Τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη και η Χαλκιδική αναδεικνύονται σε βασικούς τομείς της αναπτυξιακής ανόδου της Βόρειας Ελλάδας, με τον τουρισμό και την αγορά ακινήτων να λειτουργούν συμπληρωματικά σε μια περιφερειακή οικονομία που αλλάζει ραγδαία. Η άνοδος της επισκεψιμότητας, οι επενδύσεις σε υποδομές και η αναβάθμιση του αεροδρομίου «Μακεδονία» έχουν αναδιαμορφώσει το τοπίο, δημιουργώντας νέες συνθήκες ανάπτυξης, αλλά και πίεσης στις τιμές της κατοικίας, τόσο στις παραθεριστικές περιοχές όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η Θεσσαλονίκη καταγράφει τα τελευταία χρόνια σταθερή αύξηση στις αφίξεις από το εξωτερικό, με τη Fraport Greece να επενδύει σημαντικά στο αεροδρόμιο και να ενισχύει τη συνδεσιμότητα της πόλης με τις αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Παράλληλα, η Χαλκιδική παραμένει ο αδιαμφισβήτητος τουριστικός προορισμός του Βορρά, με τον αριθμό των διανυκτερεύσεων να αυξάνεται και τη συμμετοχή Βαλκάνιων ταξιδιωτών να διευρύνεται. Η γεωγραφική εγγύτητα, η εύκολη πρόσβαση οδικώς και το σχετικά προσιτό κόστος διαμονής καθιστούν την περιοχή ιδιαίτερα ελκυστική για τουρίστες και επενδυτές.
Ο οδικός τουρισμός παραμένει βασικό στήριγμα της τουριστικής οικονομίας της Βόρειας Ελλάδας. Κάθε καλοκαίρι, δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες από τη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Ρουμανία φτάνουν με αυτοκίνητο, ενισχύοντας την τοπική αγορά. Με την πλήρη ένταξη της Βουλγαρίας στη ζώνη Σένγκεν από την 1η Ιανουαρίου 2025, οι συνοριακοί έλεγχοι καταργήθηκαν, γεγονός που δυσχεραίνει την ακριβή καταγραφή των αφίξεων, αν και σύμφωνα με προηγούμενα στοιχεία οι επισκέπτες από τη Βουλγαρία αντιπροσώπευαν έως και το 40%–45% των οδικών εισόδων στη χώρα.
Η αυξημένη τουριστική κινητικότητα έχει τροφοδοτήσει με τη σειρά της την αγορά ακινήτων. Η Χαλκιδική, η Καβάλα, η Λήμνος και η ίδια η Θεσσαλονίκη προσελκύουν τα τελευταία χρόνια έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον από αγοραστές των Βαλκανίων. Η σταθερότητα του νομικού πλαισίου, η γεωγραφική εγγύτητα και η ευνοϊκότερη φορολογία σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταστήσει τη Βόρεια Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για αγορές παραθεριστικής κατοικίας και επενδύσεων μικρής κλίμακας. Πολίτες από τη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Βόρεια Μακεδονία βλέπουν πλέον τα ελληνικά παράλια όχι μόνο ως τόπο διακοπών, αλλά και ως πηγή σταθερού εισοδήματος και υπεραξίας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις μεσιτικών συλλόγων και επαγγελματικών φορέων, περισσότεροι από 3.500 Βούλγαροι πολίτες έχουν αποκτήσει ακίνητα στη Βόρεια Ελλάδα την τελευταία πενταετία, με συνολικές επενδύσεις που ξεπερνούν τα 127 εκατομμύρια ευρώ. Η Χαλκιδική απορροφά το μεγαλύτερο μερίδιο, καθώς μόνο το 2024 καταγράφηκαν πάνω από 1.800 αγοραπωλησίες. Η πλειονότητα αφορά κατοικίες μικρής και μεσαίας αξίας, έως 150.000 ευρώ, ενώ ακίνητα αξίας 150.000–450.000 ευρώ αντιπροσωπεύουν περίπου το 38% των συναλλαγών, δείχνοντας ότι η αγορά ωριμάζει και σταδιακά ανεβαίνει σε επίπεδο αξίας.
