Η τεχνολογία είναι το νέο νόμισμα ισχύος. Όποιος την κατέχει, διαμορφώνει το μέλλον. Η Ευρώπη βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή. Είτε θα παραμείνει απλώς καταναλωτής και ρυθμιστής τεχνολογίας, είτε θα μετατραπεί σε δημιουργό και παγκόσμιο ηγέτη.
Μια εκτενής και κρίσιμη μελέτη της McKinsey, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, θέτει ευθέως το ερώτημα. Μπορεί η Ευρώπη να αναδειχθεί σε παγκόσμιο τεχνολογικό ηγέτη;
Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όπου η τεχνολογία – και ιδιαίτερα η τεχνητή νοημοσύνη – καθορίζει τον γεωπολιτικό συσχετισμό ισχύος, η απάντηση δεν είναι απλή.
Η μελέτη αναλύει την τρέχουσα κατάσταση, τις προοπτικές και τις αδυναμίες της Ευρώπης, συγκρίνοντάς την κυρίως με τις ΗΠΑ αλλά και τη ραγδαία ανερχόμενη Κίνα.
Η McKinsey επισημαίνει πως το τεχνολογικό οικοσύστημα της Ευρώπης έχει ωριμάσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία. Ο αριθμός των ευρωπαϊκών start-ups στον τομέα του λογισμικού πενταπλασιάστηκε, ενώ οι επενδύσεις επιχειρηματικού κεφαλαίου ξεπέρασαν τα 425 δισεκατομμύρια δολάρια – δέκα φορές περισσότερα από την προηγούμενη δεκαετία. Υπάρχει ήδη κρίσιμη μάζα ταλέντου, κεφαλαίων και τεχνογνωσίας.
280 εταιρείες λογισμικού με ετήσια έσοδα άνω των 100 εκατ. ευρώ
Η Ευρώπη μετρά πλέον περισσότερες από 280 εταιρείες λογισμικού με ετήσια επαναλαμβανόμενα έσοδα άνω των 100 εκατ. ευρώ. Από αυτές, περίπου το 20% είναι “ανερχόμενοι ηγέτες” (έφτασαν τα 100 εκατ. ARR σε λιγότερο από 10 χρόνια) ή “υπερ-αποδόσεις” (ξεπέρασαν τα 500 εκατ. ARR, έχοντας ιδρυθεί μετά το 2005).
Παρόλα αυτά, οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες συνεχίζουν να βρίσκονται ένα βήμα πίσω. Οι start-ups στην ήπειρο χρειάζονται κατά μέσο όρο 15 χρόνια για να φτάσουν σε σημαντική κλίμακα, ενώ οι αμερικανικές αντίστοιχες το επιτυγχάνουν σε 10. Ακόμα, μόνο το 3% των ευρωπαϊκών εταιρειών που φτάνουν τα 100 εκατ. ARR περνούν το όριο του 1 δισ. ευρώ, ενώ την ίδια ώρα στις ΗΠΑ το ποσοστό αυτό κυμαίνεται μεταξύ 5% και 10%.
Τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά. Η μελέτη υποδεικνύει ως βασικά προβλήματα τον κατακερματισμό των αγορών, την απουσία κοινών ψηφιακών υποδομών, τη συντηρητική επενδυτική κουλτούρα και τη διστακτικότητα απέναντι στην ανάληψη ρίσκου. Επιπλέον, τα κεφάλαια που δίνονται σε start-ups σε στάδιο scale-up (ώριμης φάσης ανάπτυξης) υπολείπονται σε σχέση με εκείνα που κατευθύνονται στις αρχικές φάσεις (seed και early stage).
