Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια ανθεκτικότητας και δυναμισμού, καθώς οι επιχειρήσεις δηλώνουν πιο αισιόδοξες και ενεργές επενδυτικά απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Η Έρευνα Επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για το 2024 (EIBIS 2024) προσφέρει μια εκτενή και ουσιαστική απεικόνιση της σημερινής πραγματικότητας για τις ελληνικές επιχειρήσεις, καταγράφοντας τόσο τις προόδους όσο και τα χρόνια εμπόδια που εξακολουθούν να περιορίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης.
Αρχικά, το επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα παρουσιάζει θετικό πρόσημο. Περισσότερες επιχειρήσεις από κάθε προηγούμενη χρονιά επενδύουν ενεργά, με το συνολικό επίπεδο επενδύσεων να είναι πλέον 40% υψηλότερο σε σχέση με την προ πανδημίας εποχή. Οι προσδοκίες είναι ενθαρρυντικές, καθώς σχεδόν το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων, και ιδίως αυτές του μεταποιητικού τομέα, σχεδιάζουν περαιτέρω επέκταση της παραγωγικής τους ικανότητας τα επόμενα τρία χρόνια. Η εμπιστοσύνη στις οικονομικές συνθήκες, οι δυνατότητες χρηματοδότησης και η αισιοδοξία για το επιχειρηματικό μέλλον είναι ισχυρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ωστόσο, η πραγματικότητα δεν είναι ίδια για όλες τις επιχειρήσεις. Παρά την αισιοδοξία, σημαντικά προβλήματα εξακολουθούν να υφίστανται. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, η διοικητική και κανονιστική επιβάρυνση. Σύμφωνα με την έρευνα, το 63% των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολεί εργαζομένους αποκλειστικά για την κατανόηση και την τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας. Σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι κατασκευές και οι υποδομές, πάνω από μία στις τέσσερις επιχειρήσεις αφιερώνει περισσότερο από το 10% του προσωπικού της μόνο σε ζητήματα συμμόρφωσης. Αυτή η κατάσταση αφαιρεί πολύτιμους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό από την παραγωγή, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα.
Το φαινόμενο της διοικητικής επιβάρυνσης δεν περιορίζεται μόνο εντός των συνόρων. Το 88% των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων δηλώνει ότι καλείται να προσαρμοστεί σε διαφορετικά πρότυπα και κανονισμούς ανάλογα με τη χώρα της ΕΕ στην οποία δραστηριοποιείται. Πρόκειται για ένα ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (60%), κάτι που αναδεικνύει τα διαρθρωτικά προβλήματα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, αλλά και την αδυναμία της Ελλάδας να διαπραγματευτεί ή να εξομαλύνει τέτοιου είδους αντικίνητρα για τις επιχειρήσεις της.
Παράλληλα, το θέμα της χρηματοδότησης αποτελεί πεδίο αντιφάσεων. Από τη μία, το 75% των επενδύσεων των ελληνικών επιχειρήσεων καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, στοιχείο που δείχνει αυτονομία, αλλά και δυσπιστία απέναντι σε τραπεζικά ιδρύματα ή εξωτερικές πηγές. Από την άλλη, το 44% των επιχειρήσεων κατέφυγε σε εξωτερική χρηματοδότηση, με την πλειοψηφία να κάνει χρήση τραπεζικών δανείων. Σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει θετική διαφοροποίηση, από τη στιγμή που το 40% των ελληνικών επιχειρήσεων που δανείζονται απολαμβάνει ευνοϊκούς όρους (επιδοτούμενα επιτόκια ή περίοδο χάριτος), ενώ το 29% έχει επωφεληθεί από επιδοτήσεις ή επιχορηγήσεις, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ (16%).
Όμως, αυτές οι οικονομικές δυνατότητες δεν είναι διαθέσιμες για όλους. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται ως «χρηματοδοτικά περιορισμένες» – δηλαδή όσες απορρίφθηκαν, έλαβαν μικρότερο ποσό από αυτό που αιτήθηκαν ή δίστασαν να υποβάλουν αίτηση λόγω κόστους ή φόβου απόρριψης – αυξήθηκε και πλέον ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όσες δραστηριοποιούνται στον τομέα των υποδομών εμφανίζουν τη μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης σε κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία. Το κόστος δανεισμού, οι απαιτήσεις για εγγυήσεις και οι όροι εξυπηρέτησης των δανείων παραμένουν βασικά σημεία τριβής.
Στον τομέα της καινοτομίας και της ψηφιακής μετάβασης, η εικόνα είναι μικτή. Το 29% των ελληνικών επιχειρήσεων δήλωσε ότι καινοτομεί, αλλά μόνο το 53% χρησιμοποιεί ψηφιακές τεχνολογίες όπως big data, τεχνητή νοημοσύνη ή συστήματα αυτοματοποίησης, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ ανέρχεται στο 74%. Η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά, ιδίως στις εφαρμογές του Internet of Things, των ψηφιακών πλατφορμών και της ρομποτικής. Μοναδική εξαίρεση, η χρήση drone, στην οποία οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υψηλότερη υιοθέτηση σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές.
Όσον αφορά τις επενδύσεις σε δράσεις για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, το 70% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει ήδη επηρεαστεί από φυσικούς κινδύνους (π.χ. πυρκαγιές και πλημμύρες), ενώ το 60% έχει προβεί σε ενέργειες προσαρμογής. Οι επενδύσεις σε μακροπρόθεσμα μέτρα, όπως ενεργειακή αποδοτικότητα ή μείωση εκπομπών, παραμένουν περιορισμένες. Μόνο το 32% δήλωσε ότι επένδυσε σε ενεργειακή απόδοση, έναντι 50% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η εικόνα είναι καλύτερη μεταξύ των μεγάλων και μεταποιητικών επιχειρήσεων, αλλά σημαντικά χαμηλότερη στους μικρότερους παίκτες και στον κατασκευαστικό κλάδο.
Από τις πολύ θετικές παραμέτρους είναι η θέση των γυναικών στην επιχειρηματική ηγεσία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υψηλότερο ποσοστό γυναικών σε ανώτερες διοικητικές θέσεις ή στη μετοχική σύνθεση σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Ο τομέας των υπηρεσιών ξεχωρίζει, καθώς έχει το μεγαλύτερο μερίδιο επιχειρήσεων με τουλάχιστον 40% γυναικεία συμμετοχή στην ανώτατη διοίκηση.
Η EIBIS 2024 αποτυπώνει μια οικονομία που κινείται με μεγαλύτερη σιγουριά, αλλά εξακολουθεί να κουβαλά αρκετά «βάρη». Οι ελληνικές επιχειρήσεις επιδεικνύουν προσαρμοστικότητα, φιλοδοξία και ανθεκτικότητα, αλλά καλούνται να τα βγάλουν πέρα με ένα διοικητικό περιβάλλον που τις αποδυναμώνει, με αντιθέσεις στην πρόσβαση σε κεφάλαια και καθυστερημένη υιοθέτηση κρίσιμων τεχνολογιών. Για να μπορέσουν να αξιοποιήσουν πλήρως το επενδυτικό τους δυναμικό, χρειάζονται όχι μόνο ενισχύσεις και χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά κυρίως ένα σταθερό και σαφές πλαίσιο λειτουργίας, με το κράτος να μην αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.