Η ελληνική αγορά γάλακτος εισέρχεται σε μια από τις πιο κρίσιμες περιόδους της τελευταίας δεκαετίας. Οι συνέπειες της ευλογιάς που έπληξε σφοδρά το ζωικό κεφάλαιο σε Θεσσαλία, Θράκη και Κεντρική Μακεδονία έχουν ήδη αρχίσει να δημιουργούν σοβαρές πιέσεις στις γαλακτοβιομηχανίες και τις τυροκομικές μονάδες της χώρας.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι καθώς περισσότερα από 328.000 ζώα έχουν θανατωθεί από τον Αύγουστο του 2024 έως και τον Σεπτέμβριο του 2025, αφήνοντας πίσω τους ένα τεράστιο κενό στην παραγωγή πρώτης ύλης, ειδικά πρόβειου και γίδινου γάλακτος, που αποτελεί τη βάση για την παραγωγή της φέτας, ενός από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές, όπως η Θράκη, η μείωση των ποσοτήτων φτάνει έως και το 40%, ενώ οι μεγαλύτερες απώλειες σε απόλυτα μεγέθη καταγράφονται στη Θεσσαλία. Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προειδοποιώντας ότι η έλλειψη πρώτης ύλης έχει αρχίσει να πλήττει ακόμη και τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου.
Μείωση παραγωγής και φόβος για ελλείψεις
Τα στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα αποτυπώνουν την ισχυρή πίεση που ασκείται. Τον Αύγουστο οι ποσότητες που παραδόθηκαν συμβατικού πρόβειου γάλακτος στη Θεσσαλία μειώθηκαν κατά 5% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, και μάλιστα σε μια εποχή που παραδοσιακά δεν βρίσκεται στο επίκεντρο της γαλακτικής περιόδου.
Όπως παραδέχονται στελέχη του κλάδου, τα αποθέματα που υπήρχαν έχουν αρχίσει να εξαντλούνται και η πίεση στις μονάδες μεταποίησης γίνεται πλέον εμφανής.
Με δεδομένο ότι η γαλακτική περίοδος στην Ελλάδα βρίσκεται στην κορύφωσή της κυρίως από τον Δεκέμβριο έως τον Μάρτιο, το ερώτημα είναι τι θα απομείνει από το ζωικό κεφάλαιο έως τότε. Η ελπίδα στρέφεται στις καιρικές συνθήκες, με την πτώση της θερμοκρασίας να θεωρείται κρίσιμος παράγοντας για την επιβράδυνση της εξάπλωσης της νόσου.
Η θέση του ΣΕΒΓΑΠ και η κριτική στη διαχείριση της κρίσης
Ο ΣΕΒΓΑΠ από την πλευρά του έχει ήδη επισημάνει επανειλημμένα ότι τα υφιστάμενα μέτρα βιοασφάλειας δεν αρκούν από μόνα τους.
Για τον λόγο αυτό, ζητά ρεαλιστικές και άμεσες αποζημιώσεις στους κτηνοτρόφους, όχι μόνο για τα θανατωμένα ζώα, αλλά και για την αδυναμία προμήθειας ζωοτροφών.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, η μη τήρηση μέτρων από τους παραγωγούς δεν οφείλεται σε παραβατικότητα αλλά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια επιβίωσης. Εάν η κατάσταση δεν αναστραφεί, ο κλάδος κινδυνεύει να αντιμετωπίσει έλλειψη πρώτης ύλης σε μια περίοδο αυξημένης ζήτησης και υψηλής εξαγωγικής δραστηριότητας.
Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζει η φέτα
Η φέτα αποτελεί διαχρονικά τον πυλώνα της ελληνικής τυροκομίας. Το 2024 οι εξαγωγές της ξεπέρασαν τα 788 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 6,73% σε σχέση με το 2023. Από τους 145.000 τόνους φέτας που παράγονται ετησίως, το 65% κατευθύνεται στο εξωτερικό, με τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να βρίσκονται στην κορυφή της λίστας των προορισμών. Σημαντική αύξηση σημειώνουν και οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, όπου μόνο τα τελευταία τρία χρόνια έχουν διπλασιαστεί.
Αυτή η δυναμική, όμως, κινδυνεύει να ανακοπεί αν η μείωση των διαθέσιμων ποσοτήτων γάλακτος συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό. Οι μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες που έχουν επενδύσει στρατηγικά στην παραγωγή φέτας βλέπουν ήδη την πίεση να αυξάνεται.
Στρατηγικές κινήσεις και ανακατατάξεις στην αγορά
Η κρίση στην πρώτη ύλη συμπίπτει χρονικά με μια περίοδο μεγάλων επιχειρηματικών εξελίξεων. Η πώληση της Δωδώνη στον όμιλο Ελληνικά Γαλακτοκομεία, έναντι περίπου 200 εκατ. ευρώ, σηματοδοτεί μια νέα εποχή συγκέντρωσης δυνάμεων στον κλάδο.
Με αυτή την εξαγορά, η οικογένεια Σαράντη αποκτά ένα ακόμη ισχυρό brand, προσθέτοντάς το σε ένα χαρτοφυλάκιο που ήδη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σήματα Όλυμπος, Τυράς, Ροδόπη και ΑΓΝΟ.
Ο όμιλος ξεπερνά πλέον σε τζίρο τα 900 εκατ. ευρώ και ενισχύει τη θέση του τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Ο «γόρδιος δεσμός» της ΔΕΛΤΑ
Την ίδια ώρα, η ΔΕΛΤΑ, που ανήκει στο επενδυτικό fund CVC Capital Partners, βρίσκεται σε αναζήτηση αγοραστή.
