Ο οίκος Dior, συνώνυμος της αισθητικής τελειότητας και της γαλλικής φινέτσας, μέρος του γαλλικού κολοσσού LVMH, προβάλει αδιάλειπτα την εικόνα του δημιουργικού του μεγαλείου. Η έννοια της λεπτομέρειας και της ποιότητας φθάνει στα όρια του εμμονικού. Μα ένα σκάνδαλο σε Ιταλικό έδαφος, για άλλη μια φορά αποκαλύπτει πως η βιτρίνα της τελειότητας είναι ανεπανόρθωτα ραγισμένη!
Για όλους τους οίκους μόδας, υπάρχουν μαρτυρίες πως πίσω από τις αψεγάδιαστες, αλλά υπερκοστολογημένες δημιουργίες κρύβονται συχνά συνθήκες σκληρής, ακόμη και απάνθρωπης εργασίας. Συγκεκριμένα, σε εργοστάσια και υποκατασκευαστές σε ασιατικές χώρες, έχουν καταγραφεί μαρτυρίες για εξαντλητικά ωράρια, ελάχιστη αμοιβή και απουσία θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων. Μα εδώ έχουμε με ένα σκάνδαλο που συντάραξε τον κόσμο της μόδας και που ξεκίνησε από εργαστήρια στην Ιταλία, όπου αποκαλύφθηκαν εξαντλητικές και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Εκεί, μετανάστες χωρίς έγγραφα παρήγαγαν δερμάτινες τσάντες για τον Dior και άλλους οίκους, σε τιμές που αντιπροσώπευαν μόνο ένα κλάσμα της λιανικής αξίας. Το γεγονός πως μονάδες του Dior, όπως η Manufactures Dior SRL, τέθηκαν υπό δικαστική διοίκηση από τις ιταλικές αρχές, αποκαλύπτει το βάθος του προβλήματος. Η διοικητική αυτή παρέμβαση, μηχανισμός που προοριζόταν για επιχειρήσεις με διασυνδέσεις στο οργανωμένο έγκλημα, έγινε πλέον εργαλείο για την εποπτεία ενός οίκου υψηλής ραπτικής.
Χωρίς «ηθική παραγωγή» και «κοινωνική υπευθυνότητα»
Η έρευνα της ιταλικής αντιμονοπωλιακής αρχής δεν στόχευσε μόνο στις εργασιακές συνθήκες, αλλά και στην εικόνα που παρουσίαζε ο Dior προς το καταναλωτικό κοινό. Οι έννοιες της «ηθικής παραγωγής» και της «κοινωνικής υπευθυνότητας», που προβάλλονταν από τον οίκο, ήρθαν σε σφοδρή αντίθεση με τις αποκαλύψεις των ερευνών. Παρότι τελικά η υπόθεση έκλεισε χωρίς την επιβολή προστίμου ή την επίσημη καταγραφή παράβασης, η Αρχή έκρινε πως οι διορθωτικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η Dior ήταν επαρκείς για να αποκατασταθεί η εικόνα και να προληφθούν μελλοντικά περιστατικά. Στο πλαίσιο αυτών των δεσμεύσεων, ο οίκος Dior ανέλαβε να επενδύσει 2 εκατομμύρια ευρώ σε δράσεις που στηρίζουν θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης, να αναθεωρήσει τις δημόσιες δηλώσεις του σχετικά με την ηθική της παραγωγής, και να εγκαθιδρύσει αυστηρότερους μηχανισμούς ελέγχου στην επιλογή και παρακολούθηση των προμηθευτών του. Οι δηλώσεις της εταιρείας μιλούν για «αυξημένη διαφάνεια» και «ενίσχυση της εποπτείας», ωστόσο οργανώσεις καταναλωτών, όπως η ιταλική Codacons, χαρακτηρίζουν τις πρωτοβουλίες «επιεικείς» και αναιμικές απέναντι στο μέγεθος της ηθικής ζημιάς.
