφρά στα 158 ευρώ. Τα έσοδα ανά διανυκτέρευση παρέμειναν σταθερά στα 87,4 ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι η αγορά διατηρεί τη συνολική της ανθεκτικότητα μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένων ρυθμίσεων. Η περιορισμένη αύξηση της προσφοράς, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη διάθεση των ταξιδιωτών για μικρές αποδράσεις, υποδηλώνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει περάσει σε μια πιο ώριμη φάση με έμφαση στην ποιότητα, στη βιωσιμότητα και στην εξισορρόπηση της εποχικότητας.
Η νέα πραγματικότητα ενισχύεται και από τις νομοθετικές παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Κανονισμός 2024/1028 για την καταγραφή και την ανταλλαγή δεδομένων στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ο οποίος θα τεθεί πλήρως σε ισχύ το 2026, δημιουργεί ενιαίο πλαίσιο για πλατφόρμες και ιδιοκτήτες ακινήτων. Στόχος είναι η διαφάνεια και η δυνατότητα καλύτερης εποπτείας της αγοράς, ώστε οι εθνικές αρχές να έχουν σαφή εικόνα του αριθμού των καταλυμάτων και της διάρκειας διάθεσής τους. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να περιορίσει τις αθέμιτες πρακτικές και να ενισχύσει τη φορολογική συμμόρφωση, συμβάλλοντας στη σταδιακή εξυγίανση του κλάδου.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα ξεχωρίζει ως μία από τις λίγες ευρωπαϊκές αγορές που εμφανίζουν ταυτόχρονη άνοδο σε πληρότητα, προσφορά και κρατήσεις. Η AirDNA καταγράφει σταθερή αύξηση της ζήτησης στους λεγόμενους shoulder months, δηλαδή στους μήνες πριν και μετά την περίοδο αιχμής. Οι ταξιδιώτες στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν οι θερμοκρασίες είναι πιο ήπιες και οι προορισμοί λιγότερο κορεσμένοι. Η μετατόπιση αυτή συνδέεται με την κλιματική επιβάρυνση των καλοκαιριών, αλλά και με τη διάδοση του λεγόμενου slow tourism, που προτάσσει την αυθεντική εμπειρία και τη βιωσιμότητα έναντι του μαζικού τουρισμού.
Στην Αθήνα, η αλλαγή των ταξιδιωτικών συνηθειών είναι εμφανής. Το μερίδιο των βραχυχρόνιων μισθώσεων την περίοδο Μαρτίου έως Μαΐου και Σεπτεμβρίου έως Οκτωβρίου αυξήθηκε από 39% το 2019 σε 41% το 2024, ενώ το ποσοστό του καλοκαιριού μειώθηκε από 32% σε 30%. Οι χειμερινοί μήνες διατηρούν σταθερό μερίδιο γύρω στο 29%, γεγονός που δείχνει ότι η πρωτεύουσα εξελίσσεται σε προορισμό για όλο τον χρόνο, με αυξημένη επισκεψιμότητα και εκτός θερινής περιόδου. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει η Ρόδος, όπου οι ενδιάμεσοι μήνες ενισχύθηκαν από 39% σε 41% μέσα σε 5 χρόνια, ενώ οι μήνες του καλοκαιριού υποχώρησαν οριακά. Ο χειμώνας εξακολουθεί να κατέχει μικρό ποσοστό, μεταξύ 9% και 11%, ωστόσο η επιμήκυνση της σεζόν είναι ορατή.
Το ηπιότερο κλίμα, η μειωμένη κίνηση και το χαμηλότερο κόστος λειτουργούν ως σταθεροποιητικοί παράγοντες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η αύξηση της κινητικότητας των ψηφιακών εργαζομένων και η τάση για συνδυασμό εργασίας και ταξιδιού συμβάλλουν επίσης στην ενίσχυση της ζήτησης σε περιόδους εκτός αιχμής, ενδυναμώνοντας τόσο τα αστικά κέντρα όσο και τους παραθεριστικούς προορισμούς.
Για τον Σεπτέμβριο του 2025, η πληρότητα των ελληνικών καταλυμάτων που διατίθενται σε πλατφόρμες τύπου Airbnb αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με πέρυσι και έφτασε το 59%, αν και μειώθηκε αισθητά σε σχέση με το 76% του Αυγούστου. Η μέση ημερήσια τιμή μειώθηκε κατά 4% και διαμορφώθηκε στα 169 ευρώ, ενώ τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο υποχώρησαν κατά 2% στα 100 ευρώ. Παρά τη διόρθωση αυτή, η συνολική εικόνα παραμένει θετική, αφού η προσφορά αυξήθηκε κατά 3% και η ζήτηση κατά 7%, τοποθετώντας την Ελλάδα ανάμεσα στις λίγες ευρωπαϊκές αγορές που παρουσιάζουν ταυτόχρονη ανάπτυξη και στους τρεις δείκτες.
Η μετατόπιση της ζήτησης προς περιόδους χαμηλότερης θερμοκρασίας και μικρότερης τουριστικής πίεσης σηματοδοτεί μια πιο ώριμη φάση για τον ελληνικό τουρισμό. Οι ταξιδιώτες επιλέγουν όλο και περισσότερο περιόδους με καλύτερη ποιότητα εμπειρίας και λιγότερη πολυκοσμία, ενώ οι προορισμοί αποκτούν τη δυνατότητα να κατανείμουν πιο ομοιόμορφα τη ζήτηση μέσα στο έτος. Η εξισορρόπηση αυτή δημιουργεί νέες ευκαιρίες για ιδιοκτήτες και επαγγελματίες του κλάδου, προσφέροντας σταθερότερο ρυθμό εσόδων.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.