Το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα αποτελεί μία από τις πιο κρίσιμες και μακροχρόνιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. Δεν πρόκειται απλώς για μια στατιστική τάση αλλά για μια βαθιά κοινωνική και οικονομική μεταβολή που επηρεάζει όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής. Η συνεχής μείωση του πληθυσμού και η ταυτόχρονη γήρανση αποτελούν έναν δυσεπίλυτο συνδυασμό με σοβαρές συνέπειες στην αγορά εργασίας, στην οικονομική ανάπτυξη και στη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους.
Ένας από τους βασικότερους λόγους για τη δημογραφική κρίση είναι η σταθερή και μακροχρόνια πτώση της γεννητικότητας. Οι γεννήσεις στη χώρα μειώνονται σταθερά εδώ και αρκετές δεκαετίες, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών που αποκτούν παιδί αυξάνεται συνεχώς. Πολλές γυναίκες επιλέγουν να αποκτήσουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία ή να μην αποκτήσουν καθόλου, κυρίως λόγω οικονομικής ανασφάλειας, επαγγελματικής επισφάλειας και έλλειψης κοινωνικών υποδομών στήριξης της οικογένειας. Το κόστος ανατροφής παιδιών θεωρείται υψηλό, και ταυτόχρονα λείπουν αρκετές δημόσιες δομές φύλαξης, κάτι που επηρεάζει αρνητικά την απόφαση πολλών νέων ζευγαριών να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας.
Η οικονομική κρίση των προηγούμενων δεκαετιών έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στις νεότερες γενιές. Η μεγάλη ανεργία, οι μειωμένες αποδοχές, οι επισφαλείς εργασιακές συνθήκες και η αίσθηση έλλειψης προοπτικής οδήγησαν χιλιάδες νέους και νέες στο εξωτερικό. Το φαινόμενο της μετανάστευσης μορφωμένων και καταρτισμένων ατόμων, γνωστό και ως brain drain, αφαίρεσε από τη χώρα ένα μεγάλο μέρος της πιο παραγωγικής και δυναμικής γενιάς. Παρόλο που ορισμένοι επιστρέφουν, η απώλεια παραμένει σημαντική και επηρεάζει τόσο τη δημογραφική σύνθεση όσο και το παραγωγικό δυναμικό της Ελλάδας.
Επιπλέον, ο τρόπος ζωής έχει αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι προσωπικές φιλοδοξίες, οι επαγγελματικές απαιτήσεις και οι κοινωνικές προσδοκίες έχουν μετατοπίσει την οικογένεια σε δεύτερο πλάνο για πολλούς νέους ανθρώπους. Η αστικοποίηση και η απομάκρυνση από παραδοσιακές κοινότητες έχουν παίξει ρόλο, καθώς η έλλειψη δικτύων υποστήριξης κάνει τη δημιουργία οικογένειας πιο δύσκολη και απαιτητική.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι η αδυναμία του κράτους να υλοποιήσει διαχρονικά μια συνεκτική δημογραφική πολιτική. Οι πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας και στήριξης της γονιμότητας υπήρξαν αποσπασματικές, με βραχυπρόθεσμους στόχους και συχνές εναλλαγές κατευθύνσεων. Η απουσία σταθερής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής, σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση κοινωνικών προγραμμάτων, έχουν περιορίσει την αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε παρέμβασης. Η ενσωμάτωση μεταναστών και η αξιοποίησή τους ως πιθανή λύση στο δημογραφικό πρόβλημα δεν έχει προχωρήσει με οργανωμένο και ουσιαστικό τρόπο.
Όλες αυτές οι αιτίες έχουν οδηγήσει σε μια σταδιακή αλλά σαφή μετατόπιση της πληθυσμιακής πυραμίδας. Οι ηλικίες που παραδοσιακά στηρίζουν την αγορά εργασίας –κυρίως οι 30-44 ετών– μειώνονται με ταχείς ρυθμούς. Ταυτόχρονα, οι ηλικιωμένοι αυξάνονται και παραμένουν ενεργοί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είτε από ανάγκη είτε λόγω έλλειψης αντικαταστατών. Η αγορά εργασίας προσαρμόζεται με καθυστέρηση σε αυτές τις μεταβολές, με αποτέλεσμα την αύξηση της πίεσης στους οικονομικά ενεργούς, τη μείωση της συνολικής παραγωγικότητας και τη διαρκή ανασφάλεια για το μέλλον των ασφαλιστικών ταμείων.
Οι επιπτώσεις του δημογραφικού στην ελληνική οικονομία είναι ήδη ορατές. Το μειωμένο εργατικό δυναμικό περιορίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης, μειώνει τα κρατικά έσοδα και αυξάνει τις δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη και συντάξεις. Το βάρος μεταφέρεται ολοένα και περισσότερο στις νεότερες γενιές, οι οποίες καλούνται να υποστηρίξουν ένα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό συνταξιούχων. Αν δεν υπάρξει αλλαγή πορείας, το μέλλον προβλέπεται δύσκολο, με αυξανόμενη ανισότητα και μειωμένες δυνατότητες κοινωνικής κινητικότητας.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί μακροπρόθεσμη δέσμευση και συντονισμένη δράση σε πολλά επίπεδα. Είναι αναγκαία η στήριξη των νέων οικογενειών, η ενίσχυση της παιδικής μέριμνας, η δημιουργία ενός φιλικού περιβάλλοντος για την εργασία και την οικογενειακή ζωή, καθώς και η επένδυση στην επανένταξη όσων Ελλήνων έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Χρειάζονται πολιτικές που να ενσωματώνουν τη δημογραφική διάσταση στον οικονομικό και κοινωνικό σχεδιασμό και να δημιουργούν προοπτική και ασφάλεια για το μέλλον.
Το δημογραφικό δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να περιμένει. Όσο πιο γρήγορα αναγνωριστεί η κρισιμότητά του και ενεργοποιηθεί η κοινωνία και η Πολιτεία, τόσο περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν για να αντιστραφεί η πορεία. Αφορά το σύνολο της χώρας και απαιτεί τη συντονισμένη προσπάθεια όλων, με στόχο όχι μόνο την επιβίωση αλλά και την ευημερία των επόμενων γενεών.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.