Armani και Valentino στο στόχαστρο
Ο Dior δεν ήταν μόνος στο κάδρο. Την ίδια περίοδο, ο φακός της δικαιοσύνης στράφηκε και σε άλλα ονόματα-τοτέμ της ιταλικής και παγκόσμιας μόδας. Ο οίκος Armani, διαχρονικός εκφραστής της εκλεπτυσμένης κομψότητας, βρέθηκε επίσης να εμπλέκεται στο ίδιο σκοτεινό πλέγμα υπεργολαβιών και αθέατης εκμετάλλευσης. Εισαγγελικές αρχές αποκάλυψαν πως εξωτερικοί συνεργάτες του brand παρήγαγαν τσάντες σε εργαστήρια υπό συνθήκες που δεν διέφεραν από εκείνες που χαρακτηρίζουν τη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και εκμετάλλευσης. Μεταξύ αυτών, κινεζικής ιδιοκτησίας εταιρείες εγκατεστημένες στην Ιταλία, που απασχολούσαν μετανάστες χωρίς χαρτιά, σε καθεστώς αυστηρής επιτήρησης και εξοντωτικών ωραρίων. Και ο Armani, όπως και ο Dior, τέθηκε υπό ειδική δικαστική διαχείριση. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σπάνια νομική διάταξη, που στοχεύει στην προσωρινή υπαγωγή εταιρειών σε εξωτερική εποπτεία, όταν διαπιστώνεται σοβαρός κίνδυνος ανωμαλίας ή αδιαφάνειας. Ειδικοί επίτροποι τοποθετήθηκαν για να εποπτεύουν τη λειτουργία των μονάδων του οίκου και να διασφαλίσουν την αποκατάσταση της κανονικότητας στην αλυσίδα παραγωγής. Η επιτήρηση αυτή δεν είχε τιμωρητικό χαρακτήρα αλλά προληπτικό, σαν επιτήρηση, που στέλνει μήνυμα ισχύος χωρίς να χρειάζεται φωνές. Ακόμη πιο πρόσφατα, ο Valentino, ένας οίκος που έχει ντύσει την ιταλική κομψότητα με το άγγιγμα του ρομαντισμού, μπήκε στο μικροσκόπιο των αρχών. Το δικαστήριο έθεσε μία από τις μονάδες του υπό δικαστική διαχείριση για έναν ολόκληρο χρόνο, έπειτα από ευρήματα που έδειχναν κακομεταχείριση εργαζομένων μέσα στην εφοδιαστική του αλυσίδα. Οι αποκαλύψεις για συνθήκες που παρέπεμπαν σε σύγχρονη δουλεία, χωρίς νομικές καλύψεις, με ανεπαρκή αμοιβή και απουσία βασικών δικαιωμάτων, δεν άφηναν περιθώρια για ωραιοποιήσεις. Η μόδα, κάποτε γιορτή της δημιουργικότητας, μοιάζει πλέον να αναμετριέται με το ίδιο της το θεμέλιο. Οι οίκοι που άλλοτε αποτελούσαν τα πρότυπα της ανώτερης αισθητικής, καλούνται να αποδείξουν ότι είναι πρότυπα και στο ηθικό τους αποτύπωμα. Το κοινό δεν εντυπωσιάζεται πια μόνο από τη γραμμή ενός φίνου και πολυτελούς αντικειμένου ένδυσης, εμφάνισης, περιποίησης, αλλά αναζητά και τη διαδρομή του, το ποιος το έφτιαξε, πώς έζησε και πώς πληρώθηκε!
Μια βελονιά για την τιμή
Η εικόνα ενός κουρασμένου εργάτη, σκυμμένου ώρες ατελείωτες πάνω από μια τσάντα αξίας χιλιάδων ευρώ, αμειβόμενου με ψίχουλα και ζώντας στην αβεβαιότητα της παρανομίας, δύσκολα ξεπερνιέται. Πίσω από τις ραφές, τα λογότυπα και τα επιμελώς φωτισμένα catwalks, υπάρχει μια σιωπή που φωνάζει. Η μόδα δεν είναι μόνο πολιτισμός ή τέχνη, αλλά είναι και καθρέφτης της εποχής της, των αξιών της, των συμβιβασμών της. Και όταν ο καθρέφτης αυτός ραγίζει, δεν αρκεί να στρέψεις το βλέμμα αλλού. Ίσως η πραγματική πολυτέλεια σήμερα να μην είναι το μεταξωτό ύφασμα ή το χρυσό φερμουάρ, αλλά το θάρρος να κοιτάξεις μέσα του και να μην σου αρέσει αυτό που βλέπεις.
Γιατί μόνο τότε μπορείς, αν όχι να το διορθώσεις αμέσως, τουλάχιστον να μην προσποιείσαι πως δεν υπάρχει!
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.