Η πραγματικότητα για πολλούς εργαζόμενους στην Ελλάδα παραμένει δύσκολη. Οι απαιτήσεις μεγαλώνουν, η προστασία μειώνεται και η πίεση στην καθημερινότητα δεν λέει να υποχωρήσει.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας για την ποιότητα της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, η κατάσταση που βιώνουν πολλοί είναι σύνθετη και, σε αρκετές περιπτώσεις, ανησυχητική. Από τα ανεξέλεγκτα ωράρια και την υπερεργασία, μέχρι την προσπάθεια να βρει κανείς μια ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και την προσωπική του ζωή, το τοπίο μόνο εύκολο δεν είναι.
Ένα βασικό στοιχείο που αναδεικνύει η έρευνα είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης. Όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο σπουδών, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να εργάζεται κάποιος υπό πιο πιεστικές και απαιτητικές συνθήκες. Για παράδειγμα, σχεδόν δύο στους τρεις εργαζόμενους που έχουν τελειώσει μέχρι και το γυμνάσιο δουλεύουν τουλάχιστον ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα. Αντίστοιχα, το ποσοστό για όσους έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό πέφτει στο 45%. Η εικόνα είναι παρόμοια και με τη νυχτερινή εργασία, όπου φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο όσοι έχουν τεχνική ή επαγγελματική κατάρτιση.
Ο επαγγελματικός κλάδος παίζει καθοριστικό ρόλο. Στον τουρισμό, την εστίαση και τα καταλύματα, τα Σαββατοκύριακα στη δουλειά είναι σχεδόν κανόνας. Το 63% όσων εργάζονται σε αυτούς τους τομείς δηλώνει ότι δουλεύει τακτικά τα Σαββατοκύριακα. Δεν πάνε πίσω και άλλοι κλάδοι, όπως το λιανεμπόριο, η εκπαίδευση, η ενημέρωση και η μεταποίηση, όπου τα ωράρια είναι εξίσου απαιτητικά. Και, φυσικά, δεν πρόκειται μόνο για ώρες, αλλά και για το γενικότερο πλαίσιο, με χαμηλούς μισθούς, περιορισμένα δικαιώματα, επαγγελματική ανασφάλεια.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ευρήματα της έρευνας αφορά τη δουλειά στον «ελεύθερο χρόνο». Ένας στους τέσσερις εργαζόμενους λέει ότι εργάζεται ακόμη και στον χρόνο που υποτίθεται πως είναι αφιερωμένος στην ξεκούραση ή στις προσωπικές του ασχολίες. Το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 38% για όσους έχουν μεταπτυχιακό, κάτι που δείχνει ότι η ένταση δεν αφορά μόνο τις πιο χαμηλές βαθμίδες, αλλά αγγίζει και θέσεις μεγαλύτερης ευθύνης, ειδικά σε μεγάλες εταιρείες.
Παράλληλα, σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι δηλώνουν ότι μπορούν να πάρουν άδεια για προσωπικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις μόνο αν υπάρχει σοβαρός λόγος. Η δυνατότητα να ρυθμίζει κανείς το ωράριό του είναι ακόμα πιο περιορισμένη σε μικρές επιχειρήσεις, όπου σχεδόν το 50% όσων εργάζονται σε εταιρείες με έως 9 άτομα λένε ότι δεν έχουν καθόλου ευελιξία. Από την άλλη, όσο μεγαλώνει το μέγεθος της επιχείρησης, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες να υπάρχουν κάποιες διευκολύνσεις.
Όσον αφορά τις ηλικίες, η πίεση δεν περιορίζεται μόνο στους νέους. Το 43% των εργαζομένων ηλικίας 17–34 ετών δουλεύει πάνω από δύο Σαββατοκύριακα τον μήνα, αλλά παρόμοια ποσοστά υπάρχουν και για τις ηλικιακές ομάδες 35–54 και 55+. Οι νυχτερινές βάρδιες και οι αιφνίδιες αλλαγές στο πρόγραμμα είναι εξίσου συχνές, ανεξαρτήτως ηλικίας. Φαίνεται, δηλαδή, ότι η εργασιακή αστάθεια έχει γίνει κανόνας και όχι προσωρινή συνθήκη.
Το ωράριο, γενικά, είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα. Οι μισοί και πλέον εργαζόμενοι δουλεύουν τουλάχιστον ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα, ενώ 17% των ανδρών και 10% των γυναικών δουλεύουν συχνά νύχτα. Ένα 10% των ανδρών και 7% των γυναικών δηλώνει ότι βλέπει το πρόγραμμά του να αλλάζει χωρίς προειδοποίηση. Αυτά τα φαινόμενα δεν είναι απλώς ενοχλητικά, καθώς επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία, αλλά και την απόδοση στη δουλειά.
Ψάχνοντας να βρούμε τα αίτια για τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί, μπορούμε να πούμε ότι η όλη συνθήκη δεν περιορίζει το πρόβλημα μόνο στις συμβάσεις ή στο είδος της απασχόλησης. Είναι και στον τρόπο που οργανώνεται ο χρόνος εργασίας, δηλαδή τα απρόβλεπτα ωράρια, η δυσκολία να πάρεις άδεια, το να δουλεύεις εκτός ωραρίου και η διαρκής εξάντληση, δημιουργούν ένα κλίμα όπου ο εργαζόμενος δεν μπορεί να προγραμματίσει τη ζωή του. Η ασφάλεια και η σταθερότητα γίνονται ζητούμενα και όχι δεδομένα.
Η συνολική εικόνα δείχνει ότι η αγορά εργασίας απέχει πολύ από το να προσφέρει συνθήκες ισορροπίας. Ανισότητες ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, την εκπαίδευση ή τον τομέα απασχόλησης διευρύνονται και η απουσία αποτελεσματικών ελέγχων επιτρέπει τη διαιώνιση προβληματικών πρακτικών. Οι επιπτώσεις δεν είναι μόνο ατομικές, αλλά επηρεάζουν τη συνολική παραγωγικότητα και κοινωνική συνοχή.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια αλλαγή κατεύθυνσης. Οι πολιτικές για την εργασία δεν αρκεί να επικεντρώνονται στους αριθμούς και στις νέες θέσεις. Χρειάζονται μέτρα που θα ενισχύουν την ποιότητα της δουλειάς, να μπαίνουν όρια στην αυθαιρεσία, να ενισχύονται οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και να κατοχυρώνεται ένα ανθρώπινο και προβλέψιμο ωράριο. Για να είναι η εργασία πραγματικά βιώσιμη, πρέπει να αφήνει χώρο και για την ίδια την ζωή.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.