Η μεγάλη, γηραιά, πολυπολιτισμική, όλο Ιστορία Ευρώπη και η εργασία σ’ αυτήν μοιάζει από την έννοια της αξιοπρέπειας και της συλλογικής προόδου, να έχει γίνει αναγκαστική ρουτίνα χωρίς αίσθημα σκοπού.
Η ήπειρος που κάποτε καθόρισε το οκτάωρο, τις άδειες και το κοινωνικό κράτος, δείχνει τώρα να κουράζεται ακόμη και από τη σκέψη της δουλειάς. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Eurofound, το 47% των Ευρωπαίων δηλώνει δυσαρεστημένο ή ουδέτερο με το επάγγελμά του, ενώ το 62% αισθάνεται πως η δουλειά του «δεν έχει νόημα». Οι αριθμοί αυτοί αποτυπώνουν μια ήπειρο που γερνάει, όχι μόνο δημογραφικά, αλλά και ψυχικά απέναντι στην ίδια της την παραγωγική ταυτότητα. Περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα εργαζομένους στην Ευρώπη δηλώνουν δυσαρεστημένοι από το εργασιακό τους περιβάλλον, σύμφωνα με τη νέα Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Εργατικό Δυναμικό 2025.
Η μεγάλη δυσαρέσκεια
Η δυσαρέσκεια συνδέεται άμεσα με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα, όπως δείχνει η αντιστοιχία του δείκτη ικανοποίησης με το ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας. Όμως η επίδραση δεν περιορίζεται εκεί. Αφορά τη συνοχή των ίδιων των οργανισμών, την ατμόσφαιρα μέσα στα γραφεία, ακόμη και τη σχέση των επιχειρήσεων με τους πελάτες τους. «Αν κερδίσεις έναν πελάτη, σου κοστίζει κάτι. Αν όμως τον χάσεις επειδή είχε κακή εμπειρία, αυτό είναι απώλεια χρημάτων», εξηγεί στο Euronews Business ο Λοράν Μιγιάν, επικεφαλής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών CX & EX της NTT, συμπυκνώνοντας το προφανές: πίσω από κάθε εμπειρία πελάτη υπάρχει πάντα μια εμπειρία εργαζομένου. Σύμφωνα με τα στοιχεία του LinkedIn, η επαγγελματική κινητικότητα στην Ευρώπη αυξάνεται σταθερά, με τη νέα γενιά να αλλάζει σχεδόν διπλάσιες δουλειές από ό,τι οι προηγούμενες. Οι συνεχείς μετακινήσεις φθείρουν τις ομάδες, διακόπτουν τη συνέχεια της εμπειρίας και δημιουργούν εσωτερικές αναταράξεις που φτάνουν ως τον τελικό καταναλωτή. Οι επιχειρήσεις βλέπουν ότι η απώλεια ανθρώπων δεν είναι απλώς διαχειριστικό ζήτημα, αλλά απειλή για τη φήμη και τη σταθερότητά τους.
Η τεχνολογία είναι γέφυρα και παγίδα μαζί
Η Έκθεση δείχνει κάτι που αποτυπώνει ξεκάθαρα τη νέα πραγματικότητα, πως οι υβριδικοί εργαζόμενοι, όσοι δηλαδή εργάζονται μέρος της εβδομάδας από το σπίτι και μέρος από το γραφείο, δηλώνουν πιο ικανοποιημένοι και πιο σταθεροί στις θέσεις τους. Το 50% αυτών αναφέρει ότι είναι «χαρούμενοι εκεί που βρίσκονται», έναντι 44% όσων εργάζονται αποκλειστικά στο γραφείο και μόλις 37% των απομακρυσμένων πλήρους τηλεργασίας. Η ισορροπία φαίνεται να βρίσκεται στο μέτρο, όχι στα άκρα. Η επένδυση σε καλές υποδομές τηλεργασίας, τεχνολογικά εργαλεία και καθαρούς κανόνες επικοινωνίας δεν είναι πολυτέλεια, αλλά προϋπόθεση διατήρησης ανθρώπινου δυναμικού. Στην Ευρώπη της μετα-Covid εποχής, το περιβάλλον εργασίας δεν καθορίζεται μόνο από τον χώρο, αλλά και από την ποιότητα της σύνδεσης. Η φυσική απόσταση δεν σημαίνει αποξένωση, αρκεί η τεχνολογία να λειτουργεί ως γέφυρα και όχι ως εμπόδιο. Η λεγόμενη agentic AI, δηλαδή η νέα γενιά τεχνητής νοημοσύνης με αυτονομία και προσαρμοστικότητα, μπαίνει ήδη στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ως εργαλείο στήριξης, αλλά και ως νέο πεδίο προσαρμογής.
