Σχεδόν σε κάθε επιχείρηση υπάρχει κάποιος που ψιθυρίζει, μισοαστεία μισοσοβαρά, πως «η δουλειά εδώ μέσα είναι τοξική»…
… Η λέξη έγινε το νέο καταφύγιο όλων των παραπόνων, σαν μια ετικέτα για να χωρέσουν τα πάντα, από την καταχρηστική συμπεριφορά ενός προϊσταμένου μέχρι τα άπειρα mails εκτός ωραρίου, από τις άδικες αξιολογήσεις και τη μεροληψία, μέχρι εκείνη την αδιόρατη αίσθηση ότι τίποτα δεν αλλάζει όσο κι αν προσπαθείς. Η «τοξικότητα» έγινε λέξη-ομπρέλα για κάθε δυσφορία, μικρή ή μεγάλη, και ταυτόχρονα ένας όρος που έχασε το βάρος του από την υπερβολική του χρήση. Κι όμως, οι έρευνες των τελευταίων ετών δείχνουν πως η ίδια η έννοια της «τοξικής εργασίας» παραμένει απροσδιόριστη. Θολή, σχεδόν αυθαίρετη. Για άλλους σημαίνει βία και κατάχρηση εξουσίας. Για άλλους, απλώς πίεση και ασάφεια. Και κάπου ανάμεσα στα δύο, η ουσία χάνεται, μαζί με τη δυνατότητα να ονομαστεί με ακρίβεια τι πραγματικά φθείρει τον σύγχρονο εργαζόμενο. Η πραγματικότητα βέβαια, έχει αποθέωση της παραγωγικότητας, τη τεχνολογία που δεν επιτρέπει ποτέ απουσία, το management που μετρά τα πάντα και τη κουλτούρα του επιτεύγματος χωρίς παύση να γεννούν ένα νέο περιβάλλον.
Η ιστορία της τοξικότητας και πώς το δηλητήριο πέρασε από τα βέλη στα γραφεία
Ο όρος τοξικός έχει ιστορία αιχμηρή, κυριολεκτικά. Οι Σκύθες τοξότες άλειφαν τις αιχμές των βελών τους με αίμα, κοπριά και δηλητήριο φιδιού, δημιουργώντας ένα φονικό μείγμα που οι Έλληνες ονόμαζαν τοξικόν φάρμακον, δηλαδή δηλητηριασμένα βέλη. Από εκεί, η λέξη ταξίδεψε στα λατινικά και στα γαλλικά και καταγράφηκε στα αγγλικά τον 17ο αιώνα για να περιγράψει ό,τι είναι δηλητήριο, ό,τι διαβρώνει αργά και ύπουλα. Στη βιομηχανική εποχή, η τοξικότητα είχε φυσική υπόσταση. Εργοστάσια με καπνούς, επικίνδυνες ουσίες, αναθυμιάσεις και χημικά που έθεταν σε κίνδυνο την ανθρώπινη υγεία. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για χώρους εργασίας που κυριολεκτικά δηλητηρίαζαν όσους βρίσκονταν μέσα τους. Στη συνέχεια όμως, το δηλητήριο μετακινήθηκε από την ύλη στη συμπεριφορά. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ιστορική Ένωση, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η λέξη πέρασε στον χώρο της νοσηλευτικής και των οργανωτικών σπουδών. Ένας οδηγός ηγεσίας του 1989 περιέγραφε τους τοξικούς χώρους εργασίας ως εκείνους όπου οι ρόλοι συγκρούονται, οι στόχοι είναι ασαφείς, η επικοινωνία γίνεται επιθετική και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται όχι ως άνθρωποι με λογική και συναίσθημα, αλλά ως αναλώσιμα σε έναν αόρατο αγώνα εξουσίας. Τις επόμενες δεκαετίες η έννοια επεκτάθηκε. Το 2018, το Oxford Dictionaries ανακήρυξε τη λέξη toxic ως λέξη της χρονιάς, στον απόηχο του κινήματος #MeToo και της συζήτησης γύρω από την τοξική αρρενωπότητα. Η τοξικότητα πλέον δεν περιέγραφε μόνο επιβλαβείς ουσίες, αλλά συμπεριφορές και περιβάλλοντα που έβλαπταν την ψυχική ανθεκτικότητα, την αξιοπρέπεια και τη συλλογικότητα των εργαζομένων. Ο όρος απέκτησε κοινωνική διάσταση, έγινε σύμβολο εξουσίας χωρίς όρια και σχέσεων χωρίς σεβασμό. Όπως σημειώνει ο Σουηδός ειδικός συμπεριφοράς Τόμας Έριξον, συγγραφέας του βιβλίου Surrounded by Bad Bosses, η λέξη έχει πλέον υποστεί υπερφόρτωση. Ο ίδιος υποστηρίζει πως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει καταστάσεις που δεν είναι δηλητηριώδεις αλλά απλώς δυσάρεστες, καταχρηστικά και χωρίς διάκριση. Η τοξικότητα, λέει, έχει χάσει την έντασή της από την υπερβολή. Σήμερα η λέξη δεν προκαλεί πια την αίσθηση κινδύνου που κάποτε απέδιδε. Ο Έριξον θεωρεί πως για αυτή την εκλαΐκευση ευθύνονται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η δημόσια αφήγηση γύρω από την εργασία μεταφέρθηκε στα timelines, όπου κάθε προσωπική δυσαρέσκεια έγινε επιβεβαίωση μιας συλλογικής αλήθειας. Ο όρος τοξικός μετατράπηκε σε καθημερινό σύνθημα, σε γενική ερμηνεία κάθε δυσλειτουργίας. Από εκεί που περιέγραφε την πραγματική φθορά του σώματος, σήμερα περιγράφει τη φθορά του πνεύματος. Και το δηλητήριο, που κάποτε ήταν χημικό, έγινε οργανωτικό.
