21 Νοέ 2025
READING

Κοινωνικά αποδεκτή εργασιομανία ή πάντα online, ποτέ εκτός δουλειάς

6 MIN READ

Κοινωνικά αποδεκτή εργασιομανία ή πάντα online, ποτέ εκτός δουλειάς

Κοινωνικά αποδεκτή εργασιομανία ή πάντα online, ποτέ εκτός δουλειάς

Κάπως και δε το καταλάβαμε, από τη γραφομηχανή και τα 8ωρα των εργοστασίων, περάσαμε στο laptop και στην εργασία παντού, πάντα, χωρίς σταθερό χώρο ή ώρα

Η λέξη «εργασιομανία» γεννήθηκε τη δεκαετία του ’70 από τον ψυχολόγο Γουέιν Οουτς, που την όρισε ως «εθισμό στην εργασία». Μοιάζει με αστείο να χαρακτηρίζεται εξάρτηση κάτι που σε όλες τις κοινωνίες, σε όλες τις εποχές, δοξάστηκε ως αρετή. Η αφοσίωση στη δουλειά σήμαινε αξιοπιστία, επιτυχία, κοινωνικό στάτους. Ο άνθρωπος που «δουλεύει ασταμάτητα» ήταν για χρόνια το παράδειγμα προς μίμηση, ο σιωπηλός ήρωας της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Μόνο που σήμερα, στην εποχή των ειδοποιήσεων και των deadlines χωρίς ώρα λήξης, ο ίδιος άνθρωπος μοιάζει με ψηφιακό φάντασμα που τριγυρνά διαρκώς μέσα σε γραφεία χωρίς πόρτες και σε οθόνες χωρίς off.

Από τη βιομηχανική επανάσταση στο Slack και στο no days off

… Το Slack, σύμβολο της νέας εταιρικής επικοινωνίας, ενώνει ομάδες που δουλεύουν από διαφορετικές πόλεις, χώρες, ηπείρους. Μόνο που μαζί με τη σύνδεση έφερε και τη μόνιμη παρουσία. Το work from anywhere έγινε σλόγκαν ευελιξίας και κατάληξε μάλλον σε lifestyle αιχμαλωσίας. Η πανδημία απλώς νομιμοποίησε ό,τι ήδη υπήρχε. Οι υπάλληλοι συνδέθηκαν από το σπίτι, αλλά δεν αποσυνδέθηκαν ποτέ. Το γραφείο μπήκε στο σαλόνι, το mail δίπλα στο τραπέζι του φαγητού, το κινητό έγινε προέκταση χεριού και ο χρόνος ιδιωτικός και επαγγελματικός ενώθηκαν σ’ ένα συνεχές άγχος. Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Gallup το 2023, το 77% των εργαζομένων παγκοσμίως δηλώνει «burnout», ενώ το 48% απαντά πως ελέγχει τα επαγγελματικά μηνύματα και τα σαββατοκύριακα. Στην Ιαπωνία το karoshi,  ο θάνατος από υπερβολική εργασία, έχει νομική υπόσταση εδώ και δεκαετίες. Στις ΗΠΑ, το hustle culture έγινε σχεδόν θρησκεία. Ο όρος busy αντικατέστησε το successful και το «I’m swamped» ή «είμαι πνιγμένος στη δουλειά» έγινε παράσημο. Η εργασία στα κοινωνικά δίκτυα δεν μοιάζει με δουλειά αλλά με σκηνοθετημένο πλάνο από ταινία. Ο εργαζόμενος, ο freelancer, ο επιχειρηματίας ή ο influencer μοιράζεται φωτογραφίες με laptop και καφέ, συναντήσεις, calls, ταξίδια, όλα μέσα σε φίλτρα παραγωγικότητας. Η φράση no days off αναπαράγεται σαν σύνθημα ζωής. Το πάθος για δουλειά βαφτίζεται δημιουργικότητα, η εξάντληση πειθαρχία. Η αϋπνία γίνεται επένδυση και η κούραση τίτλος τιμής. Οι εταιρείες τροφοδοτούν αυτή τη μυθολογία. Ενθαρρύνουν το «go the extra mile», το «ownership», το «team spirit» και άλλα στα αγγλικά πάντα συνθήματα, που μοιάζουν να κρύβουν πίσω τους την απαίτηση για συνεχή διαθεσιμότητα. Τα εργαλεία επικοινωνίας, από το Slack μέχρι το Teams, χτυπούν σαν καρδιογράφος μιας ζωής χωρίς ανάπαυση. Το «συνδέθηκες;» είναι η νέα μορφή παρουσίας. Ο άνθρωπος της εποχής του busy είναι πάντοτε online, ακόμη κι όταν το σώμα του ζητά απλώς να κοιμηθεί.