Η νέα γενιά ξένων αγοραστών βλέπει το ελληνικό real estate όχι μόνο ως καταφύγιο διακοπών, αλλά ως επένδυση με σταθερή και μετρήσιμη απόδοση. Οι περισσότεροι δεν περιορίζονται στη χρήση ως δεύτερη κατοικία, αλλά αξιοποιούν τα ακίνητά τους με τρόπο επαγγελματικό, επιδιώκοντας αποδόσεις μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων. Πολλές κατοικίες λειτουργούν εποχικά μέσα από πλατφόρμες όπως η Airbnb και η Booking, αποφέροντας έσοδα που συχνά υπερβαίνουν τις αποδόσεις των εγχώριων επενδύσεων σε αστικά κέντρα. Για επενδυτές από χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Σερβία, το πλεονέκτημα της εγγύτητας καθιστά τη διαχείριση απλούστερη, χωρίς την ανάγκη μεσαζόντων ή εταιρειών διαχείρισης. Παράλληλα, το χαμηλότερο κόστος ζωής και η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε σχέση με άλλες μεσογειακές αγορές καθιστούν την Ελλάδα έναν ιδιαίτερα προσιτό και ελκυστικό προορισμό για όσους επιδιώκουν εισόδημα, υπεραξία και τρόπο ζωής σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας.
Η δυναμική αυτή δεν περιορίζεται στα παράλια. Η Θεσσαλονίκη καταγράφει αξιοσημείωτη αναζωογόνηση του αστικού real estate, με αυξημένη ζήτηση για διαμερίσματα στο κέντρο και το παραλιακό μέτωπο. Η επενδυτική δραστηριότητα από το εξωτερικό, σε συνδυασμό με τον τουρισμό πόλης, τη φοιτητική κατοικία και τη βραχυχρόνια μίσθωση, έχουν ασκήσει έντονη πίεση στις τιμές και στα ενοίκια. Το 2024, οι τιμές πώλησης κατοικιών στη Θεσσαλονίκη αυξήθηκαν κατά περίπου 11% σε ετήσια βάση, ενώ τα ενοίκια κατά 9%, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να καταγράφονται στο ιστορικό κέντρο και στις παραθαλάσσιες περιοχές. Οι νέες επενδύσεις σε τουριστικά projects και μικτά καταλύματα ενισχύουν τη διεθνή εικόνα της πόλης, αλλά ταυτόχρονα δυσκολεύουν την πρόσβαση των μόνιμων κατοίκων στην προσιτή κατοικία.
Παράλληλα, η παρουσία Βαλκάνιων επενδυτών έχει λειτουργήσει ως καταλύτης για την τοπική οικονομία. Οι αγορές συνοδεύονται από έργα ανακαίνισης, κατασκευές, αγορές εξοπλισμού και υπηρεσιών, δημιουργώντας ένα οικοσύστημα μικρομεσαίων επιχειρήσεων που επωφελούνται άμεσα. Από τη Νικήτη και τα Νέα Μουδανιά μέχρι την Καβάλα και τη Θάσο, αυξάνεται η ζήτηση για τεχνίτες, εταιρείες διαχείρισης και επαγγελματίες ακινήτων, ενισχύοντας την απασχόληση και το τοπικό εισόδημα.
Παρ’ όλη τη θετική δυναμική, η ταχεία εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων δημιουργεί και προκλήσεις. Πολλά καταλύματα λειτουργούν εκτός επίσημου πλαισίου, χωρίς να δηλώνονται στην ΑΑΔΕ ή μέσα από ανεπίσημα δίκτυα τοπικών πρακτόρων και προσωπικών συνεννοήσεων. Το φαινόμενο αυτό περιορίζει τη φορολογική διαφάνεια και προκαλεί αντιδράσεις από τους ξενοδόχους, που κάνουν λόγο για αθέμιτο ανταγωνισμό.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.