Παρά τη σημαντική θέση της στην εγχώρια αγορά παστεριωμένου γάλακτος, γιαουρτιού και χυμών, η υψηλή αποτίμηση που ζητεί το fund καθιστά δύσκολη την ολοκλήρωση συμφωνίας.
Το χάσμα μεταξύ των 300 εκατ. ευρώ που φέρεται να ζητά το CVC και των περίπου 160 εκατ. που παρουσιάζεται να προσφέρθηκε από υποψήφιους αγοραστές αποτελεί βασικό εμπόδιο.
Παράλληλα, η εταιρεία αντιμετωπίζει πιέσεις από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, ενώ η περιορισμένη διεθνής της παρουσία επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εικόνα της.
Το δυναμικό άλμα της ΚΡΙ ΚΡΙ
Μέσα σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, υπάρχουν και εταιρείες που ακολουθούν αναπτυξιακή πορεία.
Η Κρι Κρι έχει ήδη υπογράψει σημαντική συμφωνία με μεγάλο λιανεμπορικό όμιλο των ΗΠΑ για την παραγωγή frozen yogurt ιδιωτικής ετικέτας, με εφαρμογή από το 2026. Παράλληλα, υλοποιεί επένδυση 52 εκατ. ευρώ στις Σέρρες για την ενίσχυση της παραγωγής γιαουρτιού και παγωτού.
Η εταιρεία συνεχίζει να ενισχύει την εξαγωγική της δραστηριότητα, με τις πωλήσεις να αυξάνονται κατά 18,5% το 2024, φτάνοντας τα 256,4 εκατ. ευρώ, ενώ η λειτουργική της κερδοφορία παραμένει ισχυρή.
Οι κινήσεις των άλλων παικτών
Η ιστορική ΜΕΒΓΑΛ συμπλήρωσε 75 χρόνια ζωής και επιχειρεί πλέον με σύγχρονο στρατηγικό σχέδιο που δίνει έμφαση στην εξωστρέφεια. Με παρουσία σε 35 χώρες και εξαγωγές που αντιστοιχούν στο 38% του τζίρου της, η εταιρεία έχει επενδύσει σε νέο εργοστάσιο παραγωγής φέτας ύψους 20 εκατ. ευρώ, στοχεύοντας στην περαιτέρω ενδυνάμωση της θέσης της στις διεθνείς αγορές.
Σημαντική κίνηση για τον κλάδο αποτελεί και η απόφαση της Όμηρος να αποκτήσει την κυπριακή Hadjipieris Dairy, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη δυναμική είσοδό της στην αγορά του χαλλουμιού.
Το αρχικό επενδυτικό πλάνο των 5 εκατ. ευρώ προβλέπει την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και την αύξηση της παραγωγής, ενώ μέσα στην επόμενη πενταετία οι επενδύσεις στην Κύπρο θα φτάσουν τα 30 εκατ. ευρώ.
Αντίθετα, η ΦΑΓΕ μεταθέτει για το 2028 την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου της στην Ολλανδία, ένα έργο που είχε αρχικά προγραμματιστεί για το 2024. Η νέα μονάδα στο Hoogeveen, όταν ολοκληρωθεί, θα ενισχύσει τη δυναμικότητα της εταιρείας κατά 40.000 τόνους γιαουρτιού ετησίως, προσθέτοντας στην ήδη υπάρχουσα παραγωγική βάση της στις ΗΠΑ.
Ο κλάδος σε αριθμούς
Το 2024 η παραγωγή πρόβειου γάλακτος στην Ελλάδα έφτασε τους 729.000 τόνους, το γίδινο τους 155.000 και το αγελαδινό τους 638.000 τόνους. Για το 2025 οι προβλέψεις είναι συγκρατημένα αισιόδοξες, αλλά η μικρή πτώση 0,8% στις αρχές του έτους στο αιγοπρόβειο γάλα θεωρείται ανησυχητική ένδειξη.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή γάλακτος αναμένεται να αυξηθεί περίπου κατά 1% το 2025. Όμως, σε μια χώρα όπου το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής φέτας βασίζεται στο πρόβειο και γίδινο γάλα, οι ελλείψεις πρώτης ύλης έχουν πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος.
Μια δύσκολη εξίσωση αναζητά λύση
Ο ελληνικός γαλακτοκομικός κλάδος βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο αντικρουόμενων τάσεων. Από τη μία, μια σαφής αναπτυξιακή δυναμική με μεγάλες επενδύσεις, εξαγορές και ενίσχυση της εξωστρέφειας κι από την άλλη, μια υγειονομική κρίση που απειλεί τον πυρήνα της παραγωγικής του βάσης.
Απαιτούνται δράσεις για την στήριξη του κλάδου
Η εξίσωση που καλούνται να λύσουν οι επιχειρήσεις είναι δύσκολη. Χωρίς επαρκή παραγωγή γάλακτος ακόμη και οι πιο φιλόδοξες επενδύσεις θα κινδυνεύσουν να μείνουν μετέωρες.
Η έγκαιρη λήψη αποτελεσματικών μέτρων στήριξης των κτηνοτρόφων, η αποκατάσταση της παραγωγής και η σταθεροποίηση της εφοδιαστικής αλυσίδας θα καθορίσουν αν ο κλάδος θα μπορέσει να διατηρήσει τη θέση που με κόπο έχτισε τα τελευταία χρόνια τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και διεθνώς.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.