Η κουλτούρα του burnout και η εργασία που βασίζεται στη διαρκή σύνδεση

Το burnout δεν εμφανίζεται ξαφνικά, αλλά χτίζεται μεθοδικά. Ξεκινά με τον ενθουσιασμό του αποδοτικού, περνά στην υπερφόρτωση, γίνεται εξάντληση και τελικά αδιαφορία. Οι ψυχολόγοι το περιγράφουν ως συναισθηματική αποστράγγιση, απώλεια κινήτρων, αποσύνδεση από το ίδιο το αντικείμενο της δουλειάς. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το αναγνώρισε επίσημα το 2019 ως «επαγγελματικό σύνδρομο». Παρά τις διαγνώσεις, η κοινωνία επιμένει να θαυμάζει εκείνον που δουλεύει ασταμάτητα. Η εργασιομανία θεωρείται απόδειξη ήθους και όχι σύμπτωμα διαταραχής. Το «busy» παραμένει θετικό πρόσημο, μια ταμπέλα ανθρώπου που «προχωρά». Το να έχεις χρόνο για ξεκούραση, διάβασμα, περπάτημα ή σιωπή μοιάζει σχεδόν ύποπτο, δείγμα τεμπελιάς ή αδράνειας. Οι οικονομίες των υπηρεσιών και της τεχνολογίας στηρίζονται στην αδιάκοπη συνδεσιμότητα. Οι εταιρείες παραγωγικότητας, οι πλατφόρμες συνεργασίας, οι εφαρμογές μέτρησης χρόνου, όλα κερδίζουν από την αδυναμία αποσύνδεσης. Το «busy» έγινε νόμισμα, μετρήσιμο και συγκρίσιμο. Πόσες ώρες, πόσα projects, πόσα emails, πόσα tabs ανοιχτά. Η παραγωγικότητα, αντί να οδηγεί σε καλύτερη ποιότητα ζωής, έγινε αυτοσκοπός. Η πρόοδος μετριέται με αριθμούς και όχι με ισορροπία. Και κάπου εδώ, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φιλοδοξία και στην εξάρτηση διαλύεται. Ο εργαζόμενος δεν εργάζεται για να ζήσει καλύτερα, αλλά ζει για να εργάζεται περισσότερο.