Η τοξικότητα ως κανονικότητα και οι ψευδαισθήσεις περί ανθεκτικότητας
Η τοξικότητα δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, είναι η νέα κανονικότητα των χώρων εργασίας. Στην Ευρώπη, το 44% των εργαζομένων δηλώνει ότι βιώνει δυσάρεστο ή εχθρικό περιβάλλον. Ο όρος «τοξικός» πια δεν αφορά μόνο ακραίες περιπτώσεις κακοποίησης ή παρενόχλησης, αλλά έναν συνολικό τρόπο λειτουργίας. Τοξικό είναι το περιβάλλον που παράγει φόβο, ανασφάλεια, μόνιμη εγρήγορση. Όπου οι άνθρωποι μετρούν τις λέξεις τους, αποφεύγουν να εκτεθούν, μαθαίνουν να σωπαίνουν για να μη στοχοποιηθούν. Το δηλητήριο δεν χύνεται απότομα, στάζει αργά μέσα από πρακτικές, βλέμματα, παραλείψεις. Όπου η εργασία μετατρέπεται σε διαρκή απόδειξη αντοχής, εκεί το κλίμα έχει ήδη μολυνθεί. Η τοξικότητα καλύπτεται συχνά πίσω από όρους όπως «δυναμική κουλτούρα», «υψηλές απαιτήσεις», «γρήγορος ρυθμός». Η πίεση βαφτίζεται ευκαιρία ανάπτυξης και η υπερκόπωση δείγμα αφοσίωσης. Όμως η σταθερή έκθεση σε συνθήκες φόβου και ελέγχου οδηγεί σε φαινόμενα ψυχικής φθοράς που οι εταιρείες υποτιμούν. Η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία αναφέρει ότι το 60% των εργαζομένων στις ΗΠΑ έχει βιώσει συμπτώματα άγχους λόγω τοξικής συμπεριφοράς προϊσταμένων. Οι οργανισμοί που επιμένουν να συγχέουν την αυστηρότητα με τη σκληρότητα παράγουν τελικά σιωπή και αποχώρηση. Δεν πρόκειται για κρίση παραγωγικότητας αλλά για κρίση αξιοπρέπειας.
Η υπερβολή που ακυρώνει την ουσία
Στο σημερινό λεξιλόγιο της εργασίας, η λέξη τοξικός έχει γίνει κάτι σαν ελεύθερη μετάφραση της δυσαρέσκειας. Το χάος ενός οργανισμού, η απρόβλεπτη συμπεριφορά ενός προϊσταμένου, η ένταση μιας ομάδας λίγο πριν την προθεσμία, όλα μπορούν να μπουν στο ίδιο σακί. Κι όμως, άλλο πράγμα η παρενόχληση, η ταπείνωση, η κακοποίηση, υποθέσεις που οδηγούνται στη δικαιοσύνη και άλλο η καθημερινή δυσλειτουργία ενός πιεσμένου περιβάλλοντος. Όταν τα εξισώνεις, χάνεις το μέτρο και μαζί του τη σοβαρότητα. Η γενίκευση έχει κόστος. Όσο πιο εύκολα χαρακτηρίζεται ένας χώρος «τοξικός», τόσο πιο εύκολα οι πραγματικά επικίνδυνες συνθήκες περνούν απαρατήρητες. Οι εργοδότες κουράζονται να ακούν τη λέξη, οι υπεύθυνοι ανθρώπινου δυναμικού τη βλέπουν σαν μόδα, και τα περιστατικά που όντως καταστρέφουν ζωές θολώνουν μέσα στη φασαρία. Η τοξικότητα δεν είναι απλώς κακή διάθεση ή διαφωνία. Είναι περιβάλλον που διαβρώνει τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη, που επιτρέπει προσβολές, αποκλεισμούς, εξευτελισμούς, που σπάει το άγραφο συμβόλαιο αξιοπρέπειας ανάμεσα σε άνθρωπο και εργασία. Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο δυσάρεστο και το δηλητηριώδες φαίνεται στις αντιδράσεις. Όταν μια μέρα στη δουλειά φέρνει εκνευρισμό, είναι συνηθισμένο. Όταν όμως φέρνει κόμπο στο στομάχι που δεν λύνεται ως το βράδυ, τότε δεν μιλάμε πια για ενόχληση αλλά για τοξικότητα…
… Και ο ορισμός, όσο κι αν μοιάζει απλός, παραμένει σκληρά απαράδεκτος, γιατί εκεί που ο άνθρωπος παύει να νιώθει ασφάλεια και σεβασμό, αρχίζει το δηλητήριο.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.