Η τουριστική περίοδος του 2025 επιβεβαιώνει για ακόμη μία χρονιά τη δύναμη του ελληνικού τουρισμού. Στο διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου οι διεθνείς αφίξεις ανήλθαν σε περίπου 24,9 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση άνω του 4% σε σχέση με το 2024, ενώ τα έσοδα ξεπέρασαν τα 16,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Ελλάδα φαίνεται να οδεύει προς ένα ακόμη ιστορικό ρεκόρ, με τα τουριστικά έσοδα να αναμένεται να ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ επιβεβαιώνοντας τον καθοριστικό ρόλο του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Η θετική αυτή δυναμική επιβεβαιώνει την ανθεκτικότητα του κλάδου και τη συνεχή προτίμηση των Ευρωπαίων και Αμερικανών ταξιδιωτών, την ώρα που σε άλλες αγορές παρατηρείται στασιμότητα.
Παρά τους εντυπωσιακούς αριθμούς, ο ελληνικός τουρισμός εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα σε ένα από τα πιο απαιτητικά φορολογικά περιβάλλοντα της Ευρώπης. Αν και η θέση της χώρας στη συνολική φορολογική ανταγωνιστικότητα έχει βελτιωθεί, οι επιχειρήσεις του κλάδου εξακολουθούν να επιβαρύνονται με υψηλό ΦΠΑ στη διαμονή, το νέο Τέλος Ανθεκτικότητας και αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές. Οι παράγοντες αυτοί περιορίζουν την κερδοφορία, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και πλήττουν ιδιαίτερα τις μικρότερες μονάδες που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακούς ή λιγότερο ανεπτυγμένους προορισμούς.
Η ανάλυση του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων καταγράφει ότι, παρά τη βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος σε γενικό επίπεδο, ο τουρισμός παραμένει αντιμέτωπος με δυσανάλογες επιβαρύνσεις. Το υψηλό λειτουργικό κόστος ωθεί πολλές μονάδες να αυξάνουν τις τιμές, προκειμένου να διατηρήσουν τη βιωσιμότητά τους. Αυτό περιορίζει τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, καθώς οι επισκέπτες χαμηλότερου προϋπολογισμού στρέφονται σε φθηνότερους προορισμούς, ενώ περιορίζονται και τα περιθώρια για νέες επενδύσεις ή για αύξηση αποδοχών στους εργαζόμενους.
Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, που εκπονήθηκε σε συνεργασία με την PwC, συγκρίνει τη φορολογική δομή του ελληνικού τουρισμού με εκείνη έξι βασικών ανταγωνιστριών χωρών, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Κροατίας, της Τουρκίας, της Κύπρου και της Πορτογαλίας. Αν και η Ελλάδα έχει ανέλθει στην τρίτη θέση ως προς τη συνολική εταιρική φορολογία, κατατάσσεται χαμηλότερα όταν εξετάζονται οι επιβαρύνσεις που επηρεάζουν άμεσα τη λειτουργία ή τις επενδύσεις των τουριστικών επιχειρήσεων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα ελληνικά ξενοδοχεία εμφανίζουν κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων που αντιστοιχούν μόλις στο 56,9% των φόρων και εισφορών που καταβάλλουν.
Στην Κύπρο το ποσοστό αυτό φθάνει το 171%, ενώ στην Πορτογαλία ξεπερνά το 110%. Η Ελλάδα βρίσκεται έτσι στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών που εξετάστηκαν, γεγονός που αναδεικνύει το βάρος που σηκώνουν οι τουριστικές επιχειρήσεις, παρότι ο κλάδος καταγράφει αριθμητικά ρεκόρ.
Το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στους φόρους. Το διοικητικό και ρυθμιστικό κόστος παραμένει εξίσου επιβαρυντικό. Σύμφωνα με την έκθεση του TMF Group, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη διεθνώς στην πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών διαδικασιών, κάτι που συνεπάγεται μεγαλύτερη γραφειοκρατία, καθυστερήσεις και πρόσθετα έξοδα για τις επιχειρήσεις. Η κατάσταση αυτή μειώνει την ελκυστικότητα του τουριστικού τομέα ως επενδυτικού προορισμού, τη στιγμή που η αυξημένη τουριστική ζήτηση δημιουργεί ανάγκη για περισσότερες υποδομές και αναβάθμιση υπηρεσιών.
Η διαφορά στο κόστος λειτουργίας αποτυπώνεται καθαρά στις τιμές. Για ένα δίκλινο δωμάτιο με ημερήσια τιμή 150 ευρώ, οι φόροι και οι εισφορές στην Ελλάδα ανέρχονται σχεδόν στα 45 ευρώ, δηλαδή στο 30% της τελικής τιμής. Στην Κύπρο το αντίστοιχο ποσό είναι 24 ευρώ ή 16% της τιμής. Το λειτουργικό «νεκρό σημείο» για ένα ελληνικό ξενοδοχείο βρίσκεται στα 124,6 ευρώ, έναντι 108,7 ευρώ στην Κύπρο, διαφορά που αναγκάζει πολλές μονάδες να λειτουργούν μόνο στις περιόδους αιχμής, αφήνοντας ανεκμετάλλευτο το υπόλοιπο του έτους.
Η επιβάρυνση αυτή έχει συνέπειες και για την απασχόληση. Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό στην Ελλάδα λαμβάνουν καθαρά περίπου το 63,5% του κόστους που επιβαρύνει την επιχείρηση, όταν στην Κύπρο το ποσοστό φθάνει σχεδόν το 77%. Αν και το ποσοστό αυτό έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2015, η διαφορά εξακολουθεί να περιορίζει τα κίνητρα για σταθερή εργασία και για προσέλκυση εξειδικευμένου προσωπικού.
Η εικόνα επιβεβαιώνεται και από τον δείκτη Ανάπτυξης Ταξιδιών και Τουρισμού του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στην 21η θέση συνολικά, αλλά μόλις στην 52η θέση για το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η χώρα απολαμβάνει αυξημένη ζήτηση και διεθνή προβολή, αλλά δεν μετατρέπει αυτή την επιτυχία σε ανάλογη ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που τη στηρίζουν.
Η εισαγωγή του Τέλους Ανθεκτικότητας από τον Ιανουάριο του 2025 αναμένεται να οξύνει περαιτέρω τις ανισότητες. Οι επιβαρύνσεις αυτές πλήττουν κυρίως μικρά καταλύματα και περιοχές με χαμηλότερη τουριστική ζήτηση, όπου οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται ήδη να διατηρήσουν θετικό ισοζύγιο. Αν και ο τουρισμός σπάει κάθε ρεκόρ σε αφίξεις και εισπράξεις, το φορολογικό πλαίσιο εξακολουθεί να λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.
Η Ελλάδα χρειάζεται πλέον ένα σταθερότερο, δικαιότερο και πιο λειτουργικό φορολογικό σύστημα για τον τουρισμό. Η αυξημένη ζήτηση δεν αρκεί για να διασφαλίσει τη βιωσιμότητα του κλάδου. Αν δεν μειωθούν οι επιβαρύνσεις και δεν απλοποιηθούν οι διαδικασίες, η χώρα θα συνεχίσει να απολαμβάνει ρεκόρ στις αφίξεις, αλλά χωρίς αντίστοιχα οφέλη για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του ελληνικού τουρισμού.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.