Ο αλγόριθμος της αποδοτικότητας και η ελληνική πραγματικότητα

Οι ψηφιακές πλατφόρμες επιβραβεύουν την αδιάκοπη δραστηριότητα. Το σύστημα ειδοποιήσεων λειτουργεί σαν μηχανισμός ελέγχου, το email που απαντάται αμέσως επιβραβεύεται σιωπηρά, το «διαθέσιμος» στο προφίλ είναι ένδειξη αφοσίωσης. Η τεχνητή νοημοσύνη οργανώνει τις ροές εργασίας, αλλά και παρακολουθεί τις επιδόσεις. Στην ουσία, ο εργαζόμενος βρίσκεται διαρκώς υπό παρατήρηση, ακόμη και χωρίς φυσική παρουσία στο γραφείο. Η τεχνολογία, που υποσχέθηκε ελευθερία χρόνου, έγινε εργαλείο διαρκούς πρόσβασης. Το smartphone είναι το γραφείο που δεν κλείνει ποτέ. Το inbox λειτουργεί σαν υπενθύμιση καθήκοντος και ο φόβος του “lagging behind” κρατά ενεργό τον κύκλο της εξάρτησης. Στην Ελλάδα, όπου η ανεργία και η ανασφάλεια είναι υψηλές, η εργασιομανία έχει και ταξική διάσταση. Όσοι έχουν σταθερή δουλειά φοβούνται να την χάσουν, όσοι είναι ελεύθεροι επαγγελματίες τρέχουν για να αποδείξουν την αξία τους, όσοι δουλεύουν σε start-ups καμαρώνουν για τα ξενύχτια τους. Ο μύθος του «εργατικού Έλληνα» που δεν σταματά ποτέ ανακυκλώνεται, αλλά πίσω του κρύβεται εξάντληση και απογοήτευση. Η κουλτούρα του busy στα ελληνικά γραφεία ταυτίζεται με τον φόβο, όχι με την πρόοδο. Ο εργαζόμενος παραμένει διαθέσιμος, απαντά σε μηνύματα ακόμη και σε διακοπές, θεωρεί φυσιολογικό να έχει laptop στην παραλία. Η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα διακοπής του χρόνου, αλλά η νοοτροπία επιμένει να κρατά το on διαρκές.

Οι νέοι κανόνες της υπερσύνδεσης

Οι σύγχρονες εταιρείες προσπαθούν να διορθώσουν το φαινόμενο με πολιτικές digital detox, με υποχρεωτικές άδειες αποσύνδεσης ή με αυτοματοποιημένα out of office μηνύματα. Ωστόσο, η κουλτούρα δεν αλλάζει εύκολα. Το σύστημα που στηρίζεται στο φόβο της απουσίας δεν αφήνει περιθώρια για απενεργοποίηση. Το offline έγινε σχεδόν προνόμιο, όχι δικαίωμα. Η γενιά των millennials και των Gen Z, μεγαλωμένη μέσα στο multitasking, υιοθετεί τον όρο quiet quitting, μια μορφή σιωπηλής αντίστασης, κάονοντας μόνο όσα ορίζει η θέση τους και τίποτα άλλο, ούτε για ένα λεπτό παραπάνω. Όμως ακόμη κι αυτή η μορφή αντίστασης μεταφράζεται από τα media σε τάση παραγωγικότητας, σε άλλη μια ετικέτα μέσα στο ίδιο σύστημα που απομυζά χρόνο και προσοχή. Η εργασία υπό συνεχή πίεση δεν επιβαρύνει μόνο το σώμα αλλά και τον ψυχισμό. Το χρόνιο στρες σχετίζεται με κατάθλιψη, αϋπνία, καρδιακά προβλήματα. Η αδυναμία αποσύνδεσης διαλύει σχέσεις, καθιστά την οικογένεια, τη φιλία, τον έρωτα, παράπλευρες απώλειες μιας παραγωγικής καθημερινότητας. Ο ελεύθερος χρόνος μετατρέπεται σε προέκταση της δουλειάς, ένας χώρος προετοιμασίας για το επόμενο project. Το σώμα, το μυαλό και η ψυχή λειτουργούν πλέον σε εταιρικό ωράριο. Το busy έγινε ταυτότητα, ένας τίτλος που φοριέται παντού, αλλά δεν απογειώνει κανέναν. Μα, η εργασία δεν είναι εχθρός. Η προσφορά, η δημιουργία, η πρόοδος αποτελούν ανάγκες που δομούν τον άνθρωπο. Το πρόβλημα αρχίζει όταν η δουλειά γίνεται υποκατάστατο ζωής και η αξία μετριέται μόνο σε αποδοτικότητα και το busy – απασχολημενος επισκιάζει το being – ύπαρξη.

Και ίσως η επόμενη παγκόσμια κατάκτηση να μην είναι τεχνολογική, αλλά βαθύτατα ανθρώπινη για την επανάκτηση του δικαιώματος στην ησυχία, στη σιωπή και στη μη εργασία.

 

Συνδεθείτε παρακάτω
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.