Η σπάνια ευρωπαϊκή ευκαιρία
Παρόλα αυτά, η McKinsey θεωρεί ότι η Ευρώπη έχει μπροστά της μια σπάνια ευκαιρία. Η συγκυρία είναι μοναδική. Η παγκόσμια γεωπολιτική αβεβαιότητα, οι αυστηρές ρυθμίσεις κατά των Big Tech και η άνοδος της τεχνητής νοημοσύνης δημιουργούν ένα δυναμικό περιβάλλον όπου η Ευρώπη μπορεί να μετατρέψει τις αδυναμίες της σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η μελέτη σκιαγραφεί τις προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ευρώπη στην τεχνολογική πρωτοπορία. Πρώτον, συντονισμός πολιτικών σε επίπεδο ΕΕ με στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής ενιαίας αγοράς τεχνολογίας. Δεύτερον, στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις σε κρίσιμες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, τα υπολογιστικά συστήματα αιχμής και η κυβερνοασφάλεια. Τρίτον, ένα ευνοϊκότερο φορολογικό και κανονιστικό πλαίσιο που να προσελκύει και να διατηρεί ταλέντο στην ήπειρο. Τέταρτον, στήριξη όχι μόνο στη δημιουργία νέων εταιρειών αλλά –και κυρίως– στην ανάπτυξή τους.
Το παράδειγμα των “εργοστασίων ιδρυτών” που περιγράφει η McKinsey είναι ενδεικτικό. Όπως η PayPal δημιούργησε την “PayPal mafia” που γέννησε εταιρείες όπως το LinkedIn και το YouTube, έτσι και ευρωπαϊκοί τεχνολογικοί πρωταθλητές όπως οι Klarna, Revolut, Spotify και Zalando έχουν δημιουργήσει πάνω από 215 spin-offs. Εταιρείες όπως η Adyen και η Deliveroo έχουν εξελιχθεί σε διεθνείς παίκτες. Αυτή η “αναγέννηση” του ευρωπαϊκού οικοσυστήματος είναι η βάση – αλλά όχι ακόμα η κορυφή.
Σε κάθε περίπτωση, η McKinsey προειδοποιεί. Χωρίς άμεση κινητοποίηση, η Ευρώπη κινδυνεύει να παραμείνει ένας δυναμικός αλλά δεύτερης γραμμής παίχτης. Αντιθέτως, με τους σωστούς μοχλούς πολιτικής και ένα τολμηρό αφήγημα, η ήπειρος μπορεί να ηγηθεί της επόμενης τεχνολογικής επανάστασης.
Κίνα και ΗΠΑ: Η κούρσα για την υπεροχή στην AI
Ενώ η Ευρώπη εξετάζει την ενίσχυση του οικοσυστήματός της, ο πραγματικός τεχνολογικός πόλεμος παίζεται και σε ένα άλλο ταμπλό, καθώς ΗΠΑ και Κίνα ανταγωνίζονται ανοιχτά για την πρωτοκαθεδρία στην τεχνητή νοημοσύνη.
Η Αμερική προβάλλει την AI ως εργαλείο παγκόσμιας ηγεμονίας, όμως η δήλωση Αμερικανού αξιωματούχου ότι οι ΗΠΑ μπορεί να “υποδουλωθούν” σε κινεζικά AI μοντέλα αν δεν προφυλαχθούν, αποκαλύπτει το βάθος του φόβου.
Η Ουάσιγκτον επενδύει τρισεκατομμύρια δολάρια σε data centers και θέτει περιορισμούς στις εξαγωγές chips προς την Κίνα, προσπαθώντας να διασφαλίσει ότι θα διατηρήσει την υπεροχή της. Η OpenAI και η Microsoft πιέζουν για χαλάρωση της ρύθμισης ώστε να διατηρήσουν ταχύτητα. Η κυρίαρχη ιδέα. Όποιος κατακτήσει πρώτος την AGI (τεχνητή γενική νοημοσύνη), θα ηγείται για τον επόμενο αιώνα.
Η Κίνα, από την άλλη, ακολουθεί διαφορετικό μονοπάτι. Αντί να αναμετρηθεί ευθέως στη βασική έρευνα, εστιάζει στην εφαρμογή σε τομείς όπως η βιομηχανία, το εμπόριο και η καθημερινή χρήση. Αν η Αμερική χτίζει πύργους, η Κίνα στρώνει δρόμους.