Από την εργασία ως αξία στην εργασία ως βάρος
Η μεταπολεμική Ευρώπη έστησε ολόκληρες κοινωνίες πάνω στο μοντέλο της εργασιακής σταθερότητας. Μισθοί που εξασφάλιζαν αξιοπρεπή διαβίωση, συμβάσεις που παρείχαν ασφάλεια και συνδικάτα που λειτουργούσαν ως πραγματικοί θεσμοί εκπροσώπησης. Η γενιά του ’60 και του ’70 έβλεπε τη δουλειά ως μοχλό κοινωνικής ανόδου και συμμετοχής. Η σημερινή, όμως, την αντιμετωπίζει περισσότερο ως συμβιβασμό. Ο μεταβιομηχανικός καπιταλισμός, η αυτοματοποίηση, η απορρύθμιση των ωραρίων, η επισφάλεια και η εξάντληση από την ψηφιακή συνδεσιμότητα μετέτρεψαν το επάγγελμα από ταυτότητα σε αγγαρεία. Ο Ευρωπαίος εργαζόμενος δεν περιμένει από τη δουλειά του να του προσφέρει κύρος ή χαρά, μόνο μισθό. Η υποτιθέμενη ευελιξία εργασίας προβλήθηκε ως η απάντηση στη στασιμότητα. Το remote work, η μερική απασχόληση, η gig economy, δηλάδη η οικονομία των περιστασιακών εργασιών μέσω πλατφορμών όπως για παράδειγμα οι Uber, Wolt, eFood, Fiverr ή Airbnb, έμοιαζαν αρχικά σαν ευκαιρία ισορροπίας. Σταδιακά, όμως, αποδείχθηκαν εργαλεία αστάθειας. Η Γερμανία, η Σουηδία και η Ολλανδία, που πρωτοστάτησαν στα προγράμματα εργασιακής ευελιξίας, μετρούν τώρα αυξανόμενα ποσοστά burnout και μείωση ικανοποίησης. Η γραμμή μεταξύ ελευθερίας και εκμετάλλευσης θόλωσε. Ο εργαζόμενος εργάζεται «από παντού», που σημαίνει τελικά «πάντα». Το Slack και το Teams έγιναν εικονικά γραφεία που δεν κλείνουν ποτέ. Η ώρα λήξης αντικαταστάθηκε από ειδοποιήσεις και deadline.
