Η φορολογική συνέπεια στην Ελλάδα για το 2025 φανερώνει δύο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μία πλευρά, οι επιχειρήσεις εμφανίζουν εντυπωσιακή συνέπεια απέναντι στις υποχρεώσεις τους. Από την άλλη, τα νοικοκυριά δείχνουν ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να ανταποκριθούν, αφήνοντας φόρους απλήρωτους όχι από αμέλεια, αλλά από πραγματική οικονομική αδυναμία. Τα στοιχεία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το πρώτο οκτάμηνο του έτους φέρνουν στο φως το χάσμα ανάμεσα στη δημοσιονομική αντοχή των επιχειρήσεων και στη ρευστότητα των φυσικών προσώπων, η οποία συρρικνώνεται σταθερά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περίπου εννέα στις δέκα επιχειρήσεις εξόφλησαν εμπρόθεσμα τον φόρο εισοδήματος το διάστημα Ιανουαρίου–Αυγούστου, πετυχαίνοντας ποσοστό συμμόρφωσης που αγγίζει το 90%. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάρτιο, έναν από τους μήνες με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληρωμών, το 97,7% των επιχειρήσεων ανταποκρίθηκε εμπρόθεσμα. Από τα 4,36 δισ. ευρώ που είχαν βεβαιωθεί συνολικά, τα 3,9 δισ. κατέληξαν έγκαιρα στα δημόσια ταμεία, επιβεβαιώνοντας πως ο εταιρικός τομέας, παρά το υψηλό κόστος δανεισμού και τη διαρκή πίεση των τιμών, παραμένει σταθερός στη φορολογική του πειθαρχία.
Η εικόνα των νοικοκυριών, ωστόσο, διαφέρει αισθητά. Το ποσοστό εμπρόθεσμης πληρωμής του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων δεν ξεπερνά το 73,5%, με τρία στα δέκα ευρώ να παραμένουν απλήρωτα. Από τα 2,65 δισ. ευρώ που είχαν βεβαιωθεί, καταβλήθηκαν έγκαιρα 1,95 δισ., αφήνοντας πίσω έναν λογαριασμό που διογκώνει το ήδη υψηλό απόθεμα ληξιπρόθεσμων οφειλών. Οι νέοι απλήρωτοι φόροι στο οκτάμηνο ανήλθαν σε 6,13 δισ. ευρώ, αυξημένοι σχεδόν κατά 25% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2024. Μόνο τον Αύγουστο, οι πολίτες πλήρωσαν στην ώρα τους 460 εκατ. ευρώ από σύνολο 620 εκατ., με τον δείκτη συνέπειας να διαμορφώνεται στο 74%.
Η υποχώρηση της φορολογικής συνέπειας των πολιτών δεν έχει να κάνει τόσο με την έλλειψη πρόθεσης, αλλά με την πραγματική οικονομική πίεση που βιώνουν τα νοικοκυριά. Παρά τις περιορισμένες αυξήσεις στους μισθούς, το διαθέσιμο εισόδημα παραμένει καθηλωμένο, ενώ η ακρίβεια σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση συνεχίζει να απορροφά μεγάλο μέρος των αποδοχών. Η άνοδος των επιτοκίων έχει επιβαρύνει τους δανειολήπτες, και η στασιμότητα στις αποταμιεύσεις αφήνει ελάχιστο περιθώριο για την κάλυψη απρόβλεπτων ή περιοδικών υποχρεώσεων. Έτσι, η πληρωμή φόρων καθυστερεί όχι επειδή οι πολίτες αδιαφορούν, αλλά επειδή ιεραρχούν τις βασικές ανάγκες επιβίωσης έναντι των δημοσιονομικών υποχρεώσεων.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από τη δομή του φορολογικού συστήματος, που εξακολουθεί να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στους έμμεσους φόρους.
Η Ελλάδα παραμένει ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση από ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης, κάτι που πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Η συχνή πρακτική των παρατάσεων και των ρυθμίσεων, αν και προσφέρει πρόσκαιρη ανακούφιση, έχει ενισχύσει μια κουλτούρα καθυστερημένων πληρωμών, ενώ η περιορισμένη εμπιστοσύνη προς το κράτος λειτουργεί ανασταλτικά στην εμπρόθεσμη συμμόρφωση. Για όλο και περισσότερους πολίτες, η φορολογική υποχρέωση έχει πάψει να είναι απλή διοικητική διαδικασία και έχει μετατραπεί σε άσκηση ισορροπίας ανάμεσα σε ανάγκες και υποχρεώσεις.
Καλύτερη είναι η εικόνα στον ΦΠΑ, όπου η συμμόρφωση ανέρχεται στο 81,9%. Από συνολική οφειλή 13,9 δισ. ευρώ, εισπράχθηκαν εμπρόθεσμα 11,38 δισ., κάτι που δείχνει ότι, παρά τις πιέσεις, η αγορά διατηρεί λειτουργικότητα και οι επιχειρήσεις προσπαθούν να κρατούν τις υποχρεώσεις τους ενήμερες. Στον ΕΝΦΙΑ, το ποσοστό συνέπειας φθάνει το 78,2%, με τους ιδιοκτήτες να καταβάλλουν εμπρόθεσμα 1,25 δισ. ευρώ από τα 1,6 δισ. που είχαν βεβαιωθεί.
Συνολικά, η ΑΑΔΕ καταγράφει ποσοστό φορολογικής συμμόρφωσης 82,1% για το διάστημα Ιανουαρίου–Αυγούστου. Οκτώ στους δέκα φορολογούμενους, φυσικά και νομικά πρόσωπα, ήταν συνεπείς στις πληρωμές τους. Πίσω όμως από αυτό το φαινομενικά θετικό αποτέλεσμα κρύβεται μια δομική ανισορροπία, όπου οι επιχειρήσεις είναι οργανωμένες και πιθανά με καλύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια, συνεχίζουν να ανταποκρίνονται, ενώ τα νοικοκυριά, εγκλωβισμένα ανάμεσα στην ακρίβεια και την πίεση του κόστους διαβίωσης, βλέπουν τη φορολογική τους συνέπεια να φθίνει.
Το συμπέρασμα υπερβαίνει τα στενά λογιστικά όρια και αγγίζει την κοινωνική πραγματικότητα. Η αύξηση των απλήρωτων φόρων δεν αποτυπώνει μια στατιστική τάση, αλλά τη δυσκολία ολοένα και περισσότερων πολιτών να ανταπεξέλθουν στο κόστος της καθημερινότητας. Σε μια περίοδο όπου η ακρίβεια παραμένει επίμονη και οι αυξήσεις στα εισοδήματα ανεπαρκείς, η φορολογική συνέπεια μετατρέπεται σε δοκιμασία αντοχής. Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ λειτουργούν ως καθρέφτης μιας ανάκαμψης που δεν κατανέμεται ισότιμα, αφήνοντας μεγάλο μέρος της κοινωνίας να ισορροπεί στο όριο μεταξύ συνέπειας και επιβίωσης.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.