Εταιρείες όπως η DeepSeek αποδεικνύουν ότι η Κίνα μπορεί να παράγει μοντέλα ανταγωνιστικά της Δύσης, ενώ κρατικοί πόροι στρέφονται στην πρακτική αξιοποίηση και όχι σε θεωρητικά “θαύματα”.
Ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει δώσει σαφή κατεύθυνση. Η AI είναι εργαλείο ανάπτυξης, όχι φαντασίωση επιστημονικής υπεροχής. Το πρόγραμμα “AI+” αντικατοπτρίζει αυτή τη λογική, επιδοτώντας εργοστάσια, υποδομές και επιχειρήσεις που ενσωματώνουν τεχνητή νοημοσύνη σε πραγματικές εφαρμογές. Στόχος δεν είναι η νίκη στο AGI, αλλά η οικονομική κυριαρχία μέσω μαζικής υιοθέτησης.
Η Ελλάδα στο μεταίχμιο της τεχνολογικής μετάβασης
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, η Ελλάδα κινείται στο πλαίσιο αυτής της ευρωπαϊκής αναζήτησης. Την τελευταία δεκαετία έχει γίνει σημαντική πρόοδος. Το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας πλέον αριθμεί πάνω από 800 τεχνολογικά start-ups, ενώ οι επενδύσεις venture capital το 2024 άγγιξαν τα 350 εκατομμύρια ευρώ, πενταπλάσιες σε σχέση με το 2018.
Παράλληλα, η χώρα διαθέτει υψηλό ποσοστό φοιτητών σε τομείς STEM, ενώ στρατηγικές όπως η “Ψηφιακή Βίβλος” και η πρωτοβουλία “Start-up Greece 2.0” ενισχύουν τις ψηφιακές υποδομές και την επιχειρηματικότητα πρώιμου σταδίου. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικά εμπόδια. Λιγότερο από το 15% των ελληνικών start-ups εξάγει προϊόντα ή υπηρεσίες.
Η έλλειψη πρόσβασης σε ώριμα κεφάλαια και η περιορισμένη διεθνής εμπειρία στελεχών καθυστερούν την κλιμάκωση, ενώ η εμπορευματοποίηση της πανεπιστημιακής έρευνας εξακολουθεί να υπονομεύεται από υψηλά ποσοστά ιδιοκτησίας των ιδρυμάτων.
Η πρόκληση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι θεσμική, πολιτισμική και στρατηγική. Χρειάζεται μια συνολική αλλαγή αντίληψης – από το πώς εκπαιδεύονται οι νέοι έως το πώς διαχειρίζονται οι επιχειρήσεις την καινοτομία. Και, κυρίως, χρειάζεται αυτοπεποίθηση.
Το μέλλον δεν μπορεί να περιμένει
Είτε πρόκειται για AGI, είτε για ευφυή εργοστάσια, είτε για εφαρμογές που θα καθορίζουν τη ζωή των πολιτών, η τεχνολογία θα συνεχίσει να διαμορφώνει τον παγκόσμιο χάρτη εξουσίας.
Η Ευρώπη δε μπορεί να μείνει απλός παρατηρητής
Η Ευρώπη δεν έχει την πολυτέλεια να είναι απλός παρατηρητής. Χρειάζεται ένα σχέδιο που δεν θα περιορίζεται στη ρύθμιση, αλλά θα ενθαρρύνει το ρίσκο, θα ελκύει ταλέντο και θα δημιουργεί τις συνθήκες για κλιμακούμενη καινοτομία.
Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ και η Κίνα προετοιμάζονται για έναν τεχνολογικό Ψυχρό Πόλεμο. Με διαφορετικές στρατηγικές, αλλά κοινό στόχο την ηγεμονία στο νέο, ψηφιακό, κόσμο.
Αν η Ευρώπη –και μαζί της η Ελλάδα– θέλει να έχει λόγο στην τεχνολογική γεωπολιτική του αύριο, ο χρόνος για να δράσει είναι τώρα.
ή αποκτήστε ετήσια συνδρομή εδώ.