Βορράς και Νότος, δύο ρυθμοί δυσαρέσκειας
Μόλις το 59% των Ευρωπαίων εργαζομένων συμφωνούν με τη φράση «λαμβάνοντας όλα υπόψη, θα έλεγα ότι είναι καλό μέρος για να δουλεύει κανείς». Το ποσοστό ποικίλλει ανά χώρα και αφορά 75% στη Δανία και 73% στη Νορβηγία, αλλά μόλις 47% στην Πολωνία, 44% στην Ελλάδα και 43% στην Ιταλία. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν μια ήπειρο χωρισμένη σε δύο ταχύτητες και στον Βορρά η δουλειά παραμένει επένδυση ζωής, ενώ στον Νότο βιώνεται ως αναγκαστική επιβίωση. Στη Σκανδιναβία, όπου οι θεσμοί είναι σταθεροί και οι αμοιβές υψηλές, η δυσαρέσκεια σχετίζεται περισσότερο με την ψυχολογική κόπωση και την πίεση για διαρκή απόδοση. Στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, κυριαρχεί η αίσθηση ακινησίας. Ο εργαζόμενος δεν νιώθει ότι ανταμείβεται, αλλά ούτε ότι έχει εναλλακτικές. Ο συνδυασμός ανασφάλειας, χαμηλών μισθών και αργής κινητικότητας δημιουργεί μια γενιά εγκλωβισμένη ανάμεσα στην ανάγκη επιβίωσης και στην απουσία προοπτικής. Η ευρωπαϊκή αγορά εργασίας δείχνει ενιαία στα στατιστικά, αλλά χωρισμένη στην εμπειρία. Το 2022, το φαινόμενο του quiet quitting, ή στα δικά μας, η σιωπηλή απόσυρση, έγινε τίτλος σε ευρωπαϊκά μέσα. Οι εργαζόμενοι κάνουν μόνο τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς συμμετοχή. Η Gallup υπολόγισε ότι το 50% των εργαζομένων στην Ευρώπη ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Δεν παραιτούνται γιατί χρειάζονται τη δουλειά, αλλά δεν επενδύουν συναισθηματικά σ’ αυτή. Η αποστασιοποίηση έγινε μηχανισμός άμυνας. Η φράση «δουλεύω απλώς για να ζω» αντικατέστησε το «ζω για να δουλεύω». Μια αντιστροφή που αποτυπώνει την ψυχική εξάντληση μιας ηπείρου που χάνει την πίστη της στην εργασία ως δημιουργία.
Εταιρείες χωρίς αφοσιωμένους εργαζόμενους
Η χαμηλή ικανοποίηση δεν είναι μόνο κοινωνικό φαινόμενο, αλλά και οικονομικός δείκτης. Η απώλεια ταλέντων, οι παραιτήσεις και η μείωση παραγωγικότητας κοστίζουν στην ευρωπαϊκή οικονομία πάνω από 1 τρισ. ευρώ ετησίως, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι επιχειρήσεις προσπαθούν να επανασυνδεθούν με τους εργαζομένους τους μέσω wellbeing προγραμμάτων, εταιρικών events, ψηφιακών εργαλείων. Όμως η ουσία λείπει, όπως η πραγματική εμπιστοσύνη, τα σαφή όρια, η αίσθηση σκοπού. Η νέα γενιά δεν πείθεται από bonus ή τίτλους, αλλά ζητά αυθεντικότητα και σεβασμό χρόνου. Όταν δεν τα βρίσκει, απλώς αποσυνδέεται. Η συζήτηση για την εργασία δεν είναι τεχνική, είναι υπαρξιακή. Αν η Ευρώπη θέλει να ξανακερδίσει τη σχέση της με τη δουλειά, χρειάζεται να επαναπροσδιορίσει το γιατί, όχι το πώς. Το νόημα, η αναγνώριση, η συμμετοχή δεν είναι πολυτέλειες, αλλά προϋποθέσεις της συνοχής. Οι κοινωνίες που έμαθαν να προστατεύουν τον εργαζόμενο πρέπει τώρα να τον εμπνεύσουν ξανά. Η τεχνολογία δεν είναι ο εχθρός· η απάθεια είναι. Όταν το γραφείο μετατρέπεται σε απλή πηγή εισοδήματος, χάνεται η σύνδεση του ανθρώπου με τη δημιουργία, το αίσθημα ότι το έργο του έχει σημασία. Τελικά, δυσαρέσκεια δεν είναι απαραίτητα παραίτηση. Μπορεί να είναι το πρώτο βήμα μιας νέας συνείδησης. Η Ευρώπη που αναζητά ισορροπία ανάμεσα σε πρόοδο και ανθρώπινο ρυθμό ίσως να χρειάζεται αυτή την κρίση για να θυμηθεί την ουσία της εργασίας. Όχι την παραγωγή για την παραγωγή, αλλά την εργασία ως πράξη συμμετοχής στον κόσμο.
Η επόμενη δεκαετία θα δείξει αν η ήπειρος αυτή μπορεί να επαναφέρει τη δουλειά εκεί που ανήκει, δηλαδή στο κέντρο μιας ζωής με αξιοπρέπεια και ουσία.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.